Μια χαρούμενη δυστοπία (του Χρίστου Κυθρεώτη)

0
786

Χρίστος Κυθρεώτης.

Με την πρώτη της εμφάνιση στην πεζογραφία, τη νουβέλα «Ψυχή στην Κούλουρη» που είχε κυκλοφορήσει μια πενταετία νωρίτερα από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια, η Γιούλη Αναστασοπούλου είχε δώσει δείγματα μιας ευφάνταστης γραφής, όπου δέσποζε το στοιχείο του χιούμορ, με μια υποδόρια συγκίνηση και νοσταλγία που εντάσσονταν τότε σε ένα απόλυτα ρεαλιστικό πλαίσιο. Στο δεύτερο βιβλίο της, τη συλλογή διηγημάτων που υπό τον τίτλο Τι συμβαίνει με τα βατόμουρα; κυκλοφορεί εδώ και λίγο καιρό από τις εκδόσεις Θράκα (σελ. 121), τα χαρακτηριστικά αυτά μετεξελίσσονται και μεταφέρονται σε πιο ελεύθερα και σουρεαλιστικά συμφραζόμενα, αποτυπώνοντας μια αντίληψη της λογοτεχνίας ως παιχνιδιού, που φαίνεται να κυριαρχεί στη συγγραφική δεοντολογία της πεζογράφου. Ήδη από τον τίτλο διαφαίνεται η πρόθεσή της να αποδεσμευτεί από τις ρεαλιστικές επιταγές, και ειδικότερα από την πίεση ή την αναγκαιότητα που ασκεί ο ρεαλισμός να θέτουμε «χρήσιμα ερωτήματα»  – ερωτήματα δηλαδή που μας βοηθούν ευθέως να εξηγήσουμε την πραγματικότητα που μας περιβάλλει, να αναλύσουμε τις κοινωνικές ή τις πολιτικές της προεκτάσεις, ή απλούστατα να καταλάβουμε καλύτερα τον εαυτό μας. Αντί για όλα αυτά, η συλλογή υποβάλλει με τον τίτλο της το ερώτημα «Τι συμβαίνει με τα βατόμουρα;», ερώτημα απελευθερωτικό καθώς μοιάζει στην πραγματικότητα να περιγελάει όλα τα ερωτήματα, και ταυτόχρονα έντιμο, αφού προϊδέαζει τον αναγνώστη που ψάχνει στα βιβλία για απαντήσεις, να μην μπει στον κόπο να το διαβάσει, προκρίνοντας, όπως προαναφέρθηκε, την παιγνιώδη διάσταση της λογοτεχνίας.

Η συλλογή περιλαμβάνει διηγήματα, γραμμένα υπό λοξές αφηγηματικές γωνίες, που διαδραματίζονται σε μια φανταστική πόλη ενός φανταστικού κόσμου, ή εν πάση περιπτώσει ενός κόσμου που δεν είναι ο κόσμος μας, αν και παρουσιάζει εμφανείς αναλογίες με αυτόν. Από κάποιες αναφορές εξάγεται το συμπέρασμα πως τα αφηγούμενα τοποθετούνται στο μακρινό μέλλον, καθώς γίνεται μνεία σε χώρες που «δεν υπάρχουν πια», όπως η Γαλλία – όπως και να ‘χει όμως, η συγγραφέας δεν φαίνεται να δίνει ιδιαίτερο βάρος σε αυτό το σημείο, επιδιώκοντας την ένταξη της δράσης σε ένα άχρονο πλαίσιο, αυτοτελές και αύταρκες. Τα κείμενα χωρίζονται σε τρεις ενότητες, με κύριο γνώμονα ένα κοσμοϊστορικό γεγονός που συμβαίνει στην πόλη, δηλαδή τη βλάβη στο Γρανάζι, τον υπόγειο μηχανισμό που φαίνεται να κρατάει τον κόσμο σε κίνηση και να δίνει στη ζωή την ευταξία και την κανονικότητά της. Η βλάβη αυτή παρουσιάζεται προοδευτικά μέσα από διάφορα διηγήματα, προσλαμβάνοντας τον χαρακτήρα μιας χαλαρής οριζόντιας πλοκής που διατρέχει όλο το βιβλίο, ενώ αποτελεί και το σημείο τομής για τον χωρισμό της συλλογής σε ενότητες – ανάλογα με το αν κάθε διήγημα διαδραματίζεται πριν ή μετά από αυτό. Έτσι στην πρώτη ενότητα, που περιλαμβάνει διηγήματα διαδραματιζόμενα πριν από τη βλάβη, η ζωή παρουσιάζεται να κυλάει σε γενικές γραμμές «ομαλά», αν και πίσω από την ομαλότητα ανιχνεύεται ήδη ο υφέρπων παραλογισμός, οι νευρώσεις των ηρώων αλλά και η νοσηρότητα της ίδιας της πόλης, που είναι έτοιμη να περιπέσει στην κρίση του Γραναζιού, έστω κι αν δεν το ξέρει.

