Κώστας Θ. Καλφόπουλος
Ο Ηλίας Καφάογλου ανήκει σε εκείνους τους συγγραφείς της νεότερης γενιάς, που όχι μόνο χαρακτηρίζονται από εργατικότητα και συστηματικότητα, αλλά εκπλήσσουν ευχάριστα τον αναγνώστη με τις εναλλαγή του ρεπερτορίου τους και με την έκκεντρη προσέγγιση των θεμάτων τους, από τη λογοτεχνία μέχρι την αυτοκίνηση και το ποδόσφαιρο. Ο συγγραφέας συγκεντρώνει και επεξεργάζεται το υλικό του, κινούμενος ανάμεσα στην ενδελεχή έρευνα και το δοκίμιο και αναδεικνύοντας πτυχές μιας σειράς θεμάτων, που παραγνωρίζει ή αγνοεί επιδεικτικά η εγχώρια ακαδημαϊκή κοινότητα, επί δεκαετίες εγκλωβισμένη στην ιδεολογία, και κάποια από αυτά εντάσσονται στον ευρύτερο χώρο των πολιτισμικών σπουδών, όπου τουλάχιστον παρατηρείται τα τελευταία χρόνια μία στροφή του ενδιαφέροντος των νέων κοινωνικών ερευνητών στους χώρους του ποδοσφαίρου, της μουσικής και της νεανικής (υπο)κουλτούρας. Με το «μπικίνι» επιχειρεί να διεισδύσει και στον χώρο της κοινωνικής ιστορίας σχετικά με το «πλέον μικροσκοπικό ένδυμα στον κόσμο», μετά, φυσικά, το βιβλικό φύλλον συκής.
Ι.
Το (κάθε άλλο παρά) «μικρό δοκίμιο για το μπικίνι» είναι ένα μεγάλο, σε έκταση και φιλοδοξίες εγχείρημα με στόχο να αναδειχθούν το κοινωνικό-πολιτικό πλαίσιο που το γέννησε και το διαμόρφωσε, καθώς και οι πολιτισμικές συνδηλώσεις που προέκυψαν από την αρχικά προκλητική για τον συντηρητισμό της μεταπολεμικής κοινωνίας αποκάλυψη και έκθεση του γυναικείου σώματος σε κοινή θέα, πρωτίστως στην «Ακροθαλασσιά», για να θυμηθούμε τον Ζαν Ντιντιέ Ουρμπαίν στο ομότιτλο έργο του, ένα από τα σημαντικότερα «εγχειρίδια επιβίωσης» του «σύγχρονου Ροβινσώνα» στην παραλιακή, θερινή ραστώνη.
Στον αντίποδα του κορσέ, η εμφάνισή του σηματοδότησε, αν όχι πυροδότησε, ανατροπές και αναταραχές, οι αναπαραστάσεις του, στον κινηματογράφο (με την Ούρσουλα Άντρες να βγαίνει σαν «αναδυομένη Αφροδίτη» από τα νερά), τη διαφήμιση (κυρίως με τον εκπληκτικής έμπνευσης «πίνακα» της Coppertone) και τα περιοδικά, εγχαράχτηκαν στο συλλογικό υποσυνείδητο του (ηδονοβλεπτικού) θεατή και καταναλωτή, η ονομασία του υπερκέρασε κατά πολύ την περίφημη ατόλη στο σύμπλεγμα των Νήσων Μάρσαλ και την τρίτη δοκιμή ρίψης ατομικής βόμβας, που θα επιβεβαίωνε την «ισορροπία του τρόμου» για τις επόμενες δεκαετίες.
