Μιλώντας για να ζήσεις (του Χρίστου Κυθρεώτη)

0
830

 

του Χρίστου Κυθρεώτη

Σε ορισμένα από τα διηγήματα της Βίβιαν Στεργίου οι χαρακτήρες μοιάζουν περισσότερο με μεγάφωνα συναισθημάτων, αφού ο φόβος, η αγωνία, η αγάπη, η οργή και πάνω απ’ όλα η αγανάκτηση απέναντι σε ποικίλες πηγές καταπίεσης αποτελούν τους πραγματικούς πρωταγωνιστές, που θέτουν τον τόνο: χειμαρρώδες ύφος, φορτισμένοι μονόλογοι και διαρκή κρεσέντα κάνουν τα κείμενα να θυμίζουν κατά τόπους μουσικές παρτιτούρες, με την ένταση, τον ρυθμό και τη δυναμική της γλώσσας να έχουν συχνά μεγαλύτερη σημασία απ’ όσα λέγονται. Στα σημεία αυτά της συλλογής, τα συναισθήματα περισσότερο προϋποτίθενται παρά χτίζονται μέσα από την αφήγηση, κι αν κάτι τέτοιο δεν αναδεικνύεται ως μειονέκτημα στην τελική αποτίμηση είναι κατά βάση για δύο λόγους: πρώτον, επειδή εκφράζονται πολύ γοητευτικά και, δεύτερον, επειδή η συγγραφέας καταφέρνει να τα εντάξει σε έναν κοινό ορίζοντα, χρησιμοποιώντας διάφορα μοτίβα, με κυρίαρχο αυτό των περιγραφών του ζοφερού αθηναϊκού φόντου. Ο καταιγισμός επουσιωδών λεπτομερειών από τους δρόμους και τα κτίρια της πόλης, από τις καθημερινές της σκηνές, ενώ αρχικά ίσως ξενίζει, τελικά, και καθώς έρχεται και επανέρχεται σε όλα σχεδόν τα διηγήματα, αφενός λειτουργεί ως συνεκτικός ιστός της συλλογής και αφετέρου συνδέει την οργή, την αγωνία και τον θυμό των ηρώων με κάτι ευρύτερο – με την οργή, την αγωνία και τον θυμό μιας ολόκληρης εποχής και μιας ολόκληρης γενιάς.

Πέρα από το στοιχείο αυτό πάντως, της χειμαρρώδους γραφής, στη συλλογή εντοπίζονται και αρκετά κείμενα ελαφρώς διαφορετικής προσέγγισης, όπως είναι το «Ριάλιτι», το «Ένα τελάρο μήλα» ή η «Έκθεση». Εκεί, εκτός από τη διεισδυτικότητα και τη γλωσσική της ευχέρεια, η Στεργίου εμφανίζει και μια σειρά από άλλες αρετές, που αποκαλύπτουν, επιπλέον του εμφανούς ταλέντου της, και επίπονη τριβή με τη λογοτεχνία. Στα κείμενα αυτά, η συγγραφέας φαίνεται να διατηρεί μεγαλύτερη απόσταση από το υλικό της, με αποτέλεσμα να οργανώνει πιο μεθοδικά το αφηγηματικό της σχέδιο – η ένταση χτίζεται σταδιακά, η συναισθηματική φόρτιση υπακούει συνεπέστερα στις ανάγκες της οικονομίας του λόγου, οι κορυφώσεις είναι πιο ευδιάκριτες και ζυγισμένες και λειτουργούν συνολικά πολύ καλύτερα. Στις πιο δυνατές στιγμές της συλλογής μάλιστα, όταν η αφήγηση παίρνει έναν ελαφρώς παρωδιακό τόνο, ή όταν τη γενικότερη γλαφυρότητα και ζωντάνια της γλώσσας συνοδεύουν και ευφυή μυθοπλαστικά ευρήματα («Φτερά χήνας»), η ασφυκτική πραγματικότητα που η νεαρή πεζογράφος θέλει να αποδώσει φωτίζεται υποδειγματικά – και το αποτέλεσμα είναι συχνά εντυπωσιακό.

Σε κάθε περίπτωση, μέσα από το ζωντανό και παλλόμενο αυτό υλικό, σε κοινό τόπο της συλλογής αναδεικνύεται τελικά η αίσθηση του επείγοντος που διακατέχει τους ήρωες του βιβλίου. Οι περισσότεροι έχουν ζήσει ζωές που νιώθουν ότι δεν τους ταιριάζουν ή έχουν υποδυθεί εαυτούς άλλους από τους «πραγματικούς» τους, έχουν υπομείνει για τόσο καιρό την ευρύτερη και ειδικά την οικογενειακή καταπίεση, ώστε δίνουν την εντύπωση ότι δεν μπορούν να αναπνεύσουν παρά μόνο μιλώντας – ότι οι πυρετώδεις μονόλογοί τους είναι ο τελευταίος τρόπος που τους έχει απομείνει για να μπορέσουν να ορίσουν κυρίαρχα τη ζωή και τον εαυτό τους, ή να καταστραφούν προσπαθώντας. Στην ανθρωπογεωγραφία των ηρώων της συλλογής δεσπόζουν κατά βάση μορφωμένοι νέοι της λεγόμενης γενιάς της κρίσης: νεαροί δικηγόροι, γιατροί, αρχιτέκτονες, συγκροτούν κάτι σαν ομαδικό πορτρέτο ανθρώπων που δεν ζουν απλώς στην εποχή της κρίσης: έχουν εσωτερικεύσει την κρίση. Και ίσως γι’ αυτό, επειδή ακριβώς έχουν εγγράψει στον πυρήνα της ψυχολογίας τους την κρίση, δεν μπαίνουν καν στη διαδικασία να τη σχολιάσουν ή να πολιτικολογήσουν. Κάνουν όμως κάτι πολύ σημαντικότερο: μιλάνε – παίρνουν τον λόγο και μιλάνε για τις ζωές τους, αντί να αφήσουν άλλους να το κάνουν στη θέση τους. Συνολικά, η Στεργίου αποδίδει την αγωνία και την πραγματικότητά τους με φρέσκια και ευφάνταστη γλώσσα, έξυπνες ιδέες, καλό χιούμορ και προσωπικό ύφος, ενώ κατά τόπους μικροαστοχίες, όπως ορισμένες εξεζητημένες παρομοιώσεις (κυρίως στα πρώτα διηγήματα) δεν έχουν καμία βαρύτητα μπροστά στη συνολική εικόνα, που προδιαγράφει ιδιαίτερα ευοίωνη τη μελλοντική πορεία της πεζογράφου.

 

info: Βίβιαν Στεργίου, «Μπλε υγρό», Πόλις, σελ. 253, Διηγήματα

Προηγούμενο άρθροΓια τον Γιώργο Κοζία (του Γιώργου Λίλλη)
Επόμενο άρθροΟι εβραϊκές κοινότητες από την αυτοκρατορία στο έθνος κράτος (του Σπύρου Κακουριώτη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