Έτσι, για παράδειγμα, στο διήγημα που παρουσιάζει την ήρεμη ζωή του σταθμάρχη Κλέι, ο οποίος, και ως εκ του επαγγέλματός του, συμβολίζει την ευταξία, εμφιλοχωρεί το πρώτο σύμπτωμα του χάους, αφού ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται στο τέλος πως ο σταθμάρχης είναι νεκρός και και παρ’ όλ’ αυτά κατά κάποιον τρόπο, σχετιζόμενο με τη λειτουργία του Γραναζιού, εξακολουθεί να κυκλοφορεί στον ίδιο κόσμο με τους υπόλοιπους. Επίσης στο διήγημα με τον κύριο Λ. παρατηρούμε πως ακόμα και ο θάνατος αποτελεί αντικείμενο σχεδιασμού και μεθοδικής προετοιμασίας, ενώ στο Barney’s Corner ο ήρωας σχεδιάζει τις βόλτες του στην παραμικρή τους λεπτομέρεια. Στις επόμενες δύο ενότητες, όταν και ενσκήπτει η κρίση του Γραναζιού, η ζωή στην πόλη αλλάζει και η «κανονικότητα» καταρρέει, και πάλι όμως, σε μία εύστοχη αναλογία που επιτυγχάνει η συγγραφέας, το χάος που προκύπτει  εξαιτίας της κρίσης δεν είναι και τόσο… χαοτικό – αντίθετα παρουσιάζεται σαν μια αρχιτεκτονημένη και νηφάλια επιδείνωση της ζωής των ανθρώπων, όπου ο πληθυσμός χωρίζεται σε κατηγορίες, το επίπεδο διαβίωσης του καθενός καθορίζεται ύστερα από υποβολή σε γελοίες δοκιμασίες και οι αυτοκτονίες διδάσκονται σε σεμινάρια. Αυτή η εκ πρώτης όψεως παράδοξη αντιστροφή που επιχειρείται στο βιβλίο, το γεγονός δηλαδή ότι η κανονικότητα παρουσιάζεται σε όλες τις χαοτικές της διαστάσεις ενώ το χάος εμφανίζεται δομημένο, αποτελεί και μία από τις σημαντικότερες αρετές του, μαζί με τη γενικότερη συνεκτική δομή της συλλογής, τη σύλληψη ενός κόσμου όχι απλώς με χωροταξικά κριτήρια αλλά ως ενός συνόλου τυποποιημένων συμπεριφορών και κωδικών που διέπεται από εσωτερική λογική, και την προοδευτική κλιμάκωση των διαφόρων αφηγηματικών εντάσεων (προς όλο και πιο παράλογες καταστάσεις). Πάνω απ’ όλα όμως, το βιβλίο διακρίνεται για την ευφυή και κατά τόπους ξεκαρδιστική γραφή του, τη χρήση ευφάνταστων μεταφορών, λεκτικών παιχνιδιών και αφηγηματικών μικρο-ευρημάτων, καθώς και για το γεγονός ότι όλα αυτά δεν μοιάζουν να αποτελούν κούφια επίδειξη, αλλά η συγγραφέας τα αξιοποιεί σε ένα αφηγηματικό πρόγραμμα με σκοπό να συγκροτήσει ένα φαινομενικό παράδοξο, που στην πράξη αποδεικνύεται ιδιαίτερα ενδιαφέρον: μια χαρούμενη δυστοπία, μια δυστοπία που είναι ταυτόχρονα και λούνα παρκ, έναν κόσμο εφιαλτικό ακριβώς γιατί είναι τόσο διασκεδαστικός.

info: Γιούλη Αναστασοπούλου, Τι συμβαίνει με τα βατόμουρα; εκδόσεις Θράκα

Προηγούμενο άρθροΈλενα Χουζούρη, Ο θείος Αβραάμ μένει πάντα εδώ
Επόμενο άρθροΤι λένε οι αμερικανοί διανοούμενοι για τον Ντύλαν (ανταπόκριση από Μανχάταν του Χρήστου Τσιάμη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