Μνήμη,ο μέγας καταδότης

0
323

Της Ευτυχίας-Αλεξάνδρας Λουκίδου.

 

Θεσσαλονίκη – Αθήνα, με την αμαξοστοιχία των 7:04 το πρωί κι εγώ με τον γνωστό εξοπλισμό για την περίσταση, κουλούρι Θεσσαλονίκης, καφέ ελληνικό και τα απαιτούμενα βιβλία δίπλα μου, άλλα που έπρεπε κι άλλα που ήθελα να τα διαβάσω. Ήτανε βλέπετε και η επιστροφή. Ξεκίνησα με τον «Ανακριτή» του Μιχαηλίδη, γιατί μου φάνηκε μικρό και είπα πως ως τη Θήβα θα το ’χω τελειώσει. Έλα όμως που κάποια βιβλία αποφασίζουν εκείνα πότε θα τα τελειώσεις, αφού σιγουρευτούνε πρώτα πως πρόλαβαν αυτά να σε αποτελειώσουν. Και σιγά μη μ’ άφηνε ο «Ανακριτής» εγώ να τον ανακρίνω. Βίωνα πλάνην οικτρά. Καθ’ όλη τη διάρκεια της ανάγνωσης είχα την αίσθηση ότι εκείνος με ανέκρινε βάζοντάς με να αποφασίσω ποια είναι τα όρια, τα σύνορα μ’ άλλα λόγια της ονειρικής ζωής και της εφιαλτικής πραγματικότητας, πού τελειώνει η φαντασίωση και πού αρχίζει η ψευδεπίγραφη ωστόσο αλήθεια. Μία νουβέλα που μέσα από σπειροειδή αφήγηση ανατέμνει τον παραλογισμό της εξουσίας, υποβάλλοντας αλλεπάλληλα ερωτήματα που λειτουργούν ως διαδοχικές επιστρωματώσεις για το παλίμψηστο της Ιστορίας με γιώτα μικρό αλλά και με γιώτα κεφαλαίο. Όταν ο Κάφκα δήλωνε πως «είμαστε αποκαΐδια αυτών που ζήσαμε», μιλούσε οπωσδήποτε για την ιστορία με γιώτα μικρό, όταν όμως ο Γιώργος Καφταντζής δίνοντας τον ορισμό του για την Ποίηση έλεγε ότι «Ποίηση είναι ένα παράθυρο, για να βλέπουμε από ένα υπόγειο που σιωπούμε», τότε αναφερόταν στην Ιστορία με γιώτα κεφαλαίο, στην ιστορία της ίδιας της ανθρωπότητας που, αν και έγκλειστη στο υπόγειο των ποικίλων εκούσιων ή ακούσιων συμβιβασμών, συνωμοτεί με την Τέχνη και επινοεί παράθυρα. Αυτές οι δύο Ιστορίες λοιπόν εμπλέκονται, με αποτέλεσμα ο Μιχαηλίδης να αποφασίζει ως πράξη αντίστασης να αναπαραστήσει μέσα από την εμπνευσμένη μυθοπλασία μια εσωτερική πάλη, που διεκτραγωδείται ωστόσο σε ιστορικό χρόνο ευκίνητο. Κι αυτό συμβαίνει φυσικά με την πολύτιμη βοήθεια του πρωθύστερου αλλά και του μεταγενέστερου. Έτσι, παρουσιάζεται άλλοτε ο παρελθοντικός χρόνος με αναδρομές της μνήμης στα χρόνια πριν τη Χούντα -στη σύλληψη του ήρωα τόσο στην Κύπρο όσο και στην Ελλάδα- άλλοτε ο μέλλοντικός του μύθου χρόνος που τοποθετείται στο 1987, με ενδιάμεσο σταθμό όλων αυτών τον παρόντα χρόνο της αφήγησης, ο οποίος και τοποθετείται στα 1975. Συγκεκριμένα, κάπου μετά την 23η Δεκεμβρίου, μέσα σε ένα διήμερο, σε 48 μόλις ώρες δηλαδή, εκτυλίσσεται η ιστορία μας και μάλιστα στο στενό χώρο ενός κελιού. Μια παραλλαγή του υπογείου όπου σιωπούμε του Καφταντζή ή του άλλου, εκείνου του Ντοστογιέφσκι.

