Μιχάλης Περίδης: Στην Αλεξάνδρεια κάποτε (του Γιάννη Ν. Μπασκόζου)

0
1105

 

του Γιάννη Ν. Μπασκόζου

 

Ο Ευριπίδης Γαραντούδης και η Μαρία Ρώτα επανάφεραν στη δημοσιότητα ένα  αδίκως ξεχασμένο μυθιστόρημα, το «Οι Γαλανοί στην Αλεξάνδρεια» του αλεξανδρινού καβαφιστή Μιχάλη Περίδη (εκδ. Gutenberg). Το μυθιστόρημά του Μ. Περίδη εκδόθηκε το 1953 στην Αθήνα, όπου είχε μετοικήσει οριστικά το 1952. Γεννημένος στον Αη Στράτη βρέθηκε νεαρός  στην Αλεξάνδρεια όπου και είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στους κύκλους των λογίων της εποχής. Συμμετείχε στη συντακτική επιτροπή και αργότερα διεύθυνε το περιοδικό «Γράμματα» (1911-1919) της Αλεξάνδρειας. Ο  Μιχάλης Περίδης είχε φιλικές σχέσεις με τον Καβάφη και ασχολήθηκε με το έργο του. Γνωστή είναι η μελέτη του «Αλεξανδρινή λογοτεχνία: Κ.Π.Καβάφης» (1916), όπως και η επιμέλεια του στο «Ανέκδοτα πεζά κείμενα του Καβάφη», μια μελέτη που μας έδωσε ακόμα μια οπτική για το καβαφικό έργο και τον ίδιο τον ποιητή.

Το μυθιστόρημά του Περίδη «Οι Γαλανοί στην Αλεξάνδρεια» είναι μια μεγάλη οικογενειακή αφήγηση, μια σάγκα, η οποία εκτυλίσσεται παράλληλα με την ιστορία της αλεξανδρινής και γενικότερα αγυπτιώτικης κοινωνίας, και αποτελεί μια προσπάθεια κατάδειξης της ιδιόμορφης σχέσης του αλεξανδρινού ελληνικού πολιτιστικού στοιχείου ως συνδέσμου μεταξύ ανατολής και δύσης. Παρόλα αυτά το μυθιστόρημα περιέπεσε στην αφάνεια. Οι επιμελητές  του διατυπώνουν την άποψη ότι παρασιωπήθηκε συνειδητά, κυρίως από τους ομογάλακτους αιγυπτιώτες, Τίμο Μαλάνο, Μανώλη Γιαλουράκη, Ι.Μ. Χατζηφώτη, κυρίως λόγω «καβαφικής αντιζηλίας» και από τους ιδεολογικούς αντιπάλους του όπως από τον Στρατή Τσίρκα, τον Μ.Μ.Παπαιωάννου κ.ά. Οι αθηναίοι κριτικοί (όπως ο Άλκης Θρύλος)δεν του επεφύλαξαν καλύτερη τύχη, έμειναν κυρίως σε ατέλειες της δομής του, αποσιωπώντας πολλά και ενδιαφέροντα στοιχεία της μυθοπλασίας του. Ως εκ τούτου οι διάφορες ιστορίες της ελληνικής λογοτεχνίας σπανίως ανέφεραν δύο γραμμές για το έργο του.

Η ιστορία που αφηγείται ο Μ.Περίδης αρχίζει με την προσπάθεια ενός αγράμματου αγροτόπαιδου, του Στρατή Γαλανού,  να αφήσει το άγονο νησί του , τον Άη Στράτη, και να ζητήσει το μέλλον του στην πλούσια εμπορική Αλεξάνδρεια, όπου θα τον περίμενε ο αδελφός της μητέρας του Αγαπητός Βαρλάμης. Ο τελευταίος διατηρούσε ένα παντοπωλείο- μπαρ , ήταν άγαμος και προσδοκούσε βοήθεια από τον ανιψιό του. Ο Στρατής θα εργαστεί σκληρά, θα μάθει γράμματα, θα περάσει την εφηβεία του με όλες τις δυσκολίες και τις χάρες της, θα ερωτευτεί και θα παντρευτεί. Θα αναλάβει το μαγαζί του θείου του, θα γίνει κάποιος στην εμπορική κοινωνία της Αλεξάνδρειας. Όμως οι καιροί αλλάζουν, τα ζητήματα της εξουσίας ταλανίζουν την Αίγυπτο, θα επέλθει κρίση, η οποία θα επηρεάσει την οικογένεια του Στρατή. Μαχητής της ζωής ο Στρατής θα καταφέρει να ορθοποδήσει. Από εκεί και πέρα παρακολουθούμε την πορεία του γιου του, Κομνηνού. Είναι και ο πιο ενδιαφέρων ήρωας του μυθιστορήματος. Παιδί με καλή ανατροφή, αμφίθυμες αγωνίες, με πνευματικά ενδιαφέροντα, συχνάζει στις πνευματικές εκδηλώσεις –  και μάλιστα κάποια στιγμή γνωρίζεται με τον Κωνσταντίνο Καβάφη – με κύκλο που πλαισιώνεται από νέους ήρωες της αφήγησης.

