του Γρηγόρη Αζαριάδη.
Παραμονή Χριστουγέννων. Ώρα 14.50’. Σταθμός Λαρίσης. Το τραίνο αναστενάζει υπομονετικά στην πλατφόρμα. Τα μικρά σύννεφα που μοιάζουν να βγαίνουν αργά από τα σπλάχνα του θηρίου δείχνουν ότι η αναχώρηση είναι πιά θέμα λίγων λεπτών. Ο Κάρολος Καρδάσης αποχαιρετάει τις δυό μικρές του κόρες, την Βικτώρια και την Μαρίνα, οχτώ και δέκα χρονών. Τις κρατάει στην αγκαλιά πολλή ώρα και τις χαιδεύει με λατρεία, κολλημένος πάνω τους σαν την πεταλίδα στα βράχια. Τα κορίτσια προσπαθούν να αποτραβηχτούν από την μέγγενη των χεριών του. Στο βλέμμα τους καθρεφτίζεται ένας άβολος φόβος. Πίσω τους, ψυχρή και σκυθρωπή, η γυναίκα του η Μερόπη δείχνει αμήχανα ενοχλημένη.
Προορισμός των τριών μελών της οικογένειας αρχικά η Θεσσαλονίκη και μετά η Καβάλα. Κι από κει με το τοπικό λεωφορείο στην Ελευθερούπολη. Ο πατέρας θα τους συναντήσει σε μία εβδομάδα. Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Ο χαρακτηριστικός συριγμός σηματοδοτεί την αναχώρηση. Τα δυό κορίτσια με την μητέρα τους ανεβαίνουν στον συρμό. Ο Καρδάσης πλησιάζει στο παράθυρο του βαγονιού. Στέλνει φιλιά με τις παλάμες στις μικρές. Η σύζυγος παρακολουθεί ψυχρή κι απόμακρη.
«Θα’ρθω την παραμονή. Να με περιμένετε στον σταθμό. Και θα σας φέρω τα δώρα που ζητήσατε».
Τα μάτια του παίρνουν να βουρκώνουν. Η φωνή του ψίθυρος. Το τραίνο αρχίζει να κυλάει αργά στις ράγες. Ο Καρδάσης βγαίνει από τον σταθμό. Σκουπίζει τα μάτια. Ανάβει τσιγάρο. Η βροχή μαστιγώνει το πρόσωπο του. Το κρύο μπαίνει ορμητικό, κάτω από το χοντρό μπουφάν. Κατευθύνεται προς την Λιοσίων, εκεί που έχει παρκάρει το αυτοκίνητο. Μπαίνει μέσα. Ανοίγει το παράθυρο. Βάζει τον σταθμό με τα αθλητικά, που παρακολουθεί σε καθημερινή βάση. 94,6. Οδηγεί μηχανικά μέχρι του Παπάγου. Παρκάρει στην οδό Χειμάρας.
Ώρα 16.40’. Ο Καρδάσης βγαίνει από το σπίτι. Κρατάει ένα μεγάλο σακ βουαγιάζ. Μπαίνει στο αυτοκίνητο. Κατευθύνεται προς το εμπορικό κέντρο, στο Μαρούσι. Παρκάρει στο υπόγειο πάρκινγκ. Ανεβαίνει στον πρώτο όροφο. Έξω από το γραφείο, τον περιμένει ο υπεύθυνος του προγράμματος. Κοιτάζει το ρολόι του.
«Άργησες,» πετάει βλοσυρός «Τρέχα να αλλάξεις και πιάσε δουλειά».
Χώνεται στο στενό δωμάτιο. Βγάζει τα ρούχα. Ανοίγει το σακ βουαγιάζ. Παίρνει την στολή του Άγιου Βασίλη. Την φοράει. Προσαρμόζει την μακρυά γενειάδα. Βάζει τον κόκκινο σκούφο. Μιά τελευταία ματιά στον καθρέφτη. Σκατά. Τα χίλια ευρώ όμως που θα εξασφαλίσει από το εβδομαδιαίο μασκάρεμα αποτελούν ακλόνητο κίνητρο γι’αυτή την αηδία. Είναι βλέπεις και το έξτρα μπόνους … Εκείνη η ακατανίκητη ερεθιστική διάθεση από την επαφή με τα παιδιά, που τον τρελαίνει.