Το χρονικό πλαίσιο βέβαια παραπέμπει έμμεσα και υπαινικτικά στη δολοφονία του Αμερικανού πράκτορα Ρίτσαρντ Γουέλς -σταθμάρχη της CIA στην Ελλάδα και ειδικού βοηθού του αμερικάνου πρέσβη Τζακ Κιούμπιτς- από την πρωτοεμφανιζόμενη τότε «Επαναστατική Οργάνωση 17 Νοέμβρη», η οποία και ανέλαβε την ευθύνη της δολοφονίας. Ωστόσο, αναφορικά με το συγκεκριμένο βιβλίο δε θα ’λεγα πως πρόκειται για άλλη μια απόπειρα απόδοσης της αντίστασης της γενιάς του Πολυτεχνείου, για μια ακόμη αφηγηματοποίηση της νεοελληνικής ιστορίας με την παράθεση των πρόσφατων γεγονότων της Απριλιανής επταετίας, της Κυπριακής τραγωδίας και της Μεταπολίτευσης. Η φρίκη, όπως ξέρουμε, δεν είναι πάντοτε υπόθεση εξωτερική, αφού συχνά το ιστορικοκοινωνικό πλαίσιο λειτουργεί ως το απαιτούμενο κέλυφος άλλοθι, το αναγκαίο περίβλημα πρόφαση, προκειμένου να μνημειωθεί ο προσωπικός εφιάλτης, η εσωτερική απόγνωση και ο αυτοβασανισμός.

Συνεπώς, η χρονική διαπλοκή στην περίπτωσή μας δεν είναι απόρροια ενός αφηγηματικού τεχνάσματος του συγγραφέα, αλλά έμμεσο σχόλιο της ψυχικής αναστάτωσης που παλινδρομεί και μπαινοβγαίνει από το βιωμένο χτες στο αμφιλεγόμενο τώρα, μια παράλληλη και σε δύο επίπεδα δράση του νου, μια απόδραση εύρημα που διακρίνεται για τις έντονες διαισθητικές της δυνατότητες.

Και τι εννοώ; Απλώς, ότι πάνω που αρχίζει να ασφυκτιά η ψυχή, επινοεί σωσίβια, ζωγραφίζει παράθυρα στο σκοτεινό υπόγειο, παράθυρα που βλέπουνε σε ανοιχτωσιές και κρύβουν το σκοτάδι. Ο ήρωάς μας -θύμα και θήραμα μαζί- συλλαμβάνεται ως ύποπτος για την απαγωγή ενός βιομηχάνου, ενώ ανυποψίαστος περιμένει με ένα τριαντάφυλλο στο χέρι την αγαπημένη του στο πρώτο τους ραντεβού στο πάρκο. Έτσι, λοιπόν, τελείως ξαφνικά βρίσκεται κουστουμαρισμένος και έκπληκτος, δεμένος πισθάγκωνα σε σκοτεινό και άθλιο κελί, σ’ ένα πραγματικό εργοτάξιο της φρίκης, όπως θα αποδειχτεί παρακάτω. Αδίκως πολεμά να βάλει μία τάξη στο μυαλό του, να ανακαλύψει υπεύθυνους, να συνδυάσει γεγονότα, να βρει κάποια αόρατη κλωστή απ’ το χτες, που να τον πάει στο τώρα. Ανάγκη επείγουσα να ανασυγκροτηθεί το ταραγμένο του μυαλό, να καταλάβει, να αναθεωρήσει, να ξανακάνει αν χρειαστεί κάποια αναδιανομή των ρόλων. Ποιος προβοκάτορας περνιόταν μέχρι τώρα φίλος, ποια ήταν εκείνη που αγαπούσε και τόσο έντεχνα του έλεγε πάντοτε να προσέχει, πότε πρωτάρχισαν τα γεγονότα; Εκείνος ήταν απλώς ένας απόφοιτος της Φιλοσοφικής, ένας ανεπαρκής τσιλιαδόρος «τότε που τον συνεπήραν οι όρκοι και τα Ζήτω στα αμφιθέατρα. Σόλωνος και Μασσαλίας…» ή, για να πούμε τα πράγματα με τ’ όνομά τους, ένας ασήμαντος κομπάρσος στην αντιστασιακή δράση, κάποιος που ερωτεύτηκε απλώς την κόρη του Πτεράρχου, που τον ερωτεύτηκε απλώς η σύζυγος του Πτεράρχου, η Αντιόπη, και εξαιτίας ενός φακέλου του στην Ασφάλεια τώρα βρίσκεται στην απομόνωση ενός κελιού και κατηγορείται για αντεθνική και εγκληματική δράση.

