Του Μιχαήλ Ζόσενκο.
Ο Γκριγκόρι Ιβάνοβιτς αναστέναξε βαριά, σκούπισε το πηγούνι με το μανίκι του και άρχισε τη διήγησή του:
-Εγώ, αδέλφια μου, δεν αγαπώ τις γυναίκες που φοράνε καπέλα. Αν η γυναίκα φοράει καπέλο, αν φοράει κάλτσες από fil d’Ecosse, ή κρατάει στην αγκαλιά της ένα γαλλικό μπουλντόγκ, ή έχει κάποιο χρυσό δόντι, τότε μια τέτοια γυναίκα όχι μόνο δεν είναι αριστοκράτισσα, παρά μόνο μια καλοθρεμμένη κυρά.
Κάποτε, φυσικά, ήμουν ερωτευμένος με μία αριστοκράτισσα. Κυκλοφορούσα μαζί της και την πήγαινα στο θέατρο. Στο θέατρο ήταν που έγιναν όλα. Στο θέατρο αυτή μου ανέπτυξε πλήρως την ιδεολογία της.
Τη συναντούσα στην αυλή του σπιτιού. Στη συνέλευση. Κοιτάζω και βλέπω να στέκεται μια τέτοια γκόμενα. Με τις κάλτσες της, το χρυσό της το δόντι.
-Από πού είστε; – λέω,- πολίτισσα; Σε ποιο διαμέρισμα ζείτε;
-Εγώ,- λέει, – από το Νο 7.
-Παρακαλώ, – λέω, – γερή να είστε να ζείτε.
Κι αμέσως μου άρεσε τρομερά. Άρχισα να την επισκέπτομαι. Στο διαμέρισμα Νο 7. Υπήρχαν φορές που την επισκεπτόμουν ως επίσημο πρόσωπο. Μήπως, τάχα μου, στο διαμέρισμα σας, πολίτισσα, έχει χαλάσει η σωλήνα της υδρεύσεως και της αποχετεύσεως; Λειτουργεί κανονικά;
-Ναι,- απαντάει,- λειτουργεί κανονικά.
Και η ίδια τυλίγονταν σε ένα μάλλινο σάλι, και ούτε μιλιά, ούτε ακρόαση. Μόνο με το βλέμμα της με μετρούσε. Και το δόντι έλαμπε στο στόμα της. Την πολιορκούσα για έναν ολόκληρο μήνα – μέχρι που συνήθισε. Άρχισε να απαντάει στις ερωτήσεις μου με περισσότερες λεπτομέρειες. Τάχα, λειτουργεί η σωλήνα της ιδρεύσεως, σας ευχαριστώ πολύ, Γκριγκόρι Ιβάνοβιτς.
Στη συνέχεια, αρχίσαμε να κάνουμε παρέα μεγάλους περιπάτους στους δρόμους. Βγαίναμε στο δρόμο κι εκείνη με πρόσταζε να την πιάσω αγκαζέ. Την έπιανα αγκαζέ και στριφογύριζα σα λούτσος. Δεν ήξερα τι να πω και ντρεπόμουν και τον κόσμο.
Μια φορά όμως εκείνη μου είπε:
-Για ποιο λόγο με κυκλοφορείτε στους δρόμους; Αχ, ζαλίστηκα. Εσείς, μου λέει, είστε ο συνοδός μου και έχετε κάθε δικαίωμα να με πάτε, για παράδειγμα, στο θέατρο.
-Μπορώ,- απάντησα.
Και την επόμενη ημέρα ακριβώς πήγα στο κομματικό γραφείο για να αγοράσω εισιτήρια για την όπερα. Αγόρασα ένα εισιτήριο που δικαιούμουν και ένα μου έδωσε ο Βάσια, ο ξυλουργός.
Δεν κοίταξα τα εισιτήρια, αποδείχτηκε όμως πως ήταν διαφορετικά. Το δικό μου ήταν για την πλατεία, το εισιτήριο του Βάσια, για τον εξώστη.
Πήγαμε όμως. Μπήκαμε στο θέατρο και καθίσαμε στις θέσεις μας. Εκείνη έκατσε στη θέση μου, εγώ στη θέση του Βάσια. Κάθομαι πάνω – πάνω στο εξώστη μα δεν μπορώ να δω τίποτα απολύτως. Μόνο όταν έσκυβα πάνω από το κάγκελο μπορούσα να τη δω. Έστω και δύσκολα. Έπληξα, έπληξα, κατέβηκα κάτω. Βλέπω ότι ήταν η ώρα του διαλείμματος. Εκείνη περπατούσε αμέριμνη.
-Χαίρετε, – λέω.
-Χαίρετε.
-Θα είχε ενδιαφέρον να μάθουμε, λέω, αν λειτουργεί εδώ ο σωλήνας της υδρεύσεως;
-Δε ξέρω, λέει.
Και εκείνη τη στιγμή κατευθύνθηκε στο κυλικείο. Την ακολούθησα. Εκείνη περπατούσε κατά μήκος του κυλικείου και κοιτούσε το τραπέζι. Πάνω στο τραπέζι ήταν μια πιατέλα. Μέσα στην πιατέλα είχε γλυκίσματα.
