Της Νίκης Τρουλλινού.
Ιούλιος 2012. Στο κατάστημα ρούχων οι Ρώσοι ‘’σηκώνουν’’ τα εμπορεύματα. Και βρίσκω, αίφνης, το κορίτσι που υπήρξα να τριγυρίζει στην Κόκκινη Πλατεία, ν’ ακούει ιστορίες στην οδό Σαπουνόβα αριθμός επτά, να ταΐζει το μύθο της προσφυγιάς – που, όπως κάθε μύθος άντλησε υλικό από την πραγματικότητα – κι ύστερα να χαζεύει στις όχθες του Μόσκοβα τραγουδώντας ‘’στείλε ουρανέ μου ένα πουλί’’. Να γελά στο φωτεινό μισοσκόταδο της λεωφόρου Νιέφσκι, της πάλαι ποτέ Αγίας Πετρούπολης όταν ακόμη την έλεγαν Λένινγκραντ, να τρώει γλυκόστυφα μήλα στο Καλίνινγκραντ και στο Πσκοφ καθώς οι χρυσές εκκλησιές ξετρυπώνουν μέσα από τις μηλιές ατενίζοντας τη Βαλτική θάλασσα. Και στο Ζαγκόρσκ βολβόσχημοι τρούλοι με κάτι νωχελικά καλοκαιριάτικα σύννεφα πάνω τους, η συνάντηση με τον Αντρέι Ρουμπλιώφ πριν ακόμη ο Ταρκόφσκι σαρώσει τους καθρέφτες της ζωής μας, οι Ρώσοι απόγονοί τους έχουν στο μεταξύ ακουμπήσει μπροστά στο ταμείο της πολυεθνικής φίρμας εισηγμένης στο Χρηματιστήριο του Λονδίνου τα ζεστά, κολλαριστά χαρτονομίσματα των τριακοσίων και πεντακοσίων ευρώ, και χορτάτοι οδεύουν στο ακριβό ξενοδοχείο τους. Έτσι είναι: κάθε εποχή και τα ταξίδια της, κάθε εποχή και τις δικές της ταξιδιωτικές μνήμες. Μόνο που να: τώρα αναγνωρίζω πως τόσα χρόνια γεμάτη χαρτάκια σημειώσεων, ή σκαριφήματα κειμένων στις τσάντες και τις τσέπες των ρούχων μου, φυλαγμένα εισιτήρια τρένων και αεροπλάνων, κάρτες για το μετρό, αποκόμματα από μουσεία και αίθουσες τέχνης, καρτ ποστάλ αλλοτινών καιρών – μνήμες από παζάρια και δρόμους, νομίσματα που τα ονόματά τους ξεχάστηκαν ήδη, και χάρτες που έχουν κιόλας αλλάξει, κόλλες αλληλογραφίας και μολύβια, μικρά κουτιά σπίρτων και άλλα με είδη ραπτικής, να λάμπουν πάνω τους τα ονόματα ξενοδοχείων που αγάπησα, ερωτεύτηκα, έκλαψα, θύμωσα, στοχάστηκα, γεμάτα και τα συρτάρια φωτογραφίες, τυπωμένες όλες στο χαρτί, ναι λοιπόν, γράφω για το τέλος μιας εποχής. Ή, μάλλον για τα ταξίδια του τέλους της εποχής ενός κόσμου που όλο τελειώνει, έτσι λέμε, κι όλο αρνείται να μας δείξει, να μας δώσει έστω ένα σημάδι του καινούργιου που έρχεται. Έρχεται;
Αφήνω πίσω μου την οδό Δαιδάλου, η λεωφόρος Ικάρου αρχίζει απέναντι μου, ταξιδιώτες στο άγνωστο ήθελαν να γίνουν πατέρας και γιος, περνώ προς την Πλατεία Ελευθερίας. Με τραβάει κατά κει η μουσική από καλαμένια πνευστά των Άνδεων. Δυο μελαχρινά αγόρια. Ήχοι από μακριά, άλλη ήπειρος, οι επιθυμίες παίρνουν τη θέση των αναμνήσεων. Αγοράζω ένα βραχιόλι από κλωστές. Βαθύ γαλάζιο της θάλασσας, πράσινο του δάσους, κόκκινο, πορτοκαλί, κίτρινο των αθέριστων χωραφιών: σπασμένοι μαίανδροι του ουράνιου τόξου. Το ένα παιδί από το Ελ Σαλβαδόρ, το άλλο από το Περού, η κουβέντα γυρνά στον Πάμπλο Νερούδα και τις κορφές του Μάτσου Πίτσου. Μεγαλώνω, είπα. Θα πάτε, κυρία, είπε. Μου δένει κόμπο το βραχιολάκι, μαζί με τα άλλα στον καρπό μου, από ταξίδια όλα, και πίσω στο σπίτι, ύστερα από καιρό κάθομαι μπροστά στον υπολογιστή. Τόσο μακριά, τόσο κοντά, ψιθυρίζω, και, νάτο, στο βλέμμα το ταξίδι.