Κατευθύνεται έξω προς τον χώρο, μπροστά από τα καταστήματα. Βολεύεται στην κλασική θέση, μπροστά από το τεράστιο χριστουγεννιάτικο δέντρο. Αν κι είναι σχετικά νωρίς, η κίνηση έχει ζωηρέψει. Αρκετά παιδιά, αγόρια και κορίτσια, από δύο μέχρι και δέκα χρονών, τρέχουν προς το μέρος του, τραβολογώντας τους γονείς τους γιά να φωτογραφηθούν με τον Άγιο Βασίλη. Πάντα έχει την απορία αν όλα αυτά τα παιδιά πιστεύουν αληθινά στην ύπαρξη του Άγιου ή παίζουν πονηρά και συνειδητά το παιχνίδι, έχοντας αποκλειστικό στόχο να μαζέψουν τα δώρα των Χριστουγέννων. Υπάρχει άραγε κάποια ηλικία, που αντιλαμβάνονται το παραμύθι ; Και ποιά είναι αυτή ;
Θυμάται την Βικτώρια όταν στα έξη της χρόνια ανακάλυψε την τρομερή αλήθεια. Είχαν αφήσει στην βάση του χριστουγεννιάτικου δέντρου ένα ποτήρι με γάλα και κουλουράκια, που υποτίθεται θα έπινε ο Άγιος Βασίλης γιά να παραδώσει τα δώρα. Η Βικτώρια ξύπνησε γιά κάποιον απροσδιόριστο λόγο και τον συνέλαβε επ’αυτοφώρω να ρουφάει το ποτήρι με το γάλα. Πλήρης απομυθοποίηση και τρομερό σοκ γιά την μικρή, που χρειάστηκε σχεδόν δυό χρόνια γιά να κατανοήσει και να αποδεχτεί την σκληρή πραγματικότητα.
Τα παιδιά στριμώχνονται στην ουρά γιά να φωτογραφηθούν με τον Άγιο Βασίλη. Κάποια, πιό τολμηρά, πηδούν επάνω του. Κάθονται στα γόνατα του. Ξέρει καλά την συνέχεια. Αρχίζει να ερεθίζεται. Νοιώθει μιά ισχυρή στύση. Ιδρώτας κυλάει στο πρόσωπο του. Χρειάζεται επειγόντως ένα διάλειμα. Κοιτάζει το ρολόι του. 18.55’. Είναι νωρίς ακόμη. Σκουπίζει τον ιδρώτα με την ανάστροφη της παλάμης. Χαμογελάει μηχανικά. Η ανάσα του γίνεται γρήγορη, βαρειά. Η στύση του επιμένει.
Αυτές οι στιγμές είναι χαραγμένες μόνιμα στον εγκέφαλο του. Μιά απεγνωσμένη μάχη ανάμεσα σε μιά πρωτοφανή, απόλυτη ηδονή με αντίπαλο ένα μικρό ορμητικό ποταμό τύψεων κι ενοχών. Μιά επερχόμενη σεξουαλική έκρηξη, που παλεύει αδυσώπητα με το μίσος γιά την διαταραγμένη πλευρά της ποταπής του προσωπικότητας. Κι όμως πάντα, βαθειά μέσα του, ξέρει την έκβαση αυτής της πάλης.
