Του Αριστοτέλη Σαϊνη.
«όταν βουτάτε το αστυνομικό μπισκότο σας
στο τσάι σας και το δαγκώνετε,
σας θυμίζει την παιδική σας ηλικία, σωστά;»
Από τη δεκαετία του ’70 μας έρχεται ένα γαλλικό νουάρ έκπληξη. Ο πρωτομεταφρασμένος στα ελληνικά Φρεντερίκ Α. Φαζαρντί (Frédéric H. Fajardie), ανήκει σε εκείνη τη γενιά των αριστερών συγγραφέων (μαζί με τον Zαν-Πατρίκ Mανσέτ, 1942-1995) που ανανέωσαν το γαλλικό νουάρ θεματολογικά και υφολογικά και το μετέτρεψαν σε μέσο κοινωνικής και πολιτικής κριτικής. Εδώ εκβάλλουν όλοι οι απόηχοι των προβληματισμών του Μάη του ’68. Εδώ αντανακλάται η αριστερίζουσα ατμόσφαιρα της εποχής. Αν για τον Μανσέτ το αστυνομικό «ήταν μυθιστόρημα βίαιης κοινωνικής παρέμβασης», ο Φαζαρντί «χρησιμοποιεί τη γραφή σαν όπλο […] δεν εκσφενδονίζει πλέον πέτρες ξηλωμένες από το καλντερίμι των δρόμων. Εκτοξεύει οβίδες» σημειώνει ο συγγραφέας Ζαν Πιερ-Κωφμάν. Βρισκόμαστε στις αρχές ενός νέου είδους, του γαλλικού «νέου αστυνομικού μυθιστορήματος» (“neo-polar”). O Μανσέτ έχει αρχίσει να δημοσιεύει από το 1971 στη μαύρη σειρά του Γκαλιμάρ: το Nada (Νάδα, Ελληνικά Γράμματα, 2007) εκδίδεται το 1973 και το Que d’os! (Τι λούκι!, μτφρ. Γιάννης Καυκιάς, Στάχυ 1996, Ελληνικά Γράμματα 2009) κυκλοφορεί το 1976. Το Φονιάδες Μπάτσων (Tueurs de flics, μτφρ. Γιάννης Καυκιάς, Οι Εκδόσεις των Συναδέλφων) είναι το πρώτο μυθιστόρημα του Φαζαρντί. Γράφτηκε το 1975, και μετά από εκδοτικές περιπέτειες βγήκε το 1979 στις εκδόσεις Phot’ Oeil και στη σειρά Sanguine. Ο πρώτος είναι ιδιαίτερα γνωστός και αγαπητός στην Ελλάδα, ο δεύτερος άγνωστος μέχρι σήμερα, αν και στη Γαλλία θεωρείται μαιτρ του είδους.
Ο Φαζαρντί γεννήθηκε το 1947 στο Παρίσι με το πραγματικό όνομα Ρολλάν Μορώ (Ronald Moreau). Γιος βιβλιοπώλη, σπούδασε Φιλοσοφία, Ιστορία και Κοινωνιολογία και άσκησε διάφορα χειρωνακτικά επαγγέλματα. Δραστηριοποιήθηκε γρήγορα στην επαναστατική Αριστερά και πήρε ενεργό μέρος στον Μάη του 1968. Παρά τη διάψευση των οραμάτων και τη συνακόλουθη μελαγχολία του αριστεριστή, ο Φαζαρντί παρέμεινε συνεπής στις θέσεις του δηλώνοντας μέχρι τέλους «ο τελευταίος μπολσεβίκος». Αρχικά συγγραφέας δεκάδων βίαιων και ανατρεπτικών νουάρ, στράφηκε γρήγορα σε μια πιο παραδοσιακή γραφή και στο ιστορικό μυθιστόρημα, πάντα προσανατολισμένος στην κοινωνική κριτική. Πολυγραφότατος διηγηματογράφος, δοκιμιογράφος και σεναριογράφος για την τηλεόραση και τον κινηματογράφο. Συνεργάστηκε, για παράδειγμα, με τον Ζοζε Πιρειρό στον «Λόγο ενός μπάτσου» («Parole de flic», 1985, με τους Αλέν Ντελόν κα Ζακ Περέν). Πέθανε σχετικά μικρός, όπως και ο Mανσέτ, το 2008, σε ηλικία 60 ετών.
