της Λίλας Κονομάρα.
«Αυτό που κάνει τόσο ασύγκριτη κι ανεπανάληπτη την πρώτη θέα ενός χωριού, μιας πόλης μέσα στο τοπίο, είναι που το απόμακρο πάλλει στενότατα δεμένο με τα κοντινά. Ακόμα δεν επιτέλεσε το έργο της η συνήθεια. Μόλις αρχίσουμε να προσανατολιζόμαστε το τοπίο εξαφανίζεται, όπως η πρόσοψη ενός σπιτιού όταν μπούμε μέσα», αναφέρει ο Μπένγιαμιν στο κείμενο του Μονόδρομου που τιτλοφορείται ‘Γραφείο απωλεσθέντων αντικειμένων’.
Παράλληλα με πλείστες όσες αναφορές σε δρόμους, πινακίδες, διαφημίσεις, στοές, δημόσια κτίρια μεγαλουπόλεων, τα κείμενα του Βάλτερ Μπένγιαμιν βρίθουν από εικόνες σπιτιών, δωματίων, οικιακών αντικειμένων, ήχων και οσμών που συνδέονται μ’ αυτά. Ωστόσο, αντίθετα με άλλους, ο Μπένγιαμιν δεν παραθέτει όλες αυτές τις εικόνες αποσκοπώντας στην αναπαραστατική τους δύναμη αλλά στην υπονόμευσή της και στην αποκάλυψη της ιδιαίτερης φυσιογνωμίας τους ως πολιτισμικών φαινομένων και σημασιολογικών φορέων του αστικού περιβάλλοντος. Πρόκειται όπως λέει ο Αντόρνο για «μια συλλογή νοητικών εικόνων. Δεν θέλουν τόσο να αναστείλουν τη σκέψη όσο να προκαλέσουν σοκ μέσω της αινιγματικής τους μορφής και κατ’ αυτόν τον τρόπο να θέσουν τη σκέψη σε κίνηση, διότι στην παραδοσιακή εννοιολογική της μορφή φαντάζει ακινητοποιημένη, συμβατική και πεπαλαιωμένη». Οι εικόνες αυτές, που δεν παραπέμπουν στο αισθητηριακό πεδίο αλλά στο εννοιολογικό, αποσκοπούν στην καταγγελία της καταναλωτικής νεωτερικότητας και σ’ όλη τη φαντασμαγορία που συνδέεται μ’ αυτήν.
Προς τον σκοπό αυτό, ο συγγραφέας καταφεύγει επίσης στο όνειρο, όπου ενδημεί μια λησμονημένη, λανθάνουσα γνώση, και στην αλληγορία η οποία αποκαλύπτει καινούρια νοήματα συσχετίζοντας φαινομενικά ασύνδετα μεταξύ τους στοιχεία. Στον Μονόδρομο, στο κείμενο που τιτλοφορείται ‘Οι ώρες που περιέχουν τη μορφή κυλήσανε στο σπίτι του ονείρου’, αναφέρει: «΄Εχουμε λησμονήσει προ πολλού το τελετουργικό με το οποίο ανεγέρθηκε το σπίτι της ζωής μας. Όταν όμως πρόκειται να δεχτεί επίθεση και ήδη το πλήττουν οι βόμβες του εχθρού, τι ρημαγμένες, τι αλλόκοτε αρχαιότητες δεν φανερώνονται μες στα θεμέλια. Και τι δεν έχει καταχωνιαστεί και θυσιαστεί με ξόρκια, τι ανατριχιαστική συλλογή σπάνιων αντικειμένων εκεί κάτω, όπου το πιο καθημερινό φυλάγεται στα πιο βαθιά φρεάτια. Μια νύχτα απελπισίας ονειρεύτηκα πως ανανέωνα ορμητικά τη φιλία και την αδερφοσύνη με τον πρώτο φίλο μου στο σχολειό, που χρόνια τώρα ούτε τον ξέρω πια, ούτε ποτέ τον ξαναθυμήθηκα από τότε. Ξυπνώντας όμως κατάλαβα: αυτό που αποκάλυψε εκρηκτικά η απελπισία, ήταν το πτώμα του ανθρώπου αυτού, που εντοιχισμένος εδώ θα έχει ως συνέπεια, όποιος ποτέ κατοικήσει εδώ, σε τίποτε να μην του μοιάζει». (μτφρ. Νέλλη Ανδρικοπούλου, εκδ. Άγρα)
Η γλώσσα γλιστρά μέσα στα πράγματα, διαπερνώντας την προφάνειά τους με τον ίδιο τρόπο που τα παιδιά μεταμορφώνουν τον χώρο και τα αντικείμενα στα παιχνίδια τους. Το κείμενο ‘Παιδί κρυμμένο’ που βρίσκεται τόσο στον Μονόδρομο όσο και στο Τα παιδικά χρόνια στο Βερολίνο το χίλια εννιακόσια αποτυπώνει αυτήν ακριβώς τη διαδικασία:
«Μες στο διαμέρισμα ξέρει ήδη όλες τις κρυψώνες κι επιστρέφει εκεί σαν σ’ ένα σπίτι όπου είσαι βέβαιος πως θα ξαναβρείς τα πάντα όπως ήταν… Το παιδί που στέκει πίσω απ’ την κουρτίνα γίνεται το ίδιο κάτι που ανεμίζει και ξασπρίζει, γίνεται φάντασμα. Το τραπέζι του φαγητού, που κάτω του έχει κουρνιάσει, το κάνει ξύλινο είδωλο σε ναό, που οι τέσσερις κίονές του είναι τα σκαλιστά του πόδια. Και πίσω από μια πόρτα είναι πόρτα το ίδιο, τη φόρεσε μάσκα βαριά, και μάγος ιερέας θα μαγέψει όσους ανύποπτοι θα μπούνε. Δεν πρέπει με κανένα τρόπο να το βρουν. Όταν κάνει γκριμάτσες, του λεν πως φτάνει να χτυπήσει το ρολόι και θα μείνει έτσι όπως είναι. Πόσο αυτό είναι αλήθεια, το ξέρει μέσα στην κρυψώνα. Όποιος το βρει μπορεί να το ξυλιάσει σαν ξόανο κάτω απ’ το τραπέζι, να το υφάνει δια παντός σαν φάντασμα μες στην κουρτίνα, να το αφορίσει δια βίου μες στη βαριά την πόρτα. Γι’ αυτό βγάζει από μέσα του με ηχηρή κραυγή τον δαίμονα, που έτσι το μεταμόρφωσε να μην το βρίσκουν, την ώρα που το πιάνει εκείνος που το ψάχνει – μάλιστα δεν την περιμένει τη στιγμή αυτή, με μια κραυγή απελευθέρωσης την προλαβαίνει. Γι’ αυτό τη μάχη με τον δαίμονα δεν την βαριέται. Το σπίτι έχει γίνει το οπλοστάσιο των προσωπείων. Μα μια φορά το χρόνο σε μέρη μυστηριώδη, στις άδειες κόγχες των ματιών τους, στο ξυλιασμένο στόμα τους, υπάρχουν δώρα. Το παιδί ξεμαγεύει σαν μηχανικός τη σκοτεινή οικογενειακή εστία και ψάχνει για πασχαλινά αυγά».
Το σπίτι συσχετίζεται επίσης με τις ιστορικές συνθήκες που το διαμόρφωσαν και τις οποίες η λογοτεχνία πρώτη αφουγκράζεται: «Το στυλ επίπλωσης στο δεύτερο μισό του δέκατου ένατου αιώνα βρίσκει τη μοναδική επαρκή περιγραφή και ανάλυσή του σ’ ένα ορισμένο είδος αστυνομικού μυθιστορήματος, που στο δυναμικό του επίκεντρο βρίσκεται ο τρόμος του διαμερίσματος. Η διάταξη των επίπλων είναι συνάμα το σχεδιάγραμμα των σημείων όπου βρίσκονται οι φονικές παγίδες, και η διαδοχή των δωματίων προδιαγράφει στο θύμα τη διαδρομή της φυγής του. Το γεγονός ότι αυτό ακριβώς το είδος μυθιστορήματος αρχινά με τον Πόου – τον καιρό δηλαδή που κατοικίες αυτού του είδους ακόμα σχεδόν δεν υπήρχαν – δεν αποτελεί αντίρρηση. Γιατί όλοι ανεξαίρετα οι λογοτέχνες συνθέτουν σ’ έναν κόσμο μεταγενέστερο, όπως οι παρισινοί δρόμοι των ποιημάτων του Μπωντλέρ δεν υπάρχουν παρά μόνο μετά το χίλια εννιακόσια, όπως δεν υπήρχαν νωρίτερα και οι άνθρωποι του Ντοστογιέφσκι…». Το παλάτι των Βερσαλλιών «μπροστά σ’ αυτό το φόντο γίνεται η σκηνή όπου η απόλυτη μοναρχία παρουσιάστηκε σαν αλληγορικό μπαλέτο. Σήμερα όμως δεν είναι πια παρά μόνον ο τοίχος που αποζητά κανείς τη σκιά του για να απολαύσει προοπτικά τη θέα στο μαγικό γαλάζιο που έφτιαξε ο Le Nôtre» ενώ «στις λαϊκές πολυκατοικίες ακούγεται μια μουσική με τόσο θανάσιμα θλιμμένο κέφι που δυσκολεύεσαι να πιστέψεις πως προορίζεται γι’ αυτόν που την παίζει: είναι η μουσική για τα επιπλωμένα δωμάτια όπου κάθεται κανείς σκεφτικός την Κυριακή, που σύντομα γαρνίρονται μ’ αυτές τις νότες σαν μια γαβάθα παραγινωμένα φρούτα με μαραμένα μήλα».