Ώρα 22.10’. Ο Κάρολος Καρδάσης μπαίνει στο αυτοκίνητο του. Ανοίγει λίγο το παράθυρο. Ανάβει τσιγάρο. Βάζει το ραδιόφωνο. 94,6. Η απόλυτη αθλητική ενημέρωση συνεχίζεται. Η βροχή δυναμώνει. Η κίνηση πυκνώνει. Οδηγεί αργά. Το μυαλό του ταξιδεύει στις σκηνές στο εμπορικό κέντρο. Μικρά παιδιά σκαρφαλωμένα στα γόνατα του. Νοιώθει πάλι την ίδια έντονη στύση. Κατευθύνεται προς Παπάγου. Οδός Χειμάρας. Παρκάρει. Βγάζει τα κλειδιά. Μπαίνει στον πρώτο όροφο της παλιάς διόροφης μονοκατοικίας.
Πηγαίνει στην κουζίνα. Παίρνει από την κατάψυξη μιά παγωμένη πίτσα. Ανάβει τον φούρνο. Βάζει μέσα την πίτσα. Όσο περιμένει να ψηθεί, ανοίγει ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί. Γεμίζει ένα ποτήρι. Το καταπίνει μονομιάς. Το ξαναγεμίζει. Ανάβει τσιγάρο. Ανοίγει το μεγάλο παράθυρο. Έξω, η βροχή συνεχίζει να χορεύει ασταμάτητα. Ένα παγωμένο ρεύμα ορμάει αποφασιστικά στην κουζίνα.
Σβήνει το τσιγάρο. Κλείνει τον φούρνο. Βάζει την πίτσα σε μιά μεταλλική πιατέλα. Παίρνει το ποτήρι και γυρίζει στο σαλόνι. Κάθεται στο τραπέζι. Ανοίγει τον υπολογιστή. Μπαίνει στο γνώριμο του παιδοφιλικό σάιτ. Πιάνει ένα κομμάτι πίτσα με την χαρτοπετσέτα. Αρχίζει να μασουλάει λαίμαργα. Παρακολουθεί το βίντεο που επιλέγει με την ίδια λαιμαργία. Αφήνει την πίτσα και ξεκουμπώνει το παντελόνι του. Χαιδεύει το πέος του. Αγγίζει τα πρόθυρα του οργασμού. Κι εκείνη την στιγμή, ακούει ένα αδύναμο χτύπημα στην πόρτα. Η πρώτη αυθόρμητη σκέψη είναι «αγνόησε το … μην το χαλάς τώρα …» Το χτύπημα ακούγεται δεύτερη φορά. Όχι κουδούνι …Χτύπημα στην πόρτα. Όποιος κι αν είναι, θα τον ξαποστείλω αμέσως, σκέφτεται. Κουμπώνει βιαστικά το παντελόνι. Καθώς πηγαίνει προς την εξώπορτα, ακούει το τρίτο χτύπημα.
Ο ψηλός, αδύνατος, σχεδόν αποστεωμένος, άντρας περιφέρεται αργά στους μισοσκότεινους δρόμους του Παπάγου. Η δυνατή βροχή περνάει μέσα από το τριμένο πανωφόρι του και μουσκεύει το λιπόσαρκο κορμί του. Εκείνος όμως συνεχίζει αγέρωχος. Όλα πάνω του είναι μαύρα. Από την κορφή μέχρι τα νύχια. Ολόκληρη η ύπαρξη του παραπέμπει σ’ένα άγγελο θανάτου, που έρχεται από κάπου πολύ μακρυά.
Περνάει έξω από φωτισμένα, λαμπερά στολισμένα σπίτια. Από τα παράθυρα βλέπει χαρούμενες φάτσες να αγκαλιάζονται, να τρώνε και να πίνουν και να αλλάζουν ευχές. Στ’αυτιά του φτάνουν δυνατές, γιορτινές φωνές. Παραμονή Χριστουγέννων. Όλοι έχουν κάτι να γιορτάσουν, μέσα στην ασφάλεια των ερμητικά κλειστών σπιτιών τους. Ο αποστεωμένος άντρας όμως εξακολουθεί την περιπλάνηση του στους δρόμους, μέσα στο σκοτάδι, κάτω από την παγωνιά και την βροχή, παρατηρώντας αθέατος τις μικρές, ευτυχισμένες οικογενειακές σκηνές. Σαν ένας μαυροφόρος αγγελιοφόρος, που ψάχνει να επιδώσει ανατριχιαστικά απειλητικά μηνυμάτα στον κατάλληλο παραλήπτη.