Για να δοθεί μια επαρκής εξήγηση σ’ όλον αυτό τον παραλογισμό, αρχίζει τις λυτρωτικές αναδρομές της μνήμης, κάτι σαν μίνι εκδρομές στο παρελθόν, μια και το παρόν δεν του εξασφαλίζει παρά φόβο, αβεβαιότητα και ένα αλληλοσυγκρουόμενο παζλ πιθανοτήτων και ασαφών ενδεχομένων που, αντί να του φωτίσουν τα σκοτάδια, τον βυθίζουν ολοένα και πιο βαθιά στο κακό όνειρο που ζει. Μα πρέπει εξάπαντος να οργανώσει την υπεράσπισή του, να αποδείξει την αθωότητά του, να βγει μια ώρα αρχύτερα από το σκοτεινό κελί που το στοιχειώνουν οι εφιάλτες των βασανιστηρίων. Ο φόβος για τη βία του εξουσιαστή απέναντι στον εξουσιαζόμενο, η ιδιότυπη πάντοτε σχέση θύματος και θύτη, το απάνθρωπο περιβάλλον με τον ψυχολογικό και σωματικό του εξαναγκασμό και η θολή φιγούρα του ανακριτή που βρίσκεται μονίμως στο σκιόφως, «αμίλητος, διάφανος, καρτερικός», δεν είναι παρά το αναγκαίο πλαίσιο όπου σκιαγραφείται και συμβολοποιείται εντέλει το δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης του έργου. Χρειάζεται σαν να λέμε ένα σκηνικό, με τα σανίδια του, τα έπιπλα, τους πρωταγωνιστές του, για να μπορεί να υφίσταται κυρίαρχο κι επιβλητικό ένα άλλο σκηνικό που περιέχει αλλά και περιέχεται στο πρώτο, ένα υπέδαφος τυραννικό που λειτουργεί ενίοτε και σαν υποβολείο. Το ιστορικό πλαίσιο συνεπώς της αφήγησης είναι προσχηματικό. Έτσι λοιπόν το παραισθητικό εμπλέκεται αριστοτεχνικά με το πραγματικό, η επινόηση κι η ιδεοληψία με την αμείλικτη φρίκη που ο ήρωας βιώνει. Μόνο που η εναλλαγή των χρόνων με τον εξουθενωτικό τρόπο της σύνδεσης και αποσύνδεσης ουσιαστικά κατορθώνει το παράδοξο. Και ποιο είναι αυτό; Μα να φορούν τα προσωπεία πρόσωπα, αντί για το αντίστροφο. Χρειάζεται οπωσδήποτε δηλαδή μία αλήθεια φανερή, για να μπορεί να υποδυθεί την άλλη αλήθεια την κρυμμένη. Και μια και είπαμε πρόσωπα:

Υπάρχουν άλλα δύο πρόσωπα με τα οποία έρχεται σε επαφή ο ήρωάς μας. Είναι ο νάνος και ο βασανιστής ή αλλιώς επιστήμονας που εισβάλλει σε άτακτα χρονικά διαστήματα στο κελί και αδειάζει επάνω του έναν κουβά με ακαθαρσίες. Αυτά τα πρόσωπα εμπλέκονται με άλλα του παρελθόντος τον Ζήση της Συντονιστικής, την Ηρώ, τον Ηρακλή, τον Τρικαλινό, τον Αστέρη, φιγούρες που ίσως κρατούν στα χέρια τους τη λύση του αινίγματος ή έστω ένα μικρό φακό ικανό να φέξει και να διαλευκάνει τον λαβύρινθο, όπου έχει εγκλωβιστεί. Καλείται, μάλιστα, να κάνει ταχύτατες αναδρομές, μήπως και ανακαλύψει μέσα απ’ τους παραισθητικούς συνειρμούς του, στοιχεία εκούσιας ή ακούσιας συμμετοχής δικής του στον παραλογισμό που βιώνει. Ταχύτατες, γιατί είναι απροσδιόριστη η χρονική στιγμή της εισβολής του νάνου με τον κουβά, προκειμένου να παιχτεί το έργο του ακατανόητου εξευτελισμού του, ή μέχρι να ξαναφανεί ο σιωπηλός ανακριτής-σκιά που θα ολοκληρώσει το Καφκικό σκηνικό της παραζάλης του. Ανιστορεί λοιπόν με άλματα επιδέξια της μνήμης όλη την πρότερη ζωή του ή μάλλον τα σημεία εκείνα που ίσως να ευθύνονται για την αδιανόητη τούτη πλεκτάνη σε βάρος του. Αναζητώντας τον προδότη και με βασανιστικές εισχωρήσεις στο βιωμένο παρελθόν, επιχειρεί να ανασύρει επαρκείς δικαιολογίες για την οικτρή ταλαιπωρία που υφίσταται. Μια λίγο πιο διεισδυτική ματιά ωστόσο θα διαπίστωνε ότι το κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας δεν είναι ο ήρωας, ούτε και ο ανακριτής αλλά το ίδιο το μυαλό του ήρωα και η τρικυμία που συντελείται σε αυτό.

Και ούτε το σκηνικό είναι αυτό ακριβώς το σκοτεινό κελί αλλά η συγκεχυμένη διάνοια του έγκλειστου που συνωθούνται μέσα της βιώματα προσωπικά, φοβίες και επώδυνες φαντασιώσεις. Το ενδεχόμενο της επερχόμενης βίας συνεπώς δρα καταλυτικά στο λογικό του, που αποφασίζει να οργανώσει την αντίστασή του με έντεχνο τρόπο, απόλυτα ποιητικό. Τι κάνει λοιπόν; Αποφασίζει να βγαίνει σε τακτά χρονικά διαστήματα από το σώμα του, για να αντέξει το αποτρόπαιο βίωμα του κελιού δημιουργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο ο ίδιος την ψευδαίσθηση όχημα που θα τον μεταφέρει στην έξω από το σώμα του εποπτεία του χώρου αλλά και της ζωής του. Γράφει: «Να προσέχει. Κι αν είναι δυνατόν να βγαίνει πιο συχνά από το σώμα του. Να εγκαταλείπει τη σάρκα και τα οστά του κι έτσι, ασώματος, να κοιτά από πολύ ψηλά. Να εποπτεύει, να είναι ή να νομίζει -δεν έχει σημασία- πως είναι ο κυρίαρχος ενός κόσμου, που εξακολουθεί να είναι δεμένος πισθάγκωνα.»

