Της Έλενας Χουζούρη.
Πώς μπορεί να συνδεθεί η υποβλητική και μυστηριακή αίσθηση που εκπέμπει ένα αρχαίο μαντείο και ακόμη περισσότερο η φαντασίωση της χρησμοδοτικής τελετουργίας του με την τέχνη του σήμερα; Μέσω της μουσικής, απαντά ο Γιώργος Κουρουπός, ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες συνθέτες σύγχρονης μουσικής, με το νέο του έργο Φωνή Δρυός το οποίο εμπνεύστηκε από το Αρχαίο Μαντείο της Δωδώνης και θα ακούσουμε την Τετάρτη 22 Μαρτίου, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.
« Έμεινα έκπληκτος» ομολογεί ο καταξιωμένος συνθέτης «στη θέα των μολύβδινων πινακιδίων, με τα απτά προαιώνια ερωτήματα των ανθρώπων προς στους θεούς, οι οποίοι είναι οι μόνοι που μπορούν να προβλέψουν το μέλλον και να το αποκαλύψουν στους θνητούς, μέσω των ιερέων τους.» Τα έντονα αυτά συναισθήματα τα ένοιωσε ο Γιώργος Κουρουπός όταν επισκέφτηκε το Αρχαίο θέατρο της Δωδώνης καθώς και το Αρχαιολογικό Μουσείο Ιωαννίνων, την άνοιξη του 2012. «Στον χώρο του θεάτρου» λέει «και ειδικότερα σ’ εκείνον της τωρινής βελανιδιάς, έμαθα για τη διαδικασία της μαντικής λειτουργίας καθώς και τη σημασία των φυσικών ήχων ως φορέων των πολύτιμων απαντήσεων που αποκωδικοποιούσε η Ιέρεια-Πελειάς. Ήταν σαν κάποιος να με προκαλούσε να αναπαραστήσω νοητά –και προφανώς ως συνθέτης μουσικά- αυτήν την ηχητική και πλήρη νοημάτων πανδαισία. Επιθυμία μου δεν ήταν να αναπαραστήσω την αρχαία τελετή χρησμοδότησης αλλά να εκφράσω το δέος του ανθρώπου απέναντι στο άγνωστο και την προαιώνια προσπάθεια του να βρει απαντήσεις στα βασανιστικά ερωτήματα, που όπως καταμαρτυρούν τα πινακίδια της Δωδώνης, δεν άλλαξαν από τον Όμηρο έως σήμερα». Επέστρεψε λοιπόν στην Αθήνα ο Γιώργος Κουρουπός και ρίχτηκε κυριολεκτικά στη μελέτη όσων ιστορικών και αρχαιολογικών πηγών , ελληνικών και ξένων μπορούσε να βρει για να καταφέρει τελικά να μεταπλάσει σε ήχους σημερινούς εκείνους τους αρχαίους που ένοιωσε να δονούνται μέσα του σαν τα πιο διαχρονικά και παναθρώπινα σημάδια. Μ΄έναν λόγο να αναμετρηθεί ως δημιουργός με το πιο αδιαπέραστο και συγχρόνως το πιο γοητευτικό Άγνωστο για τον απανταχού και τον πάντοτε άνθρωπο. Εξάλλου δεν είναι η πρώτη φορά που ο Γιώργος Κουρουπός απαντάει με τη μουσική στις προκλήσεις. Η ποίηση και μάλιστα ποιητών του διαμετρήματος του Καβάφη, του Ελύτη, του Εγγονόπουλου αλλά και νεότερων, υπήρξε ένα έντονα δημιουργικό πεδίο συνομιλίας του στο παρελθόν. Αλλά, μήπως και οι τελετουργίες της χρησμοδότησης δεν θα μπορούσαν να ελεγχθούν ως βαθύτατα ποιητικές;
Το νέο έργο του Γιώργου Κουρουπού που ανεβαίνει σε πρώτη παγκόσμια παρουσίαση, υποστηρίζεται εικαστικά από έργα σπουδαίων Ελλήνων ζωγράφων [Παρθένης, Παπαλουκάς, Μόραλης, Τέτσης, Γκίκας, Ψυχοπαίδης και άλλων] τα οποία θα προβάλλονται κατά τη διάρκεια της συναυλίας, με την εικαστική επιμέλεια του Τάκη Μαυρωτά, ενώ η ποιήτρια Ιουλιτα Ηλιοπούλου θα αφηγείται το κείμενο της «Παράβασης», μια σύνθεση και ανάπλαση δική της βασισμένη σε κείμενα των Αισχύλου, Πινδάρου, Ερμή Τρισμέγιστου, Κικέρωνα, Πλούταρχου, Ιάμβλιχου, Διονυσίου Σολωμοού και Οδυσσέα Ελύτη. Ακόμη θα ακούγεται μια επιλογή από αυθεντικά ερωτήματα των επισκεπτών του Μαντείου της Δωδώνης. Ο συνθέτης χαρακτηρίζει το έργο του Λυρικό Τελετουργικό Δράμα, για σοπράνο, [Άρτεμις Μπόγρη], μπάσο –αφηγητή [Τάσος Αποστόλου] και Ορχήστρα [Κρατική Ορχήστρα Αθηνών –διεύθυνση Μίλτος Λογιάδης].
Πιστός ,πάντα, στην ποίηση, αυτήν την φορά στην ομηρική, ο Γιώργος Κουρουπός παρουσιάζει μια καινούργια εκδοχή της Οδύσσειας , της μουσικής για το ομώνυμο μπαλέτο του John Neumeier, που είχε παρουσιαστεί στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών το 1995 και ακολούθησαν, η Κρατική Όπερα του Αμβούργου, και το Βασιλικό Θέατρο της Κοπεγχάγης. Γι’ αυτήν την καινούργια εκδοχή ο Γιώργος Κουρουπός λέει ότι «τα μέρη της ορχήστρας ανταποκρίνονται πιο πολύ στα στοιχεία της διήγησης, ώστε θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν «δυναμικά». Για παράδειγμα, είναι οι ηχητικές αναλογίες της θάλασσας, η οποία δεν ελευθερώνει τον Οδυσσέα από τα δεσμά της. Ή, τα μέρη της μουσικής δωματίου ανταποκρίνονται σε στιγμές ηρεμίας, όταν ο Οδυσσέας διακόπτει την περιπλάνησή του. Υπάρχουν επίσης αντιστοιχίες ανάμεσα στους βασικούς ήρωες της σκηνικής δράσης και στα όργανα σόλο». Μπορούμε άραγε να μιλήσουμε για «αφηγηματική» μουσική, η οποία δένεται ή ακολουθεί τους τρόπους της αφήγησης-ποίησης; Η ίδια η συναυλία της 22ας Μαρτίου θα μας δώσει την απάντηση, εκτός βέβαια από την αισθητική απόλαυση.
Έλενα Χουζούρη