Φτάνει στην οδό Χειμάρας. Ο στενός δρόμος πνίγεται στο σκοτάδι Στέκεται κάτω από το ασθενικό φως του στύλου της ΔΕΗ. Μιά συγχορδία αστραπών φαίνεται να ξεσκίζει τα σπλάχνα του μαύρου ουρανού. Στο φώς των αστραπών, η μαύρη φιγούρα δείχνει εντελώς αλλόκοσμη. Τρομακτική.
Βαδίζει αργά προς την παλιά διόροφη μονοκατοικία. Σπρώχνει την αυλόπορτα. Μπαίνει μέσα. Διασχίζει τον απεριποίητο κήπο. Χτυπάει την ξύλινη πόρτα με το χέρι. Τίποτε. Χτυπάει δεύτερη φορά. Και μετά τρίτη.
Ο Κάρολος Καρδάσης κοιτάζει αμήχανα τον μαυροντυμένο άντρα στο άνοιγμα της πόρτας. Τα αραιά μαλλιά του είναι κολλημένα στο μέτωπο, η γκριζόμαυρη γενειάδα στάζει νερά και τα μάτια του … τα μάτια του είναι δυό μικρές φωτιές, που ταξιδεύουν πάνω σε μαύρες λίμνες. Νοιώθει μιά παγερή ανατριχίλα να σέρνεται στην ραχοκοκκαλιά του.
«Περίμενες τον Άη Βασίλη ;» ρωτάει περιπαικτικά ο επισκέπτης.
«Γιατί υπάρχει ;»
Ο Καρδάσης φαίνεται σαστισμένος. Αντιλαμβάνεται την ανοησία της φράσης του, μόλις την ξεστομίζει.
«Εσύ τι λες ;» το ίδιο περιπαικτικό ύφος.
Ο μαυροντυμένος άντρας κάνει δυό βήματα προς το μέρος του. Σχεδόν τον σπρώχνει γιά να περάσει μέσα. Ο Καρδάσης υποχωρεί αμήχανος. Τον παρακολουθεί παθητικά, σαν υπνωτισμένος, να μπαίνει στο σαλόνι. Μπαίνει βιαστικός μπροστά του και κλείνει πανικόβλητος τον υπολογιστή. Η πίτσα αρχίζει να παγώνει στην πιατέλα.
«Τι να σου προσφέρω ;» χαμογελάει βεβιασμένα.
Ο άντρας βλέπει το ποτήρι με το κόκκινο κρασί.
«Ένα ποτηράκι είναι ότι πρέπει μ’αυτό τον καιρό».
Ο οικοδεσπότης πηγαίνει μέχρι την κουζίνα. Επιστρέφει μ’ένα ποτήρι γεμάτο κρασί.
«Στην υγειά σου».
Ανάβει τσιγάρο. Ο επισκέπτης κοιτάζει το πακέτο.
Ο Καρδάσης το σπρώχνει προς το μέρος του. Εκείνος παίρνει ένα. Το ανάβει.
«Λοιπόν, θα μου πεις ποιός είσαι ;» νέο βεβιασμένο χαμόγελο.
Ο άντρας τον παρατηρεί αμίλητος.
«Ας πούμε ότι επειδή ο Άγιος δεν προλαβαίνει, τον βοηθάω να παραδώσει τα δώρα,» σαρκάζει.
Το βλέμμα του μένει καρφωμένο στον Καρδάση. Οι μικρές φωτιές στα μαύρα μάτια του παίρνουν να φουντώνουν. Η ακινησία του είναι ολοκληρωτική … θυμίζει άγαλμα. Ο Καρδάσης αισθάνεται μιά ανεξήγητα κλιμακούμενη αίσθηση φόβου να απλώνεται στον χώρο. Παίζει νευρικά, πλέκοντας τις παλάμες του. Τις νοιώθει να ιδρώνουν.
