Του Αλέξανδρου Αραμπατζή.
1.-
Καθώς πολλές φορές ξεχνιέμαι και μιλάω μόνο
για τον εαυτό μου ο Βούδας μου στρίβει το αυτί
και αρχίζει τον εξάψαλμο
Μα στα καλά σου νομίζεις πως μόνο εσύ καθορίζεις το κοσμικό σχέδιο αφελή και ανώφελε μπίτνικ;
Βυθίσου ταπεινέ γραφιά στον απύθμενο καθρέφτη
της ηρακλείτειας αιώνιας ροής και συλλογίσου πως
δεν είσαι παρά ένας σκούληκας στην κοπριά του κόσμου.
Δεν είμαι παρά ένας σκούληκας στην κοπριά του κόσμου;
2.-
Μα γιατί τότε δάσκαλε μέσα στο άσπρο μου κορμί κυλάει φρέσκο αίμα;
Ή γιατί η ψυχή μου γκρεμίζεται σαν καταρράκτης μπρος στο άσπρο της κορμί που με δονεί σαν ηχητικό κύμα;
Αλήθεια, δάσκαλε, βρίσκεις πως η ζωή μου είναι παροπλισμένη σκιά μπρος στη θανάσιμη σκιά μιας θρυαλλίδας;
Βρίσκεις πως η ζωή μου λοξοδρόμησε από τις ιδεώδεις ΄Αλπεις στον χθαμαλό Κορύλοβο με την ανεμυαλιά μιας χωρικής παρθένας και από το ορειβατικό κρεσέντο ανόητα σύρθηκε στην πεζοπορική αργοπορία;
΄Ολες οι πλάνες μου λοιπόν έχουν τον ίδιο πατέρα και μητέρα;
Κι αν την καθεμία μου ημέρα φωτίζει ένας μυστικός ιστότοπος μην είναι η μοίρα μου να φαγωθώ από βουλιμικούς τερμίτες – ηλεκτρόνια;
Και μήπως τα λεκτικά μου παίγνια είναι παρακαταθήκη για μελλοντικά γενετικά παράδοξα;
Κι αν δεν ξέρω τι λέω είναι γιατί με τροποποιήσανε οι λέξεις;
Τσιγγάνοι, ακροβάτες, μουσικοί, σαλτιμπάγκοι, ηθοποιοί όλοι μαζί μου υποκριθήκανε χάριν μιας άσωτης Ευριδίκης;
Α ώστε δάσκαλε δεν κουβανώ λοιπόν πάνω μου ψυχή
μα κουβανώ ψυχρό μετάλλευμα;
3.-
Και οιμέ πάνωθέ μου οι βάσκανες κάμερες των θεωρείων πόσο με ταράξανε
Και πριχού το γερακίσιο μάτι τους σημαδέψει τον τράχηλο της πρώτης μέρας και
βιδώσει στην tabula rasa το πολυώνυμο σπειροειδές σημαίνον της δεύτερης μέρας
ιδού τα χαμπέρια από την υπερσιβηρική χερσόνησο της τρίτης μέρας
Στάση και Επαναστροφή
4.-
ΙΣΩΣ ΑΝΟΗΤΑ ΠΙΣΤΕΨΑ ΔΑΣΚΑΛΕ ΠΩΣ ΗΜΟΥΝ Ο ΜΟΝΟΣ ΜΥΣΤΗΣ που συνέλεγα τα σκοτεινά χωρία του Ηράκλειτου και τ΄ αφισοκολλούσα σε έρημους δρόμους και σε παρόδια πανδοχεία καθώς
Πίσω μου φουριόζοι συβαρίτες να σβήσουν τα ίχνη πορείας μου καραδοκούσαν
΄Οταν ωστόσο κρεωβόροι και σαρκών ακόρεστοι Λοντρέζοι και αφράτοι Παριζιάνοι πετσόκοβαν τα όρνια για να τα ρίξουν στο πιάτο μου σαν δόλωμα εγώ απαξαρχής αρνήθηκα τον κορεσμό
Από το Σάο Πάολο ως τη Μπανγκόγκ και από την Κορσική ως τη Νέα Ορλεάνη μέσα μου όλες τις τύχες τις ταξίδεψα σπιθαμή με σπιθαμή για να φορτωθώ στη ράχη μου τ΄ ανταριασμένα όνειρα
Και μες σε θεομηνίες και λιμούς ο κάθε μου λυγμός αντήχησε στα πέρατα της γης σαν σάλπισμα σφοδρής αψιμαχίας
Και δίπλα μου πλήθος τα έλεος έλεος και δίπλα μου άγρια βοή και αντάρα και δίπλα μου πιστές η ΄Ερις και η Προδοσία
Και δίπλα μου Ο Βούδας να μετρά τα δάκτυλά του και να τα βρίσκει πάντα δέκα και να μετρά τη μύτη μία τα μάτια δύο τ΄ αυτιά δύο τα δάχτυλα δέκα
Κι όλα αυτά καλομετρημένα σα μνήμες κι όχι κακομετρημένα σαν πράγματα
Κι όλα αυτά συναρμοσμένα με την περισπούδαστη λαγνεία των καιρών που μες στον εωσφορικό κλοιό φωλιάζει ήρεμη σαν ψύχος πολικό
Κι όλα αυτά σε παράλληλη πορεία με το άπειρο που στην εξωκόσμια άβυσσο επιταχύνει την κοσμική αλληγορία
Αλέξανδρος Αραμπατζής