Το μυθιστόρημα διαβάζεται απνευστί, η περιγραφή της εποχής, αυτή η άνοδος και η πτώση μιας εμπορικής και ταυτόχρονα πνευματικής μεγαλούπολης παρασέρνει τους ήρωες και μαζί τους την ίδια την αφήγηση. Τόσο τα συγγενικά πρόσωπα του Στρατή, όσο και οι παρέες του γιού του Κομνηνού δίνει στον αναγνώστη την ευχέρεια να γνωρίσει χαρακτηριστικούς τύπους του αιγυπτιακού ελληνισμού, αλλά και τις κοινωνικές επιδράσεις από τις βίαιες πολλές φορές αλλαγές που συντελούνται στην αιγυπτιακή κοινωνία, με φόντο την ανάγκη να κατακτήσει την ανεξαρτησία της αλλά και τον φόβο της να απαγκιστρωθεί από τις μεγάλες δυνάμεις που την προστατεύουν.

Υπάρχουν αδυναμίες στην αφήγηση, και το επισημαίνουν και οι επιμελητές, όπως ένας κάποιος διδακτισμός σε ορισμένες περιπτώσεις και μια συμπίεση του χρόνου προς το τέλος της μυθοπλασίας, σαν να ήθελε ο συγγραφέας να φτάσει γρήγορα στο χρονικό όριο που είχε εξ αρχής θέσει ως στόχο. Όμως έχουμε διαβάσει πολλές φορές αξιόλογα μυθιστορήματα με ανάλογες αδυναμίες. Ένας διδακτισμός υπάρχει και στον Γ.Θεοτοκά, και στον Α. Τερζάκη,  στις «6 νύχτες στην Ακρόπολη» του Γ. Σεφέρη και αλλού. Αυτό δεν τα έχει κάνει λιγότερο αξιομνημόνευτα αυτά τα έργα.

Οι επιμελητές της έκδοσης σημειώνουν τέσσερις λόγους για τους οποίους ο Μ.Περίδης έγραψε το μυθιστόρημα: να κάνει γνωστές τις σχέσεις Ελλήνων και Αιγυπτίων, να προβάλλει τον αναπόφευκτο δεσμό των αιγυπτιωτών ελλήνων με την τοπική αλεξανδρινή και γενικότερη αιγυπτιακή ιστορία, να μεταδώσει τις ισχυρές προσωπικές σχέσεις αιγυπτίων και ελλήνων, παρόλο που οι τελευταίοι σε πολλές περιπτώσεις ανήκαν σε ανώτερη τάξη και τέλος να αναδείξει το πολιτιστικό αλεξανδρινό περιβάλλον, ένα στοιχείο που έμελλε κι αυτό με τη σειρά του να παρακμάσει. Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα εξύμνησης της πολιτιστικής σχέσης ανατολής  – δύσης μέσα από το παράδειγμα της ελληνικής παροικίας.

Στον ίδιο τόμο δημοσιεύεται το ένα και μοναδικό διήγημα του Μιχάλη Περίδη με τίτλο : «Αγωνίες» (1916). Διαδραματίζεται κι αυτό στην Αλεξάνδρεια, πριν και κατά την διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Ο αφηγητής γνωρίζεται με έναν ευρωπαίο φίλο και οι δύο ζουν την πνευματική, ξέγνοιαστη, κοσμοπολίτικη  Αλεξάνδρεια. Η κήρυξη του πολέμου θα φέρει συντρίμμια όχι μόνον στην Ευρώπη αλλά και στη συνείδηση του ευρωπαίου φίλου. Ένα αντιπολεμικό κείμενο που διαπερνά τις κλονιζόμενες συνειδήσεις και επαναθέτει τα ερωτήματα που ακόμα και σήμερα απασχολούν την ανθρωπότητα. Πού θα στραφεί η Ευρώπη, ποιο θα είναι το μέλλον του έθνους μας, ποιος είναι ο ρόλος του καθενός ατομικά; Και σε αυτό το κείμενο, ειδικά στο εκτεταμένο πρώτο μέρος, κυριαρχεί η πόλη, η Αλεξάνδρεια.

Και τα δύο κείμενα του Μ. Περίδη διαβάζονται ως ένα ρέκβιεμ στον ελληνισμό της Αιγύπτου την ώρα που ανατέλλει η νέα Αίγυπτος. Πολυφασματικό, ρεαλιστικό, συναισθηματικό, με ενδιαφέροντες ήρωες το έργο του Μ.Περίδη αξίζει μια καλύτερη θέση στην ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας.

 

info: Μιχάλης Περίδης, Οι Γαλανοί στην Αλεξάνδρεια- Αγωνίες, επιμέλεια: Ευριπίδης Γαραντούδης, Μαρία Ρώτα, εκδ.Gutenberg

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΟι πόλεις ως πεδία μαχών (του Γιώργου Μ. Χατζηστεργίου)
Επόμενο άρθρο“γατάκι” του Χάουαρντ Τζέϊκομπσον (της Δήμητρας Ρουμπούλα)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