Με το σκηνοθετικό αλλά και ψυχολογικό αυτό εύρημα διατηρεί τις αναγκαίες αποστάσεις από τη ζοφερή πραγματικότητα αποφασίζοντας να αποκτήσει με αυτήν σχέσεις παρατηρητή που απεκδύεται σταδιακά τα ποικίλα στρώματα του «εγώ», στοχεύοντας όχι απλώς στη συναισθηματική του απεμπλοκή από το αδιέξοδο αλλά πιότερο στην αναγωγή της ατομικής περίπτωσης σε πρόβλημα καθολικό.

Έτσι λοιπόν όταν αιωρείται και αντικρίζει από ψηλά το καθηλωμένο σώμα του δεμένο στην καρέκλα, παύει πλέον να ταυτίζεται με το ταλαίπωρο τούτο ον, καθώς στη θέση αυτή βλέπει πια έναν κόσμο ολόκληρο, μιαν ανθρωπότητα πισθάγκωνα δεμένη. Άλλοτε, φαντασιώνεται πως είναι αερικό, πως διαπερνά την υγρή οροφή, τους ενδιάμεσους τοίχους και βρίσκεται έξω ελεύθερος.

Η επινόηση των ασώματων μετεωρισμών, της φανταστικής απόδρασης του άσαρκου εαυτού του που επαναλαμβάνεται πολλές φορές από το θύμα, μου θύμισε το ποίημα του Ορέστη Αλεξάκη Η δίκη από τη συλλογή «Θίασος στην εξέδρα».

 

Σημειώνω ορισμένα αποσπάσματα:

 

«Αίθουσα παγερή σκοτεινιασμένη. Γύρω μου βλοσυρές φυσιογνωμίες. Ριγμένος στο σκαμνί μου περιμένω. Έδρανα δικαστών αντίκρυ απ’ όπου κέρινα πρόσωπα το χώρο κατοπτεύουν. Στο κάδρο ένας περίλυπος Ιησούς που με κοιτάζει με θλιμμένο βλέμμα. Κάποιοι -δεν ξέρω ποιοι- θα με δικάσουν. Πίσω μου νιώθω το λαό -τον όχλο- με την κραυγή στα δόντια σταυρωθήτω. Άγνωστοι μάρτυρες εκθέτουν τα συμβάντα, μα ωστόσο εγώ δεν εννοώ τι λένε, γιατί μιλούν σε άγνωστή μου γλώσσα (……)  Με βήμα αργό και τελετουργικό δυο που φορούν κουκούλες με πλησιάζουν. Μα εγώ είμαι πια πολύ μακριά. Πολύ βαθιά μες στο γαλάζιο μέλλον. Σε μια πλαγιά με κόκκινες μηλιές κι αστραφτερές σαν ήλιους ορτανσίες. Ακούγοντας και πάλι εκστατικός το νοερό μου κουαρτέτο εγχόρδων».

 

Η ποίηση μάλιστα στον «Ανακριτή» επανέρχεται συχνά σε μια συνομιλία, σ’ ένα ανοιχτό διάλογο που επιχειρεί ο Μιχαηλίδης με ποιήματα δικά του αλλά και άλλων όπως του Σινόπουλου, του Σεφέρη, του Καβάφη, του Ρίτσου, καθώς και πεζογράφων όπως του Στρατή Δούκα.

 

Ο Μιχαηλίδης είναι κατεξοχήν γλωσσοκεντρικός συγγραφέας, καθώς διακονεί τη γλώσσα με περισσή φροντίδα και κόπο, κατάκτηση υψηλή που άπτεται του ποιητικού και ταυτόχρονα του απόλυτα στοχαστικού λόγου.

