Μπέκετ, βιβλιοθήκες και ναζισμός στη documenta 14(της Λίλας Κονομάρα)

0
482

της Λίλας Κονομάρα (ανταπόκριση από το Κάσελ)

 

  1. Το γερμανικό ημερολόγιο του Μπέκετ

Το 1936, ο Μπέκετ αποφασίζει να επισκεφθεί τη Γερμανία. Στο διάστημα των 6 μηνών που διαρκεί το ταξίδι του, κρατάει ημερολόγιο. Πρόκειται για έξι σημειωματάρια, που ανακαλύφθηκαν το 1989 και εκ των οποίων το δεύτερο εκτίθεται στη Neue Galerie, στο Κάσελ, στα πλαίσια της documenta 14. Το ημερολόγιο αυτό ίσως αποτελεί τη συνέχεια μιας ενδοσκόπησης που είχε ξεκινήσει πριν από τρία χρόνια στο Λονδίνο με τις συνεδρίες ψυχανάλυσης με τον Wilfred Bion, τις οποίες διέκοψε, απογοητευμένος από τα αποτελέσματα. Ενδέχεται επίσης, η συγγραφή του ημερολογίου να τον βοήθησε να ξεπεράσει και μια αισθητική κρίση.

Η ψυχαναλυτική θεραπεία μετασχηματίζεται λοιπόν σε «περιηγητική θεραπεία» ανάμεσα στα ερείπια ενός πολιτισμού που απειλείται με εξαφάνιση. Πέραν της καταγραφής του ταξιδιού, τον απασχολούν διάφορα θέματα όπως η μελαγχολία, η απώλεια και η επιβίωση, η ρατσιστική ιδεολογία του ναζισμού και η λογοκρισία. Εκφράζει τις απόψεις του για τη γερμανική λογοτεχνία, την αγάπη του για τον Γκαίτε, τον ενθουσιασμό του για τη Φλαμανδική ζωγραφική. Αφηγείται την επίσκεψή του στο Αμβούργο σε αναζήτηση της πρωτοποριακής τέχνης της εποχής, η οποία όμως θεωρείται «εκφυλισμένη» και λογοκρίνεται. Από όλα τα μουσεία, έχουν ήδη αποσυρθεί οι πίνακες των Otto Dix, Oskar Kokoschka, Max Liebermann και άλλων.

Ένα μεγάλο μέρος του ημερολογίου είναι επίσης αφιερωμένο στην καταγραφή αυτού που ο Μπέκετ αποκαλεί «παθολογία της καθημερινής ζωής», αναφέρεται δηλαδή στις σωματικές του λειτουργίες, στην ποιότητα του ύπνου του, στις κενώσεις του εντέρου, τα φαγητά που έφαγε, στα ποτά που ήπιε, ακόμα και στο κόστος των γευμάτων του.

Ημερολόγιο Μπέκετ

Η βασική λειτουργία ενός ημερολογίου είναι να διασώσει γεγονότα του παρελθόντος.  Όπως και στην Τελευταία μαγνητοταινία του Κραπ, ο Μπέκετ μοιάζει να εκφράζει την επιθυμία να συγκροτηθεί μέσω του ημερολογίου μια ιστορία του εαυτού, «να οικοδομηθεί μια μνήμη πάνω στο  χαρτί, να δημιουργηθούν αρχεία από βιώματα, να συσσωρευτούν αποτυπώματα», όπως λέει ο Philippe Lejeune.

Η προσωπική μαρτυρία έχει επίσης συσχετισθεί πολλές φορές με τον προτεσταντισμό, στον οποίο, λόγω της απουσίας της εξομολόγησης, η καθημερινή ενδοσκόπηση κατέχει δεσπόζουσα θέση. Ίσως τα ημερολόγια του Μπέκετ ή του Ζιντ και οι πολυάριθμες αυτοπροσωπογραφίες του Ρέμπραντ να αντανακλούν αυτήν ακριβώς τη λογική.

Ο Μπέκετ συντάσσει το ημερολόγιο χωρίς να τον ενδιαφέρει το ύφος. Γράφει αποσπασματικά και για τον εαυτό του. Περιορίζεται στην αντικειμενική καταγραφή χωρίς καμία διάθεση ερμηνείας, πράγμα που δεν σημαίνει ότι του λείπει το χιούμορ ή το συναίσθημα. Το ταξίδι και η συγγραφή του ημερολογίου θα επηρεάσουν τη γραφή του που μετά την επιστροφή του στο Δουβλίνο θα πάρει άλλη μορφή. Στο επόμενο έργο του το Watt, θα μεταφέρει, για παράδειγμα, την αποσπασματική δομή του ημερολογίου.

Η αγαπημένη του Μπέκετ «Πέγκυ» Σίνκλαιρ

Ο Μπέκετ πραγματοποίησε αρκετά ταξίδια στη Γερμανία ανάμεσα στα τέλη της δεκαετίας του ’20 και τη δεκαετία του ’30. Επισκέφθηκε το Βερολίνο, τη Δρέσδη, το Αμβούργο και το Κάσελ, πατρίδα της πρώτης του αγάπης, της Ρουθ Μάργκαρετ «Πέγκυ» Σίνκλαιρ που του ενέπνευσε το πρώτο του μυθιστόρημα, Dream of Fair to Middling Women το οποίο δεν δημοσιεύτηκε ολόκληρο παρά μόνο το 1992, τρία χρόνια μετά τον θάνατό του. Μαζί με την οικογένειά της, Ιρλανδοεβραϊκής καταγωγής, η Πέγκυ Σίνκλαιρ είχε μετακομίσει από το Δουβλίνο στο Κάσελ στις αρχές της δεκαετίας του ’20. Ο πατέρας της, έμπορος τέχνης, επιθυμούσε να γνωρίσει καλύτερα τη Γερμανική πρωτοπορία. To 1933, η Πέγκυ πέθανε στα 22 της χρόνια από φυματίωση και λίγο αργότερα, η οικογένειά της επέστρεψε στην Ιρλανδία, προσπαθώντας να ξεφύγει από τους ναζί. Ο Karl Leyhausen, στενός συνεργάτης του ιδρυτή της documenta Arnold Bode, που συνέτεινε στην εξάπλωση των νέων τάσεων της ζωγραφικής στη Γερμανία, ζωγράφισε το 1931 το πορτρέτο της Πέγκυ Σίνκλαιρ, λίγο πριν αυτοκτονήσει στα 32 του χρόνια.  Ο πίνακας αυτός εκτίθεται στο Κάσελ μαζί με το ημερολόγιο του Μπέκετ.

