του Μιχάλη Μακρόπουλου
Εγώ ήμουν ζωντανός, αυτός φάντασμα, καθόμασταν αντίκρυ στο τραπέζι της κουζίνας και έξω έβρεχε. Δεν τον γνώριζα αλλά ήξερα το όνομά του. Μια μαύρη γάτα ήταν απέξω και γρατζουνούσε το τζάμι για να μπει. Ένα μερμήγκι διέσχιζε την πεδιάδα του τραπεζιού ανάμεσά μας. Αυτός, με τα ψίχουλα που ’χε μπροστά του, έφτιαχνε φιγούρες: έναν άνθρωπο, ένα σκύλο… Ήταν ευφάνταστος ψιχουλογράφος. Εγώ μάζευα με το σαλιωμένο δάχτυλό μου τα ψίχουλα ένα ένα και τα έτρωγα.
–Βρέχει, Νίκο, του είπα με τον τρόπο του κοινωνικού συνομιλητή που λέει το αυτονόητο.
–Πράγματι, Μιχάλη, μου είπε – αλλά πώς;
–Πώς τι πράγμα;
–Πώς βρέχει;
–Πώς να βρέχει; Με νερό που πέφτει απ’ τον ουρανό στη γη, να πώς.
–Άγνωστε φίλε μου, μου είπε γιατί ούτε αυτός γνώριζε εμένα τον ίδιο αλλά μονάχα το όνομά μου, η βροχή είναι πολλών ειδών.
Είχε ένα μειδίαμα που το μισοέκρυβε η λευκή του γενειάδα αλλά το φανέρωναν δυο μισά μήλα που φούσκωναν στα μάγουλά του.
–Πράγματι, είπα, είναι το ψιχάλισμα, το ψιλόβροχο, η δυνατή βροχή, η μπόρα…
–Είναι η ψιλή βροχή που πέφτει, πλαγιαστά κι ανάλογα με τον αέρα, όλο βελονίτσες βελονίτσες, με διέκοψε· αυτή που σχεδόν δε φαίνεται αλλά τα καταφέρνει, με την υπομονή της, να μουσκεύει λίγο λίγο τα ρούχα και να ποτίζει ώς μέσα τον άνθρωπο που περπατάει στο δρόμο, με τρόπο ύπουλο και μεθοδικό, κι η άλλη, η χοντρή βροχή, που φαίνεται: με τις βαριές σταγόνες, τις στρογγυλές, που κάνουν θόρυβο στα τσίγκια – αυτή που θέλουν τα μικρά παιδιά γιατί τα νανουρίζει αλλά κι η γη, γιατί το φχαριστιέται. Κι είναι πάλι εκείνο το νερό που πέφτει για ώρες, με το τουλούμι, και παρασέρνει τα ποιήματα που ζουν στο δρόμο, έξω απ’ τα βιβλία: αυτά που τουρτουρίζουν στις γωνιές κι όλο καπνίζουν σαν φουγάρα· που αναβοσβήνουν, μες στη νύχτα, σαν χριστουγεννιάτικα λαμπάκια – όχι αυτά που κρέμονται στα δέντρα της γιορτής, στη θαλπωρή των δωματίων, αλλά εκείνα που τονίζουνε την ερημία των σφαχτών στις μωβ βιτρίνες των συνοικιακών κρεοπωλείων.
Ακούγοντάς τον να μιλά έτσι, ένιωσα αυτή την ερημία στο μεδούλι μου, και κάτι άλλο, πως δεν ήμουν εγώ μονάχα, μα ήμουν και καθετί άλλο: αυτός, η μαύρη γάτα, τα ψίχουλα, το μερμήγκι.
–Σταμάτησε να βρέχει, του είπα. Τι λες; Πάμε ως την παραλία του Αϊ-Γιάννη; Έχω έναν φίλο εκεί, που τον λένε Γιάννη σαν την παραλία και γράφει όπως εσύ – έτσι του είπα, γιατί τώρα δεν ήξερα μονάχα το όνομα αυτού του φαντάσματος που ’χε βρεθεί στα καλά καθούμενα στην κουζίνα μου, αλλά κι ότι είχε χρηματίσει συγγραφέας.
Κινήσαμε παρέα, αυτός κι εγώ, ανάμεσα στα βρεμένα λιόδεντρα και κάτω απ’ ό,τι ξεφτισμένα σύννεφα είχαν απομείνει στον ουρανό – μα λίγο παρακάτω τον είδα να στέκεται ξάφνου πάνω από μια λακκούβα.
–Τι κοιτάς; τον ρώτησα.
–Δεν βλέπεις; μου ’πε. Κοίτα καλύτερα.
–Βλέπω μονάχα βρόχινο νερό, του είπα. Γιατί, εσύ τι βλέπεις;
–Εγώ τι βλέπω; Με κοίταξε απογοητευμένος. Σε τούτη δω τη λακκουβίτσα, που μέσα της κρατάει τα λιόδεντρα ανάποδα, και τον ουρανό, εγώ βλέπω την πατρίδα μου. Έτσι είπε και χάθηκε.
Τότε έσκυψα πάνω από τη λακκούβα και δεν είδα καμία πατρίδα – μα ούτε εμένα είδα. Ένιωσα τότε να είμαι ο πιο έρημος απ’ όλους τους ανθρώπους στον κόσμο, γιατί δεν είχα καν είδωλο, και γύρισα πίσω στο ξένο σπίτι μου, με βαριά καρδιά.