Το Φονιάδες μπάτσων είναι μια σύντομη παράλογη ιστορία, δοσμένη με σκληρή γλώσσα και απόλυτη λιτότητα εκφραστικών μέσων, κοφτερό ρυθμό, μεγάλες δόσεις χιούμορ, λογοπαίγνια και πλήθος διακειμενικές αναφορές. Το οργισμένο τρίο του τίτλου δεν σκοτώνει απλά μπάτσους με κάθε τρόπο (με ψαλίδια, κλαδευτήρια, μαχαίρια, ξιφολόγχες), ενίοτε τους κομματιάζει (π.χ. με μια συσκευή οξυγονοκόλλησης), κάποιες φορές τους τρώει… Αρχικά γνωστοί στον τύπο ως «Οι Χασάπηδες», «Τρελή συμμορία» ή «Συμμορία των τεράτων», γρήγορα αποκτούν το όνομα «Φονιάδες μπάτσων». Ωστόσο, μετά τους μπάτσους σειρά έχει μια δικαστίνα και ο βίαιος ανασκολοπισμός ενός βουλευτή με ένα μπαστούνι του μπέιζμπολ. Κι όσο το κρεσέντο βίας αυξάνεται με ιλιγγιώδεις ρυθμούς ο πανικός εξαπλώνεται παντού: στις τάξεις της αστυνομίας αυξάνονται οι αναρρωτικές άδειες «σε επίπεδα ρεκόρ από την εποχή της ισπανικής γρίπης», οι βουλευτές και οι υπουργοί πιέζουν για την παραδειγματική τιμωρία των ενόχων, το κράτος και οι θεσμοί κλονίζονται. Κι ο Τύπος σιγοντάρει: «δεξί χέρι του αρχιτρομοκράτη Κάρλος η ομάδα» ισχυρίζεται μια εφημερίδα ευρείας κυκλοφορίας, «αναβίωση του Μάη του 1968» υποστηρίζει στα σοβαρά ένα περιοδικό της άκρας δεξιάς.
Ζοφερή η εικόνα του πολυπολιτισμικού Παρισιού, στα καταθλιπτικά τουλάχιστον νότια προάστιά του, όπου κινούνται οι φονιάδες. Δεν είναι μόνο οι παραμορφωμένες από μίσος φάτσες και τα ξυρισμένα κεφάλια των ακροδεξιών, οι επιθέσεις στα γραφεία του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος υπό τη διακριτική ανοχή της αστυνομίας, είναι κυρίως ο υφέρπων φασισμός των ανθρώπων της διπλανής πόρτας, στον οποίο στέκεται ο Φαζαρντί. Όλοι έτοιμοι να ενδώσουν στο σαράκι του ρατσισμού, να εκμεταλλευτούν την αδυναμία του διπλανού τους, να λυντσάρουν τον υποτιθέμενο ένοχο, να συνταχτούν αμέσως δίπλα στον ισχυρότερο… Κι από κοντά η διεφθαρμένη αστυνομία, η κατάχρηση εξουσίας και ο υπερβάλλων ζήλος της, η «βούληση για δύναμη» που δίνει στους μπάτσους την αίσθηση της ελευθερίας σε ένα κόσμο καταναγκασμών, οι «καουμπόηδες» της περιβόητης Μονάδας Έρευνας και επέμβασης της Χωροφυλακής που αιματοκυλίζουν τον τόπο αναίτια, η Διεύθυνση Εσωτερικών υποθέσεων, τα πολιτικά παιχνίδια με τα γραφεία των Υπουργών, οι σχέσεις με τον υπόκοσμο και τη μαφία, ο Τύπος και η χειραγωγούμενη κοινή γνώμη.
Όλοι πρόβατα που κινούνται μέσα στην παρισινή πλημμυρίδα τσιμέντου, ατσαλιού και αδιαφανούς γυαλιού, δίπλα σε μοναχικούς λύκους. Οι τελευταίοι θα αλληλοσπαραχτούν και τα πρόβατα θα καταγάγουν περηφανή νίκη, χωρίς καν να δώσουν μάχη, σημειώνει ο Φαζαρντί.