  1. Rose Valland Institute

Η εγκατάσταση της Maria Eichhorn Rose Valland Institute περιλαμβάνει καταρχήν μια βιβλιοθήκη ύψους 6 μέτρων που δεσπόζει στο κέντρο της αίθουσας της Neue Galerie. Τα εκτιθέμενα βιβλία προέρχονται από την Berliner Stadtbibliothek και αποτελούν μέρος των 40.000 τόμων που  αποκτήθηκαν παράνομα το 1943,  μετά από λεηλασία διαμερισμάτων  εκτοπισμένων Εβραίων. Δυστυχώς μόνο το 10% των βιβλίων φέρει ενδείξεις που καθιστούν δυνατή την ανεύρεση του ιδιοκτήτη τους.

Σε διάφορες προθήκες αλλά και στους τοίχους γύρω από τη βιβλιοθήκη, εκτίθενται έγγραφα και φωτογραφικό υλικό που αφορούν τη γενικότερη λεηλασία της περιουσίας των Εβραίων κατά την περίοδο 1940- 45. Στη διάρκεια του μεσοπολέμου, το Παρίσι, τόπος συνάντησης διανοουμένων και καλλιτεχνών, ήταν το παγκόσμιο κέντρο της τέχνης. Οι λεηλασίες των ναζί ξεκίνησαν από την πρώτη κιόλας μέρα της άφιξής τους στην πόλη, στις 14 Ιουνίου του 1940. Τα έργα τέχνης που βρέθηκαν πρώτα στο στόχαστρό τους ήταν εκείνα που ανήκαν σε εβραίους συλλέκτες. Ωστόσο από το 1942, το πλιάτσικο επεκτάθηκε και σε διαμερίσματα που «είχαν εγκαταλειφθεί» από τους εβραίους ιδιοκτήτες τους. Η επιχείρηση αυτή ονομάστηκε Möbel Aktion (Επιχείρηση Έπιπλο). Η στενή σχέση ανάμεσα στη συνεχή και επεκτεινόμενη λεηλασία και την οργανωμένη γενοκτονία καθίσταται σαφής από το γεγονός ότι δυο μέρες μετά τον πρώτο εκτοπισμό 1112 Εβραίων τον Αύγουστο του 1944, 38.000 κατοικίες στο Παρίσι άδειασαν εντελώς. Πριν να μεταφερθούν στη Γερμανία έπιπλα, ασημικά και παιχνίδια αποθηκεύτηκαν σε διάφορα μέρη: τα πιάνα στο Musée National d’Art Moderne (σημερινό Palais de Tokyo), τα βιβλία και οι παρτιτούρες στην οδό Richelieu, τα έπιπλα στο 43, quai de la Gare, αντικείμενα και ρούχα στην οδό Faubourg Saint-Martin, οι πορσελάνες και οι δαντέλες στον αριθμό 2 της οδού Bassano. Ορισμένες από αυτές τις αποθήκες χρησίμευσαν προσωρινά και ως στρατόπεδα συγκέντρωσης στην καρδιά του Παρισιού. Τα αρχεία όλων των αντικειμένων καταστράφηκαν στο τέλος του πολέμου.

Η Rose Valland, επιμελήτρια στο μουσείο Jeu de Paume από το 1939, συνέτασσε κατά τη διάρκεια του πολέμου λίστες με ονόματα εθνικοσοσιαλιστών που δρούσαν στο Παρίσι. Το μουσείο χρησίμευε ως αποθήκη της οργάνωσης Einsatzstab Reichsleiter Rosenberg η οποία είχε σαν στόχο την ιδιοποίηση έργων τέχνης διαφόρων χωρών της Ευρώπης. Μετά τον πόλεμο, η Rose Valland συνέβαλλε καθοριστικά στον εντοπισμό και την επιστροφή πολλών έργων στους νόμιμους ιδιοκτήτες τους.

Με την εγκατάστασή της, η Maria Eichhorn, της οποίας το έργο έχει χαρακτηριστεί ως μια συνεχής «μετατόπιση και αναπλαισίωση υπαρχoυσών συμβάσεων», επιθυμεί να μεταφέρει αυτή τη γνώση και να μιλήσει όχι για τα αντικείμενα, αλλά για την «καταστροφή της ζωής» όπως λέει. Επιπλέον θέλει να προβάλλει ένα θέμα που την έχει απασχολήσει και στο παρελθόν:  τον τρόπο με τον οποίο αποκτούν τα μουσεία τις συλλογές τους.

 

Προηγούμενο άρθροΤρεις νέοι ποιητές: Αντωνίννη Σμυρίλλη, Πηνελόπη Δεληγιάννη, Σάββας Καράμπελας (του Γ. Λίλλη)
Επόμενο άρθροΑπόλυτη παράδοση (διήγημα του Νίκου Δασκαλόπουλου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