Της Κατερίνας Γούλα.
Μισέλ Ουελμπέκ: Configuration du dernier rivage, Flammarion
Δεν είναι απαραίτητα βαθιά, αλλά έρχεται σίγουρα από κάποια βάθη. Μοιάζει λευκή και συμπαγής αλλά από πιο κοντά είναι ανάλαφρη και άχρωμη. Σηκώνεται από την άγρια θάλασσα αλλά προσγειώνεται ομαλά σε ένα ήρεμο νοτισμένο λιβάδι. Είναι νέφος αλλά γλείφει την επιφάνεια της γης. Ανεκπλήρωτη βροχή, σταγονίδια που δεν καταφέρνουν να λυτρωθούν και να πέσουν στο χώμα, δε χρειάζεται καν ένας πραγματικός άνεμος για να τη διαλύσει, είναι ευάλωτη στην πνοή και μόνο του αέρα. Μια ομίχλη που σηκώνεται ή η ποίηση του Μισέλ Ουελμπεκ.
Στις 17 Απρίλη, κυκλοφόρησε η πέμπτη συλλογή ανέκδοτων ποιημάτων του Μισέλ Ουελμπέκ, ο οποίος αυτοχαρακτηρίζεται σαν ποιητής, αν και ένα πολύ μικρό κοινό είναι εξοικειωμένο με αυτή τη δημιουργική πλευρά του. Σε συνέντευξή του μάλιστα στον ραδιοφωνικό σταθμό France Culture δήλωσε ότι “η συγγραφή ενός καλού μυθιστορήματος είναι δύσκολη υπόθεση, αλλά η ποίηση είτε είναι πανεύκολη είτε αδύνατη”. Οι κριτικές καραδοκούσαν να εντοπίσουν ένα- ένα τα ψήγματα της απόγνωσής του, αλλά ο Ουελμπέκ δεν έχει περισσότερη απόγνωση από όση δύναμη καταβάλλει για να την υπερβεί. Δεν είναι εύκολο να πει κανείς αν στα ποιήματα αυτά συνοψίζει τον λογοτεχνικό και βιωματικό εαυτό του και γι’αυτο μένει αναγνωρίσιμος ή αν ξεγυμνώνεται από ό,τι πρόσθετο απέκτησε στη δημιουργική πορεία του και γι’αυτό μένει ίδιος. Ο Ουελμπέκ κοροϊδέυει τις αποτυχίες του και διακωμωδεί τα τραγικά συμβάντα της ζωής του, κάνοντας τα, είναι η αλήθεια, πιο πικρά ακόμη. Η ζωή παλεύει για δράση και συναίσθημα υπό την επικρεμάμενη απειλή να λιμνάσει για πάντα σε μια αναπόδραστη αδράνεια. Φυσικά δε λείπουν οι στιγμές αυθεντικής μοχθηρίας και η φανέρωση επονείδιστων αληθειών που θα προτιμούσαμε να μη μας υπενθυμίζουν. Από τη μια σελίδα στην άλλη, η συλλογή αυτή είναι ένα σκαμπανέβασμα μεταξύ του πεζού και του τραγικού, του ελεγειακού και του καθημερινού, του “ωραίου και υψηλού” που διακόπτεται από στομαχικές διαταραχές και προσφορές σούπερ-μάρκετ. Φυσικά, υπάρχει πάντοτε η έμμονη επιστροφή στη σεξουαλικότητα και στη γυναίκα, η κεντρική σημασία του σεξ το οποίο λάμπει δια της απουσίας του ή έστω δια του άχαρα αποτυχημένου περάσματός του στην πράξη, η μάταιη αναζήτηση μιας ιδεαλιστικά επιθυμητής αλλά πρακτικά ανυπόφορης σεξουαλικής απελευθέρωσης ενάντια στην κλινική-βιομηχανική-καταναλωτική ασφυξία της ερωτικής επιθυμίας.
Ο Ουελμπέκ μένει αμετακίνητος στις ποιητικές θέσεις του: μας ψιθυρίζει να μη φοβόμαστε την ευτυχία γιατί ευτυχώς δεν υπάρχει και να μη φοβόμαστε την έλλειψη συνέπειας του εαυτού μας γιατί δυστυχώς υπάρχει ούτως ή άλλως. Οι αναγνώστες θα απολαύσουν ριπές τρυφερότητας και κραυγές πραγματικής μοναξιάς στους στίχους των ποιημάτων του: η ελπίδα που σέρνεται πάνω από την πολιτεία και διστάζει να πάρει από το χέρι τους ανθρώπους της κάθε πρωί, το ιδανικό μιας ζωής όσο το δυνατόν πιο απομακρυσμένης από τους άλλους, η πύρρειος αλλά λυτρωτική νίκη των δακρύων που δίνει την ψευδαίσθηση της κατάλυσης της αλυσίδας των δυσβάσταχτων αιτιοτήτων μιας ζωής πολύπλοκης αλλά συνάμα χωρίς ενδιαφέρον, η πρωτοκαθεδρία του συναισθήματος ή μάλλον η αναγνώριση του ως το λιγότερο γελοίο στοιχείο της ζωής μας, η αναγκαία συμφιλίωση με το θάνατο για τη διεκδίκηση της πιθανότητας της ζωής.