«Γιά λέγε, λοιπόν …»
Τώρα, ο ιδρώτας αρχίζει να κυλάει και στο πρόσωπο του. Τον σκουπίζει βιαστικά με μιά χαρτοπετσέτα, που τραβάει από το τραπέζι.
«Τι να πω …» ψιθυρίζει σαν χαμένος.
«Ξέρεις εσύ … Τα πάντα …»
«Ποιά ;» η απορία του μοιάζει ειλικρινής.
«Τα πάντα όλα … Αυτά που κρύβεις μέσα σου …»
«Ποιός δαίμονας είσαι ;» ο Καρδάσης πετάγεται από την καρέκλα τρομαγμένος «Και τι θέλεις να κάνεις ;»
Οι φωτιές στα μάτια του μαυροντυμένου άντρα έχουν θεριέψει γιά τα καλά πιά. Σωστές πυρκαγιές.
«Θέλεις να δεις τι μπορώ να κάνω ;» μιά τρομακτική απειλή αναδύεται από την φωνή του.
Και ξαφνικά, τα φώτα στο σαλόνι ανάβουν και σβήνουν, ανάβουν και σβήνουν … Και μένουν σβηστά γιά κάμποσα δευτερόλεπτα. Κι ύστερα, το φωτιστικό ταλαντεύεται σαν τρελό, ο πίνακας με τον βοσκό και τα προβατάκια, πάνω από τον μπουφέ χάνεται. Κι οι τοίχοι κινούνται … Ο ένας πλησιάζει γοργά στον απέναντι, περιορίζοντας ασφυκτικά τον χώρο λες και θέλουν να συνθλίψουν ότι υπάρχει ανάμεσα.
Ο Καρδάσης τρίβει τα μάτια του. Δεν είναι δυνατόν να συμβαίνει κάτι τέτοιο, σκέφτεται. Απλά, δεν είναι δυνατόν. Είναι μιά παραίσθηση. Αλλά, πως το κάνει αυτός ο δαίμονας ;
«Θέλεις να δεις κι άλλα ;»
Στρέφεται και κοιτάζει τον μαυροντυμένο άντρα. Το κορμί του δείχνει να φτάνει μέχρι το ταβάνι. Το πρόσωπο του έχει επιμηκυνθεί δραματικά. Το κεφάλι του έχει μεγαλώσει. Τα χέρια του τεράστια, θαρρείς και τον έχουν καρφώσει στο πάτωμα. Κάνει να σηκωθεί, αλλά τα πόδια του δεν υπακούν. Τα φώτα ξαναρχίζουν το παιχνίδι τους. Ανάβουν και σβήνουν. Ανάβουν και σβήνουν. Κι η μαύρη φιγούρα του άντρα απέναντι του αρχίζει να στροβιλίζεται σαν τρελή στον αέρα και να έρχεται καταπάνω του. Σαν να θέλει να τον καταπιεί.
Νοιώθει να πνίγεται. Να μην μπορεί να αναπνεύσει. Αυτό ήταν λοιπόν ;
«Τελευταία ζαριά … Θα τα πεις όλα ή …» η απειλή αιωρείται τώρα απόλυτα μακάβρια.
Ο Καρδάσης σηκώνει φοβισμένος το βλέμμα. Οι τοίχοι είναι στην θέση τους, ο πίνακας με τον βοσκό και τα προβατάκια πάνω από τον μπουφέ, τα φώτα αναμμένα. Μήπως όλα είναι ένα όνειρο ; Μήπως τώρα αρχίζουν να επανέρχονται στην κανονική τους πραγματικότητα. Ανάβει τσιγάρο. Και τότε … Οι τοίχοι ξαναρχίζουν να κινούνται, τα φώτα να αναβοσβήνουν κι η τεράστια μαύρη φιγούρα να εφορμά φρενιασμένα προς το μέρος του. Μόνο που όλα αυτή την φορά συμβαίνουν στον μικρό χώρο του σαλονιού με μιά απίστευτη ταχύτητα.