Εγώ όμως, σαν καλός αστός, σαν καλός χήνος περιστρέφομαι γύρω της και της προτείνω:
Αν, λέω, θέλετε να φάτε ένα γλυκό, μη ντρέπεστε. Να σας κεράσω.
Μερσί, – λέει.
Και τότε ξαφνικά με έναν διεφθαρμένο βηματισμό πλησιάζει την πιατέλα και αρπάζει ένα γλυκό με κρέμα και το καταβροχθίζει.
Ως προς τα χρήματα, ήταν απλά μετρημένα. Μπορούσα να πληρώσω μέχρι τρία γλυκίσματα. Εκείνη όμως τρώει κι εγώ με ανησυχία ψάχνω τις τσέπες μου, κοιτάζω το χέρι μου, μετρώ τα λεφτά μου. Από χρήματα όμως, πάπαλα.
Εκείνη έφαγε ένα γλυκό με κρέμα, βουτάει ένα ακόμη. Παραλίγο να ουρλιάξω. Σωπαίνω όμως. Με νίκησε η αστική μου ντροπή. Βλέπετε, ήμουν συνοδός, αλλά χρήματα δεν είχα.
Στριφογυρίζω, σαν πετεινός, εκείνη όμως χαχανίζει και προσπαθεί κοπλιμέντα να εκμαιεύσει.
Λέω:
-Μήπως είναι ώρα να πάμε να καθίσουμε στις θέσεις μας. Το κουδούνι χτύπησε.
Κι εκείνη λέει:
-Όχι.
Και παίρνει τρίτο γλυκό.
Λέω:
-Μήπως τρώτε πολύ, Μπορεί να αναγουλιάσετε.
Κι εκείνη:
-Ούχι, λέει, είμαι συνηθισμένη.
Και παίρνει τέταρτο.
Τη στιγμή εκείνη μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι.
-Άστο, λέω,- πίσω!
Εκείνη τρόμαξε. Άνοιξε το στόμα. Μέσα στο στόμα της όμως γυάλιζε το δόντι.
Εγώ να νιώθω σα το σκύλο που του πάτησαν την ουρά. Έτσι κι αλλιώς, σκέφτομαι, τώρα πια δεν θα ξαναβγεί μαζί μου.
Άφησε το γλυκό στη θέση της. Εγώ λέω στον μπουφετζή:
-Πόσο κάνουν τα τρία γλυκά που έφαγε;
Ο μπουφετζής αδιάφορα – απαντάει.
-Για σας, λέει, για τέσσερα φαγωμένα γλυκά, τόσο κάνει.
-Πώς, λέω, για τέσσερα; Όταν το τέταρτο βρίσκεται στην πιατέλα.
-Όχι, – απαντάει, – παρόλο που βρίσκεται στην πιατέλα, το έπιασε με το χέρι της και το μαγάρισε.
-Πώς, λέω, το μαγάρισε, λυπηθείτε με! Αυτό μόνο στη φαντασία σας συνέβη.
Ο μπουφετζής όμως παραμένει αδιάφορος – κάτι κάνει με τα χέρια του μπροστά στη μούρη του.
Ο κόσμος, φυσικά, μαζεύτηκε γύρω μας. Ειδικοί.
Άλλοι λένε πως το μαγάρισε, άλλοι πως όχι.
Εγώ αναποδογύρισα τις τσέπες μου – φυσικά, έπεσαν διάφορα πράγματα και ο κόσμος άρχισε να γελάει. Εγώ όμως δεν έβρισκα τίποτα το αστείο. Τα χρήματα μου μετρούσα.
Αφού μέτρησα τα χρήματά μου, τα χώρισα σε τέσσερα κομμάτια. Θα ήταν άδικο, έντιμη μητερούλα μου, να φιλονικήσω.
Πλήρωσα. Στρέφομαι προς την κυρία και λέω:
-Τελειώνετε με το φαγητό σας, πολίτισσα. Είναι πληρωμένο.
Η κυρία όμως δεν κουνιέται ρούπια. Και αμήχανα κοιτάζει προς το γλυκό.
Εκείνη τη στιγμή κάποιος θειούλης πετάχτηκε.
-Ασε, λέει, να το φάω εγώ.
Και το έφαγε, το κάθαρμα. Αυτό που πλήρωσα εγώ.
Κάτσαμε στις θέσεις μας. Είδαμε την όπερα μέχρι το τέλος. Γυρίσαμε σπίτι.
Στο σπίτι μου λέει με την μπουρζουάδικη προφορά της:
-Αρκετά με τις απρέπειες σας. Όσοι δεν έχουν χρήματα, δεν προσκαλούν κυρίες.
Κι εγώ της απάντησα:
-Η ευτυχία, πολίτισσα, δεν βρίσκεται στα χρήματα. Συγχωρείστε με για την έκφραση.
Έτσι χωρίσαμε.
Δεν μου αρέσουν οι αριστοκράτισσες.
Μετάφραση από τα Ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης (C)