Ο κεντρικός συλλογισμός που διέπει την προσέγγιση και διατρέχει τις σελίδες και τα κεφάλαια του βιβλίου αφορά, κατ’ ουσίαν, όπως εύστοχα το διατυπώνει στο «Επίμετρο» η Έφη Φαλίδα (ευσύνοπτο και με ενδιαφέρουσες επισημάνσεις), τον «εκδημοκρατισμό της επιθυμίας» και το «πέρασμα της δυτικής κοινωνίας σε καθεστώς απόλαυσης». Η εμφάνιση και επιβολή του είναι «κατάκτηση» του Δυτικού κόσμου, προς τη χειραφέτηση, καθώς ο Ανατολικός κόσμος ενδιαφέρεται κυρίως για την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, τη διαπαιδαγώγηση του «νέου ανθρώπου» και, αυτονόητα, τη διασφάλιση των σοβιετικών συμφερόντων στο «σοσιαλιστικό στρατόπεδο».
Το μπικίνι οδηγεί τη φρενήρη κούρσα της μόδας στον εκτροχιασμό της, υπερκεράζοντας ακόμα και τη μίνι φούστα: είναι ένα «αυγό του Κολόμβου» στον μεταπολεμικό ενδυματολογικό κώδικα, καθώς αφαιρεί τα «περιττά» και, ταυτόχρονα, καλύπτονται τα εντελώς «στοιχειώδη», σε έναν ακραίο μινιμαλισμό της αρμονίας, όπου «κρύβονται» και ταυτόχρονα φανερώνονται οι δύο κύριες «πηγές ευδαιμονίας» στις αντρικές φαντασιώσεις, τα στήθη και το εφήβαιο, καθιστώντας το γυναικείο σώμα σε πομπό και δέκτη πολλαπλών και αλλεπάλληλων μηνυμάτων, αισθητικών και αισθησιακών, ερωτικών και σεξουαλικών, μαζί και πρόδηλων προθέσεων και μυστικών πόθων
ΙΙ.
Ο Καφάογλου επιχειρεί μία «χαρτογράφηση του τοπίου», διεθνώς και εγχωρίως, όπως αυτό διαμορφώνεται από την εμφάνιση του «μπικίνι», διερευνώντας τις πολιτικές, κοινωνικές και πολιτισμικές προϋποθέσεις που επικαθορίζουν και διαμορφώνουν τις «δομικές αλλαγές» στο εποικοδόμημα των Δυτικών κοινωνιών, ως προς τα καταναλωτικά και σεξουαλικά ήθη τους, καθώς, μέσω των κινημάτων νεολαίας και διαμαρτυρίας, αλλά και με βασικό όχημα τη μόδα, τίθεται το αίτημα της διαφοροποίησης και της κοινωνικής απελευθέρωσης. Παράλληλα, ανασύρει πληθώρα μαρτυριών και σχετικών δημοσιευμάτων από τον ημερήσιο και περιοδικό Τύπο της εποχής, διεθνή και πρωτίστως εγχώριο, αλλά και από λαϊκά αναγνώσματα (με έμφαση στον Γ. Μαρή) και θεάματα, όπου αποτυπώνονται οι κύριες τάσεις της αποδοχής και της απόρριψης του «μπικίνι», καθώς, στην Ελλάδα πρωτίστως, συχνά συγκλίνει ο μικροαστικός καθωσπρεπισμός με την αριστερή ευπρέπεια, στα όρια του συντηρητισμού και αυτή (ένα περισσότερο ελληνικό φαινόμενο, που αφορούσε τις νεανικές (υπο)κουλτούρες, από το ροκ ’ν ρόλλ μέχρι τα «αστυνομικά» και τα φλιππεράκια).
Ως προς την «ελληνική ιδιομορφία», αυτονόητα, η επιβολή του στρατιωτικού καθεστώτος την 21η Απριλίου 1967, αποτελεί μία από τις σημαντικότερες τομές όχι μόνο στην πολιτική, αλλά εξ ίσου και στην πολιτισμική ιστορία του τόπου, παραμένοντας «κινούμενη άμμος» σε κάθε απόπειρα συγγραφής μιας επί δεκαετίες ελλείπουσας κοινωνικής και πολιτισμικής ιστορίας της μεταπολεμικής Ελλάδας.