Αν λοιπόν το παρελθόν διασώζεται μέσω αυτής της λανθάνουσας, θραυσματικής μνήμης, δεν είναι διόλου από διάθεση νοσταλγίας αλλά αφενός μεν αμφισβήτησης των παραδοσιακών τρόπων που σχετίζεται ο άνθρωπος με τα αντικείμενα και του καταναλωτισμού της νεωτερικότητας, και αφετέρου από την επιθυμία να ιχνηλατηθεί το αόρατο και να αναφανεί η διαπλοκή φύσης και ιστορίας. Τα αστικά εσωτερικά, ένας μπουφές, ένα γιορτινά στρωμένο τραπέζι,, το μοτίβο σ’ ένα σερβίτσιο, τα ράφια ενός ντουλαπιού, ένα κουτί ραπτικής, μεταμορφώνονται από απλά διακοσμητικά αντικείμενα σε φορείς στοχασμών και μέσα αποκάλυψης νέων σημασιών. Μιλώντας στο Τα παιδικά χρόνια στο Βερολίνο το χίλια εννιακόσια για τους προσκεκλημένους που είχαν κάποιες βραδιές, ο Μπένγιαμιν επισημαίνει τα εξής: «Στην πραγματικότητα, [η συντροφιά] αποσυρόταν μόνο στα πιο απομακρυσμένα δωμάτια, για να εξαφανιστεί μέσα στον αναβρασμό και στο κατακάθι της λάσπης όλων των βημάτων και των διαλόγων, όπως ακριβώς και ένα τέρας, που μόλις το έχει ξεβράσει το κύμα, σπεύδει να βρει καταφύγιο μέσα στον υγρό βόρβορο της ακτής. Και καθώς η άβυσσος που το εκσφενδόνιζε προς τα έξω ήταν η άβυσσος της κοινωνικής μου τάξης, τις βραδιές αυτές έκανα για πρώτη φορά τη γνωριμία της… Δεν μου ενέπνεε εμπιστοσύνη. Μάντευα ότι όλο αυτό που γέμιζε το δωμάτιο ήταν ασύλληπτο, στιλπνό και πάντοτε έτοιμο να στραγγαλίσει αυτούς γύρω από τους οποίους έπαιζε. Τυφλό απέναντι στην εποχή του και τον τόπο του, τυφλό στην αναζήτηση τροφής, τυφλό απέναντι στη δράση. Το γυαλιστερό σαν καθρέφτης πλαστρόν που φορούσε εκείνο το βράδυ ο πατέρας μου, μου φαινόταν τότε σαν άρμα μάχης και στο βλέμμα του, που μια ώρα πριν επιθεωρούσε τα άδεια καθίσματα, ανακάλυπτα τη λάμψη ενός όπλου. Στο μεταξύ, ένα μουρμούρισμα έφτανε μέχρις εμένα. Το αόρατο είχε αποκτήσει δυνάμεις κι άρχιζε να συζητά με όλα του τα μέλη» (μτφρ. Ιωάννα Αβραμίδου, εκδ. Άγρα).
Εξαιρετικό.