Μονόχειρας μασέρ

1
790

 

 

Του Σταύρου Χατζηθεοδώρου.

Νιώθω σαν τον μονόχειρα μασέρ – που θα έλεγε και ο φίλος από την Σαλονίκη – κάθε φορά που ανοίγω ένα βιβλίο, γραμμένο για να διαβαστεί από παιδιά. Αποφεύγω τον όρο “παιδική λογοτεχνία” καθότι την τελευταία τριακονταετία έχει υποστεί πάμπολλους βιασμούς. Επίδοξοι μεγαλοσυγγραφείς, απάντρευτες μεγαλοκοπέλες, καλοσυνάτοι εκπαιδευτικοί με μεταπτυχιακούς τίτλους, μεσόκοπες κυρίες με διπλά ονόματα στοιβάζονται στη λεωφόρο της ματαιοδοξίας. Η βιομηχανία του βιβλίου στα χέρια ανθρώπων που πάσχουν από πνευματικό ανεμογκάστρι. Το ενοχικό σύνδρομο του γονέα – απαίδευτου μικροαστού νεοέλληνα της εποχής της ευμάρειας – προσέφερε την ψυχή του παιδιού βορά στα χέρια αστοιχείωτων συγγραφέων. Αυτές τις σκέψεις πάλευα μέσα μου, στο λεωφορείο, καθώς επέστρεφα με τα παιδιά της τάξης μου από μια συνάντηση με κάποια “περισπούδαστη” συγγραφέα παιδικών βιβλίων. Αφού της κάνανε το βίο-αβίωτο γιατί αρνούνταν να παρακολουθήσουν – τα κακομαθημένα – την βαρυσήμαντη ανάλυση του βιβλίου της, την αποχαιρέτησα εύχαρις που για μια ακόμα φορά είχα επαληθευτεί. Διδακτισμός, βαρεμάρα, φλυαρία, αστοχασιά, επιτηδευμένος παλιμπαιδισμός. Ανέβηκα στην τάξη. Είχα μια ώρα μάθημα ακόμα. Ακούμπησα τους αγκώνες μου στην έδρα σαν να ήμουνα Δευτέρα βράδυ στην μπάρα του “Garage”. Έβγαλα από την μέσα τσέπη του παλτού μου “το φυλαχτό”. Πάντα κουβαλώ ένα βιβλίο να με φυλάει από κακό μάτι και ξεπεσμένους έρωτες. Περιπολών, περί πολλών τυρβάζω. Γιώργος Σκαμπαρδώνης. Ανθρωπογεωγράφος της συμπρωτεύουσας, άξιος συνεχιστής της λογοτεχνικής της παράδοσης, ο σημαντικότερος Έλληνας διηγηματογράφος – για μένα. -Τι βιβλίο είναι αυτό κύριε; με ρωτάει η Ιωάννα από το πρώτο θρανίο. -Δεν είναι για εσάς, είναι για μεγάλους, απαντώ σχεδόν κοφτά. -Μα αφού στο εξώφυλλο έχει ένα σκύλο κύριε, πετάγεται ο Χρίστος χωρίς να πάρει τον λόγο. Έχουν παρατήσει όλοι τις ζωγραφιές τους και ζητάνε να τους διαβάσω κάτι από το βιβλίο, τα παιδιά έχουν αισθητικό κριτήριο, σκέφτομαι. Θα δοκιμάσω. Βάλτε να πάνε, πήγανε – που λένε και στα ζάρια. Η λογοτεχνία δεν κομματιάζεται σε ηλικίες. Αυτά είναι μπαγαποντιές των επιτήδειων. Πάντα χλεύαζα στα οπισθόφυλλα των βιβλίων την ένδειξη: Για παιδιά 5-6, 9-11, εφήβους και νέους. Μου έρχεται στο νου πόσο περήφανος ένιωθα όταν σε ηλικία 11 χρόνων – σε ένα χωριό κάπου στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα – είχα διαβάσει το “Ο Χριστός ξανασταυρώνεται”. Έτυχε εκείνη την εποχή να παίζεται σαν σίριαλ στην ΕΙΡΤ και με ρωτούσε όλη η γειτονιά να μάθει την συνέχεια επειδή μόνο εγώ κατείχα το μυστικό του τέλους. Αρχίζω την ανάγνωση. “Ο Σποκ της Αερολέσχης”. Ένα διήγημα στις παρυφές του μαγικού ρεαλισμού. Ένας έρωτας δύο σκύλων που περιπλανούνται μόνοι τους σε λεωφορεία και αεροπλάνα. Οι λέξεις δραπετεύουν από τις σειρές τους, ίπτανται στην αίθουσα πότε “ταπεινές και διαπεραστικές”, πότε “οικτίρμονες και θρηνώδεις” και πότε “εξορμητικές και επιθετικές” φωτίζοντας τα πρόσωπα των παιδιών. Απόλυτη ησυχία. Τα μάτια των παιδιών έκθαμβα και χαύνα. Χτύπησε το κουδούνι και είδα τα παιδιά για μερικά δευτερόλεπτα συνεπαρμένα. Για κάτι τέτοιες στιγμές αξίζει η δουλειά μας! Θερμή παράκληση στους κατά φαντασίαν γραφιάδες: Αφήστε τα παιδιά στους λογοτέχνες. Οι υπόλοιποι βγάλτε βόλτα τον σκύλο σας ή φτιάξε κομπολόγια για κουλούς. Καθώς κλείνω την αυλόπορτα του σχολείου, γελάω μόνος μου. Θυμάμαι τον Βάρναλη που όταν του πήγαινε κάποιος φέρελπις λογοτέχνης να κρίνει τα γραπτά του, του έλεγε: “Πήγαινε πρώτα να ******, να το ευχαριστηθείς και μετά ξεκίνα να γράφεις.

 

Προηγούμενο άρθροO A’ παγκόσμιος πόλεμος στη λογοτεχνία
Επόμενο άρθρο6 Μαρτίου: Παγκόσμια Μέρα Βιβλίου της UNESCO

1 ΣΧΟΛΙΟ

  1. Μ΄άρεσε πάρα πολύ το άρθρο σας. Εχω σκυλοβαρεθεί να διαβάζω στ’ανηψάκια μου όλες αυτές τις πανάκριβες εικονογραφημένες κουταμάρες. Προτιμώ τα παραμύθια των Γκριμ του Αντερσεν ότι τέλος πάντων έχει περάσει την βάσανο του χρόνου αν μη τι άλλο. Το ίδιο δεν ισχύει και στο “παιδικό” θέατρο? Τα παιδιά μπορούν να παρακολουθήσουν θέατρο από όταν κατακτήσουν τον λόγο και την ικανότητα να κάθονται σε μια καρέκλα επί μία ώρα. Οι δικοί μου με πήγαιναν στην Επίδαυρο (ήταν και ωραία εκδρομή) από έξι χρόνων, αλλά και σε πρόζες και σε κωμωδίες. Δεν θυμάμαι να δυσανασχετώ! Αντιθέτως!

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