Το «μπικίνι» (πριν γίνει «τόπλες» και στις μέρες μας «μπουρκίνι»), για να επιστρέψουμε στο βασικό θέμα του βιβλίου, αποτελεί για τον Καφάογλου αφορμή και αφετηρία για να διεισδύσει σε ό,τι χαρακτηρίζει τη «Δημοκρατία στην παραλία», εκεί που εμφανίζεται και κυριαρχεί το «μικροσκοπικό ένδυμα» όπως έρχεται να παραμερίσει το γραφικό θέαμα με τις «θειάδες που μπαίναν στο νερό με τα κομπιναιζόν», αλλά και τα ολόσωμα μαγιώ που προμηθεύονταν οι Αθηναίες «κυρίες και δεσποινίδες» στον «Λαμπρόπουλο», τους «Αδελφούς Τσιτσόπουλοι» και το «Μινιόν», παράλληλα με την τουριστική εισβολή που δέχεται η χώρα ήδη από τα τέλη του ’50 και μετέπειτα, με τα «Κορίτσια στον ήλιο». Σ’ αυτό το «μικροσκοπικό ένδυμα» δεν «κατοικεί» μόνο μία νέα αισθητική αντίληψη για το γυναικείο σώμα, αλλά συνδέεται με την τουριστική ανάπτυξη της χώρας, καθώς απελευθερώνεται επί πλέον ο ελεύθερος χρόνος της νεολαίας, εργαζόμενης και μη, στις παραλίες και τα κλαμπ, ανάμεσα στην αυτοκίνηση, τα φλίππερ και τα τζουκ-μποξ, τις μουσικές εκδηλώσεις, αλλά και τη «Νεολαία Λαμπράκη». Παράλληλα, εκφράζει και τις τάσεις χειραφέτησης της γυναίκας μέσα στην κοινωνία, αλλά και τις επιφυλάξεις των φεμινιστριών.
ΙΙΙ.
Η αίσθηση που αποκομίζει ο αναγνώστης, πέραν της τεκμηρίωσης, της εναλλαγής της προοπτικής και της γλαφυρής, έως και πληθωρικής σε ορισμένα σημεία, αφήγησης, διακριτές αρετές του συγγραφέα, είναι ότι το ογκώδες και πολυσυλλεκτικό πρωτογενές υλικό που συσσωρεύεται ξεφεύγει κάποιες φορές από τον έλεγχο του ερευνητή, στην προσπάθειά του να συμπεριλάβει και να συναρμόσει όλα τα διαθέσιμα στοιχεία. Ο σχεδιασμός των επί μέρους μικρών κεφαλαίων, που δίνει την (ψευδ)αίσθηση του κολλάζ, δεν συμβαδίζει πάντα με τις αρχικές (;) προθέσεις μιας μάλλον ακαδημαϊκού προσανατολισμού προσέγγισης στο πλαίσιο της κοινωνικής και πολιτισμικής ιστορίας (social and cultural history), με αφορμή το «μπικίνι»: αυτή είναι η σχετική αδυναμία, αλλά ταυτόχρονα και η δύναμη του πρωτότυπου βιβλίου, που εκλαϊκεύει, δηλαδή αποδίδει το στοιχείο της pop culture σ’ ένα «μικροσκοπικό μαγιώ» και τις μεγάλες του συνέπειες, στο σώμα της γυναίκας και της κοινωνίας.
Πάντως, η απουσία στέρεας δοκιμιακής φόρμας, ένα είδος που στη νεοτερικότητα εκκινεί από τον Μονταίν και περνάει σε παραλλαγές στον Αντόρνο, τον Χάντκε και τον Φοττορινό αργότερα, ως προγραμματικής επιλογής της αφηγηματικής δομής και του ύφους κυρίως, είναι ευδιάκριτη σε αρκετά σημεία. Ο δοκιμιακός λόγος (που αναδεικνύεται πάντως ευκρινώς ελκυστικός κυρίως στο 7ο κεφάλαιο) αποδυναμώνεται ενίοτε από τη «δημοσιογραφική γλώσσα», με κάποια μάλλον αχρείαστα στυλιζαρίσματα που επαναλαμβάνονται κατά κόρον, όπως στην περίπτωση της εισαγωγικής φράσης «Είναι η εποχή του…» ή με την σωρευτική, παρατακτική παράθεση ιστορικών γεγονότων, ώστε να αποδοθεί πιο παραστατικά, εμφατικά η πολιτική-ιδεολογική βαρύτητα της εκάστοτε ιστορικής περιόδου.