Τον έχουν χαρακτηρίσει ζωγράφο της αστικής ζωής, χυδαίο προπαγανδιστή, μισογύνη, μισαλλόδοξο, παρεκκλίνοντα, αυτοκτονικό∙ σίγουρα δεν αφήνει κανέναν αδιάφορο. Ο ίδιος απλώς ισχυρίζεται χαιρέκακα ότι γράφει γιατί η ζωή δεν καταφέρνει να του κινήσει αρκετά το ενδιαφέρον. Έχει κάτι που ενοχλεί ή έχει κάτι που τον κάνει κλασικό. Αν ο Ουελμπέκ είναι ο πιο διαβασμένος και μεταφρασμένος εν ζωή Γάλλος συγγραφέας, αν ήδη στη γραφή νεότερων δημιουργών αναγνωρίζεται η σφραγίδα του σύμπαντός του και αν διάφορες μορφές τέχνης κάτι γυρεύουν στο έργο του (κινηματογράφος: Extension du domaine de la lutte του Philippe Harel, Les Particules élémentaires του Oskar Roehler∙ πλαστικές τέχνες: 2007, Biennale de Lyon, Rosemarie Trockel; Le Monde comme volonté et comme papier peint, Consortium de Dijon, 2012∙ θέατρο: μεταφορά στη σκηνή του έργου Les Particules élémentaires, Αvignon, 2013, το καλοκαίρι που μας έρχεται), δεν είναι, ίσως, επειδή απλώς γράφει καλά ή πρωτότυπα, αλλά γιατί η γραφή του έχει χαρακτηριστικά κλασικού έργου. Ένα έργο θεωρείται κλασικό όχι μόνο για τις λογοτεχνικές αρετές του αλλά και γιατί έχει τη διαύγεια να αποτυπώνει μια κοινωνική πραγματικότητα και να μας τη μεταφέρει∙ προϋπόθεση αυτού του καθρεφτίσματος είναι η ύπαρξη ενός συνεκτικού κοινωνικού ιστού ο οποίος να μπορεί να διυλιστεί μέσα σε πρόσωπα, σχέσεις και καταστάσεις. Αν οι κλασικοί συγγραφείς σήμερα σπανίζουν, αυτό δε συμβαίνει γιατί λείπουν τα μεγάλα ταλέντα αλλά γιατί μια θρυμματισμένη κοινωνία δεν μπορεί να παράγει παρά βιβλία θραύσματα. Ο Ουελμπέκ λοιπόν καταφέρνει απ΄ότι φαίνεται να υιοθετήσει ένα πιο διεισδυτικό βλέμμα και πέρα από το να στήσει μια ιστορία με δυνατή πλοκή, να απεικονίσει και την κοινωνία της οποίας είναι δημιούργημα και παρά τη φαινομενική αδιαφορία του γι’ αυτήν, να τη σκιαγραφήσει ή μάλλον να την ξετινάξει με το σαρκασμό του. Ο ίδιος ισχυρίζεται ότι το ευτύχημα και το δυστύχημα για το μυθιστόρημα είναι το γεγονός ότι είναι εγγεγραμμένο σε μια χρονικότητα. Οι Γάλλοι τον διαβάζουν και τον βραβεύουν, αλλά για να αναδείξουν το ταλέντο του ή για να το εξουδετερώσουν με την επίσημη αναγνώρισή του; Δεν μπορούν να μην κοντοστέκονται δισταχτικά κάθε φορά που η αμείλικτη περιγραφή της ανίας και της νεκρωμένης επιθυμίας των σύγχρονων εργαζομένων-κατοίκων των δυτικών αστικών κέντρων δείχνει με το δάχτυλο τους ίδιους, το αναγνωστικό κοινό του.
Η άλλη καινοτομία του Ουελμπέκ βρίσκεται στην ανάποδη χρήση των λογοτεχνικών εργαλείων. Ας πάρουμε για παράδειγμα το τελευταίο μυθιστόρημά του (La Carte et le Territoire, Prix Goncourt 2010) όπου ο Ουελμπέκ σκιαγραφεί χωρίς περιστροφές τον εαυτό του, και μάλιστα τη θλιβερή εκδοχή του: ο μισάνθρωπος, δυσλειτουργικός καλλιτέχνης που στο τέλος δολοφονείται, ή μάλλον – έχει σημασία – διαμελίζεται. Αν ο συγγραφέας υποτίθεται ότι, κάθε φορά που θέλει να περάσει στη φανταστική δημιουργία με αυτοβιογραφικά στοιχεία, θανατώνει ταπεινά τον εαυτό του για να μπορέσει να του δώσει νέα πνοή ζωής στις αράδες των σελίδων, ο ανάποδος Ουελμπέκ συγκεντρώνει όλες του τις ζωτικές και δημιουργικές δυνάμεις για να δώσει στον εαυτό του έναν φαντασμαγορικό θάνατο επί χάρτου. Αντί λοιπόν να περιχαρακώσει μια συγκεκριμένη μορφή για να λυτρώσει μια συγκεχυμένη γραφή (πολύ γνώριμο χαρακτηριστικό των συγγραφέων της εποχής μας), ο Ουελμπέκ οριοθετεί εκ των προτέρων πολύ αυστηρά τη γραφή του για να κάνει κομμάτια στη συνέχεια τον εαυτό του.