Ο Καρδάσης βρίσκεται στο κέντρο μιά φρικιαστικής περιδίνησης. Νοιώθει να καταρρέει. Να χάνεται. Να θρυμματίζεται σε εκατομμύρια μικροσκοπικά σωματίδια σ’ένα απειλητικό διάστημα. Πλησιάζει στον μαυροντυμένο άντρα. Γονατίζει. Ακουμπάει το κεφάλι του στα γόνατα του. Δάκρυα αρχίζουν να αναβλύζουν από τα μάτια του. Ο άντρας βάζει το χέρι στο κεφάλι του.
«Όλα θα πάνε καλά. Πες μου τα τώρα όλα …»
Κι ο Καρδάσης ξεκινάει να μιλάει. Στην αρχή, η φωνή του ραγισμένη, χαμηλόφωνη. Σαν να μιλάει στον εαυτό του. Τα δάκρυα πλημμυρίζουν τώρα τα μάτια του. Όσο όμως η αφήγηση προχωράει, η φωνή δυναμώνει σ’ένα δραματικό κρεσέντο. Βγάζει στην επιφάνεια τις σκοτεινές του διαστροφές, τα σιχαμερά χαμερπή ένστικτα του. Ξερριζώνει τα αρρωστημένα σωθικά του και τα πετάει στον χώρο του μικρού σαλονιού. Σαν να μιλάει στον εαυτό του. Σηκώνει το βλέμμα. Δεν υπάρχει κανείς. Που πήγε ο δαίμονας, αναρωτιέται. Ή μήπως δεν υπήρξε ποτέ ;
Ανοιγοκλείνει τα μάτια. Δεύτερη φορά. Τρίτη. Ο μαυροντυμένος άντρας είναι πάλι μπροστά του. Κρατάει στα χέρια του ένα μακρύ χοντρό σκοινί. Το παίζει χαλαρά στα χέρια. Οι φωτιές στα μάτια του δεν λένε να χαμηλώσουν. Υγρό πυρ.
«Είπαμε όλα … Πόσα παιδιά χάλασες ;»
Το στήθος του ανεβοκατεβαίνει. Οι λυγμοί προκαλούν σπασμούς. Στα μάτια του ζωγραφίζεται ικεσία. Ο μαυροντυμένος άντρας όμως είναι αμείλικτος. Κανένα έλεος.
«Πες μου και γιά τις κόρες σου …»
Ο Καρδάσης τώρα σπαράζει. Τα νύχια του γδέρνουν το πρόσωπο του. Το αίμα κυλάει μικρό ρυάκι. Ο άλλος παρακολουθεί την αφήγηση ατάραχος. Συνεχίζει να παίζει χαλαρά στα χέρια του το χοντρό σκοινί.
Ώρα 02.20’. Ο μαυροντυμένος άντρας στέκεται στην μισάνοιχτη πόρτα. Ρίχνει μιά τελευταία ματιά. Ο οικοδεσπότης κρέμεται από το ταβάνι του σαλονιού. Το μπλαβί χρώμα στο πρόσωπο του πιστοποιεί την αμετάκλητη αναχώρηση του από τον Κόσμο των Ζωντανών. Βγάζει ένα χαρτί από την τσέπη του. Ένα στυλό. Τραβάει ένα χι. Διαγράφει μιά σειρά. Κάρολος Καρδάσης. Παιδόφιλος. Καταδικάστηκε σε δύο χρόνια με αναστολή. Κάτω από τον Καρδάση, υπάρχουν ακόμη τρία ονόματα. Βιάζεται να βγει στον σκοτεινό δρόμο, κάτω από την βροχή που δυναμώνει ολοένα περισσότερο. Έχει να παραδώσει κι άλλα δώρα μέχρι να ξημερώσει.