 

Γράφει αναφερόμενος στην ανυπόφορη δυσοσμία του κελιού: «Σκέφτηκε μια πολιτεία δίχως όσφρηση… Τέτοιες απόπειρες τον έβγαζαν έξω από την τροχιά της πραγματικότητας. Δεν ήταν βέβαια σπουδαία τολμήματα, ωστόσο τον έφερναν σ’ ένα χώρο μυστικό, σε μιαν ηδονική περιπέτεια, όπου το άλγος αμβλύνεται και επιτέλους αποξεχνιέται. Ναι. Η αίσθηση πως τα πράγματα δεν εκπέμπουν πια καμία απολύτως μυρωδιά, υπονομεύει τις σχέσεις με αυτά, καθώς αποσυνδέεται από το λώρο που τις γεννά. Γιατί η κατ’ αίσθησιν αντίληψη των πραγμάτων είναι η πηγή που μέσα από αυτήν η ψυχή πρωτογενώς ψηλαφεί το σύμπαν της γνώσης»

 

Τώρα, η αφήγηση που συντελείται σε τρίτο πάντοτε πρόσωπο, υπαινίσσεται πότε τον παντογνώστη αφηγητή και πότε τον ίδιο τον ήρωα ο οποίος, με την εξομολογητική του διάθεση στο πλαίσιο φυσικά του εσωτερικού μονολόγου, κατορθώνει την αποσπασματική και ελλειπτική απόδοση προσώπων και γεγονότων σε ένα χρονικό και τοπικό πλαίσιο απόλυτα διεσταλμένο. Ωστόσο, μια λίγο πιο προσεκτική ματιά θα ανακαλύψει πως μέσα από τυχαίες φαινομενικά επαναλήψεις και διάσπαρτες αθώες αναφορές σε λεπτομέρειες παρέχονται κρυφά τα μυστικά κλειδιά της ιστορίας, τα κομματάκια που θα ολοκληρώσουνε το παζλ της λύσης του αινίγματος. Ένα από αυτά τα αντικλείδια βρίσκεται κρυμμένο στην επαναλαμβανόμενη έκφραση «Ο άλλος… ο άλλος…», άλλο στην αναφορά των δημίων ως «νάνος»«επιστήμονας» καθώς και στην περιγραφή ενός αλλιώτικου ανακριτή που ούτε γιγαντόσωμος ήταν ούτε κάπνιζε ούτε είχε τα μανίκια του σηκωμένα. Αντ’ αυτών, αμίλητος και πάντα στο σκιόφως έφτανε κάποτε στο σημείο -σύμφωνα πάντα με το θύμα-ήρωά μας- να εισχωρεί «μέσα απ’ τις γρίλιες του μυαλού του», να διαβάζει ακόμα και τις σκέψεις του, προκειμένου να ανακαλύψει μέσα από τις αναδρομές στη μνήμη του στοιχεία ενοχοποιητικά από το παρελθόν του. Θα πει: «Ναι, διαβάζανε και οι δυο από το ίδιο το βιβλίο.» «Επομένως, τώρα έπρεπε να τιθασεύσει τα καμώματα της μνήμης κι αν είναι δυνατόν να την αποκοιμίσει.»

Έτσι λοιπόν στη νουβέλα αυτή και προχωρώντας στην ανάγνωση, το υπόγειο κελί μετατρέπεται, μεταμορφώνεται κυριολεκτικά σε ένα υπόγειο μνήμης και ασυνειδήτου, όπου μέσα από τον καταιγισμό εικόνων του παρελθόντος χτίζεται και ξαφνικά εγείρεται ο ίδιος ο εφιάλτης, αυτός που βιώνεται, όταν το ταξίδι στα έγκατα της αυτογνωσίας αποκτά διαστάσεις χειρουργικής επέμβασης χωρίς αναισθητικό.

Ώσπου ο ανακριτής ή έστω η σκιά του Ανακριτή, δεν είναι παρά η ενσάρκωση του ίδιου του τού φόβου. Μόνο που σελίδα τη σελίδα, κεφάλαιο το κεφάλαιο ο ανακριτής από πρόσωπο γίνεται ρόλος, που πλέον δεν ανήκει στον στυγερό εκτελεστή της εξουσίας αλλά ρόλος που τώρα πια τον παίρνει ο ίδιος ο ήρωάς μας, το αναίτια έγκλειστο θύμα το οποίο και ανακρίνει ανελέητα τον ίδιο τον εαυτό του.