Αν και στον όρο «δοκίμιο» ενυπάρχει σημαντικό όριο ανοχής ως προς τη θεωρητική συγκρότηση, το ύφος και συνοχή του εγχειρήματος, η βιβλιογραφική (υπο)στήριξη (με πρόδηλη όμως την παράλειψη να «συνδεθεί» με το θεμελιώδες για το θέμα βιβλίο του Patrick Alac, The Bikini-A Cultural History, Parkstone, 2002, που απλώς υποσημειώνεται), μολονότι πλούσια, είναι μάλλον άνισα κατανεμημένη. Η τεκμηρίωση συχνά κινείται στον βασικό άξονα «αριστερά/ πρόοδος-δεξιά/ συντήρηση», παρακάμπτουσα τις «όψεις υπανάπτυξης» (για να θυμηθούμε τον Ν. Μουζέλη) μιας κοινωνίας που βρίσκει με σημαντική καθυστέρηση, λόγω και της εμπλοκής του Στρατού, τον, συχνά στρεβλό, δρόμο της προς τον εκσυγχρονισμό και την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση: η «ελληνική ‘‘Ζούγκλα του Μαυροπίνακα’’» είχε τον δικό της κοινωνικό «βιότοπο», οι Έλληνες τηναίητζερ μόνο εμφανισιακά έμοιαζαν (μιμητικά περισσότερο) με τους συνομηλίκους τους των βιομηχανικά αναπτυγμένων χωρών, και η νεολαιΐστικη χειραφέτηση στη χώρα είχε διαφορετικές αφετηρίες από εκείνες της Δύσης, κυρίως προβάλλοντας ένα μάλλον ενστικτώδες «πρόταγμα ζωής» (Χρ. Βακαλόπουλος), που έθεσε η ελληνική νεολαία, στις πόλεις κυρίως, ή, με τα λόγια του Γ. Ι. Κοντογιάννη, εκείνη την «περισσότερη ευρυχωρία», που θα τής τα στερήσουν Χούντα και Μεταπολίτευση. Δεν εκκινούσε από τη μετωπική σύγκρουση γενεών σε κοινωνικό και πολιτισμικό επίπεδο όπως στις ευρωπαϊκές χώρες, η οποία έφερε στο προσκήνιο teddyboys, mods, «γιεγιέδες» και Halbstarken, για να εκτροχιαστούν στη συνέχεια σε πολιτικό επίπεδο στη δεκαετία του ’70 με τον «ένοπλο αγώνα», κυρίως στη Γερμανία, Ιταλία και Γαλλία.
Όλες αυτές οι παρατηρήσεις όμως σε καμιά περίπτωση δεν μειώνουν την αξία του εγχειρήματος και την άξια προσπάθεια του συγγραφέα να αναβιώσει μια ολόκληρη εποχή με αφορμή το Itsy Bitsy Teeny Weenie Yellow Polkadot Bikini, που τραγούδησε ο Μπράιαν Χάυλαντ και κυριαρχούσε στα τζουκ-μποξ της Δύσης, ενώ το παρωδούσε ο Μπίλλυ Γουάιλντερ στην ξέφρενη κωμωδία «Ένα-δύο-Τρία» (1961), βάζοντας τους αστυνομικούς της Ανατολικής Γερμανίας να ανακρίνουν υπό τους ήχους της μελωδίας του τον «σύντροφο» Χορστ Μπούχολτς.
Info: Ηλίας Καφάογλου, Η Δημοκρατία στην Παραλία, Μικρό δοκίμιο για το μπικίνι, Επίμ.: Έφη Φαλίδα, Εκδόσεις Πόρτες