Και η μασκαράτα καλά κρατεί. Ένας κλόουν, λοιπόν, με τεράστια μύτη, φαρδύ καρό σακάκι και μεγάλα παπούτσια, ο Φουσκωτός της Μισελέν, και ο αρχηγός με κόκκινα χείλη σε άσπρο κοστούμι πασπαλισμένο με ακτινοβόλα αστεράκια, αρχικά, και αργότερα το τρίο ντυμένο με ελαφοτόμαρα ριγμένα στους ώμους και στεφάνια από κισσό στο κεφάλι, ή μεταμφιεσμένοι σε αρπακτικά πουλιά συνεχίζουν τις φρικιαστικές εκτελέσεις τους σε μια συμβολική Βακχεία…
Τελετουργικοί φόνοι με πρότυπο τις Βάκχες; Αυτή είναι η “εντύπωση” του αλγερινής καταγωγής αστυνόμου Μπεν Γκοσί, ο οποίος συνεχίζει τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο του Ζυσιέ παρακολουθώντας τα μαθήματα εθνολογίας των Βιντάλ Νακέ, Ντυράν και Μπεναμπού, για τη θεσμική και κοινωνική βία στην Ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα! Αφού διηγηθεί την υπόθεση της τραγωδίας στην ομάδα του συνεχίζει: «Για να επιβάλλουμε τον νόμο, παραβαίνουμε ίσως κι εμείς οι μπάτσοι έναν άλλο νόμο, ανώτερο… Κι όχι μόνο εμείς οι μπάτσοι, άλλωστε: η δικαιοσύνη, οι βουλευτές, η κυβέρνηση…» υποστηρίζει, για να εισπράξει γρήγορα την επιτίμηση του διευθυντή «Παραληρείς».
Σιγά σιγά ασήμαντες λεπτομέρειες, τυχαίες συναντήσεις, φράσεις από περίεργες μαρτυρίες μπλέκονται σε ένα τεράστιο παζλ που θα κληθεί να λύσει ο πρωταγωνιστής, ο συμπαθητικός και διορατικός αστυνόμος Παντοβάνι, καθώς ο κλοιός σφίγγει ολοένα γύρω του. Ιταλός στην καταγωγή, με φιλολογικές και ιστορικές σπουδές, έχει και αυτός τις σκοτεινές ζώνες του: την ένδοξη ιστορία του πατέρα του, που έφυγε από την Ιταλία του Μουσολίνι για να πολεμήσει στον εμφύλιο της Ισπανίας και να καταλήξει αστυνομικός, θύμα εντέλει ενός μικροκακοποιού. Τον δικό του φόνο εκδικείται ο Παντοβάνι, γιατί βέβαια δεν έγινε μπάτσος, όπως ειρωνικά δηλώνει, «για να διαλύω τις διαδηλώσεις που διαταράσσουν τη δημόσια τάξη, για να εξασφαλίζω την ομαλή λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών, για να φράξω τον δρόμο στη διεθνή μαρξιστική πανούκλα». Εξάλλου, πάντα ονειρεύεται τη στιγμή που θα πετάξει την ταυτότητα της «μπατσαρίας» στη μάπα του υπουργού και θα φυτεύει λαχανάκια στο χωραφάκι του… μέχρι τότε όμως μάλλον θα πρέπει να διαλέξει στρατόπεδο…
Με την καριέρα του να πηγαίνει κατά διαόλου, λόγω χαρακτήρα, ιδεολογίας και μεθόδων, ήδη μαύρο πρόβατο για την τυπολατρία της αστυνομίας, ουσιαστικά εξωθείται σε παραίτηση. Ωστόσο, η προσωπική του εμπλοκή στην υπόθεση των δολοφονημένων αστυνομικών και η εσωτερική του ανάγκη του να καταλάβει τα κίνητρα των δολοφόνων τον κρατά στη θέση του… Και ο ίδιος προετοιμάζεται τελετουργικά για την τελική αναμέτρηση. Πρώτα η απαραίτητη ενδοσκόπηση για να λύσει παιδιόθεν κόμπους με το παρελθόν, μετά το ξεκαθάρισμα των λογαριασμών της «καθημερινής ανανδρίας», έπειτα ο αποχαιρετισμός στους οικείους, ώστε να προσέλθει έτοιμος στην καθαρτήρια για όλους σκηνή του τέλους, τη φαντασμαγορική ένταση της οποίας θα ζήλευε και χολιγουντιανή ταινία.