Ο Νικολάι Μπερντιάγεφ αναφερόμενος στο «Υπόγειο» του Ντοστογιέφσκι έγραφε:

«Η ανθρώπινη φύση είναι ακραία, αντινομική και παράλογη. Ο άνθρωπος φέρει μέσα του μιαν ακαταμάχητη έλξη προς το παράλογο, προς την αχαλίνωτη ελευθερία, προς την οδύνη. Δε συμβιβάζεται με μια λογική οργάνωση της ζωής. Θέτει την ελευθερία υπεράνω της ευτυχίας. Η ελευθερία  όμως δεν είναι η κατίσχυση της λογικής επί του ψυχικού στοιχείου. Όχι, είναι μια ελευθερία στο έπακρο παράλογη, παρανοϊκή, που παρασύρει τον άνθρωπο εκτός των ορίων που του έχουν προσδιορισθεί. Βασανιστήρια και καταστροφή αυτά είναι που λατρεύει ο άνθρωπος».

 

Διαβάζοντας τον «Ανακριτή» αυτή την ιδιάζουσα εμπειρία ιδεοληψίας, νοσηρότητας και απόγνωσης ένιωθα την αμφιβολία να έχει ρυθμό ταχύτατο και να δίνει εκείνη τον τόνο στην αφήγηση, έναν τόνο λαχανιαστό, εκ πρώτης όψεως παράφωνο μες στην ασυμβατότητά του αλλά και τόσο καίρια υποστηρικτικό της όλης δομής του έργου.

Τα αυτονόητα ανά πάσα στιγμή υπό αίρεση, οι προδοσίες και οι πλεκτάνες ένα άλλοθι, μια επαρκής δικαιολογία για την ενσάρκωση των πιο φριχτών μας φόβων. Άλλωστε, όπως πολύ εύστοχα δηλώνει το μότο του βιβλίου από την Τρικυμία του Σαίξπηρ «Από την ύλη των ονείρων μας είμαστε πλασμένοι».

Κλείνοντας παραθέτω οκτώ σειρές από τη σελίδα 47 του βιβλίου που εγκιβωτίζουν κατά την άποψή μου όλη τη στοχαστική και εκφραστική δεινότητα του Μιχαηλίδη, ο οποίος βάζει στο στόμα του φοιτητή της Φιλοσοφικής που ο ήρωας υπήρξε μιαν άποψη που, αν και την απευθύνει στο αμφιθέατρο της Φιλοσοφικής και στον καθηγητή του Μαυρολέων, εντούτοις θεωρώ ότι αποτελεί τον κεντρικό άξονα της όλης ιστορίας. «Όταν το θήραμα δεν συνειδητοποιεί τη θέση του και το αμετάκλητο του εγκλεισμού και της παγίδευσής του, τότε εύκολα μωραίνεται. Μα και πάλι η μωρία αυτή είναι που ως έσχατη πλάνη διασώζει, χωρίς άλλο, την αξιοπρέπεια του θηράματος, γιατί σε πείσμα των όπου γης θηρευτών, επιχειρεί ηρωισμούς ισοδύναμους, έστω με πράξεις αυτοχειρίας».

Για τέτοιους ηρωισμούς κάνει λόγο το βιβλίο αυτό, για μιαν άλλου τύπου αντίσταση που ίσως να βγάλει ασπροπρόσωπη την ευάλωτη και ανυπεράσπιστη εκ πρώτης όψεως φύση μας.

 

 
INFO: Μάριος Μιχαηλίδης «Ο Ανακριτής»,Γαβριηλίδης

 

Προηγούμενο άρθροΗ Αφροδίτη με τη Γούνα
Επόμενο άρθροΓια τον Ταντέους Ρούζεβιτς

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