Ο Παντοβάνι βαριά τραυματισμένος στο έδαφος, αντικείμενο περίλυπης παρατήρησης για τους συναδέλφους του. «Νομίζω ότι πάει, τέλειωσαν τα ψωμιά του» Είναι η τελευταία φράση που ακούει ο Παντοβάνι και με την οποία κλείνει το μυθιστόρημα. Ωστόσο, o Antonio C. Pantovani θα επιστρέψει και θα γίνει επανεμφανιζόμενος χαρακτήρας σε άλλα 5 μυθιστορήματα του Φαζαρντί. Το τελευταίο της σειράς έμεινε ατέλειωτο.
Η τριτοπρόσωπη αφήγηση εναλλάσσεται με το μάτι κάμερα του Παντοβάνι. Άλλοτε πλαγιάζει και υιοθετεί την οπτική των θυμάτων πριν από τον φόνο, άλλοτε εισέρχεται στις σκέψεις και το μυαλό των φονιάδων που οραματίζονται την κοινωνική έκρηξη που έρχεται…
***
Προς επίρρωση των ισχυρισμών μου για το ύφος και την τέχνη του Φαζαρντί υποκύπτω στον πειρασμό να παραθέσω ένα τυχαίο δείγμα γραφής. Ο μάρτυρας-κλειδί, από τον οποίο φαίνεται ότι μπορεί να εξαρτηθεί η έκβαση της έρευνας, ένας περίεργος αριστοκρατικός τύπος κλοσάρ, που για τον Παντοβάνι θα υποκαταστήσει την πατρική φιγούρα, ανακρίνεται από τον αρχιφύλακα Λαλύ, ενώ το έμπειρο μάτι-κάμερα του αστυνομικού περιγράφει:
«Ο μάρτυρας ήταν απερίγραπτος. Ο Μαρσέλ Προυστ θα μπορούσε να γράψει τέσσερις τόμους αν ήθελε να τον περιγράψει. Ήταν ένα κράμα στασιαστή ναύτη του θωρηκτού Ποτέμκιν και αποκρουστικού ζητιάνου της ταινίας “Λος Ολβιδάδος”. Κάτι σαν μνημείο μπαρόκ που έκανε νευρικές χειρονομίες μπροστά στον ατάραχο Λαλύ. Μοκασίνια κρεμ, μάλλον κλεμμένα, υπέθεσα, από κάποιον εμίρη που είχε βγει μπουρδελότσαρκα. Ας μη σταθούμε σ’ αυτά. Και δεν θα σταθώ ούτε στο παντελόνι ιππασίας τύπου Σωμύρ, μοντέλο 1898. Ούτε στο ζωστήρα του Κριεγκσμαρίνε που θα ζήλευε ως και ο Χίτλερ. Ψιλοπράγματα αυτά μπροστά στο ξεφτισμένο, καταμπαλωμένο, λιωμένο από τη χρήση κατακόκκινο μπλουζάκι… Μπόι απροσδιόριστο, ανάμεσα στο ένα και πενήντα με ένα και εξήντα χωρίς παπούτσια, πρόσωπο στρογγυλό, φωτισμένο από δύο γαλάζια μάτια, πέλματα με τις μύτες προς τα έξω, όπως οι τραβεστί της παραστρατιωτικής οργάνωσης νεολαίας του συνεργάτη των Γερμανών Πεταίν […] Στη συνέχεια, κοιτάζοντας εκ νέου τον μάρτυρα, ο υπαστυνόμος πήρε από το τραπέζι ένα κόκαλο κοτόπουλου και βάλθηκε να το κάνει κομματάκια με τους φοβερούς κυνόδοντές του. O μάρτυρας παρέμεινε ατάραχος καθ’ όλη τη διάρκεια της επίδειξης, έπειτα άδραξε ένα κολονάτο ποτήρι και το έφαγε κανονικά, αρχίζοντας από τη βάση, όπως οι φακίρηδες. Μπροστά σ’ αυτό τον απρόσμενο ανταγωνισμό, ο υπαστυνόμος ένιωσε μιαν ανατριχίλα όμοια μ΄ εκείνη που θα ένιωθε ο Στάνλευ αν αντί του Λίβινγκστον ανακάλυπτε τον Χίτλερ.»
Φρεντερίκ Α. Φαζαρντί, Φονιάδες μπάτσων, μετάφραση-επίμετρο: Γιάννης Καυκιάς, Πρόλογος: Ζαν-Φρανσουά Φοζέλ, «Το αστραφτερό ταλέντο», Οι Εκδόσεις των Συναδέλφων, σ. 170.
[…] Πηγή: oanagnostis.gr […]
[…] Περισσότερα για το βιβλίο εδώ κι εδώ. […]