Της Βίκυς Βασιλάτου-Σαρρή.
…ήταν κάποια παραμύθια που ξεκίνησαν ως προφορική παράδοση. Γονείς, παππούδες, νταντάδες, αδέλφια, τροφοί, τα διηγούνταν στα παιδιά για να τα ψυχαγωγήσουν μα και να τα δασκαλέψουν. Μια φορά κι έναν καιρό, ακούγονταν πολλές φανταστικές ιστορίες στην οικία Perrault. Το 1697, μάλιστα, οχτώ από αυτές, επιλέχτηκαν και γράφτηκαν από τον Charles Perrault -ίσως και από τον τρίτο του γιο, Pierre Darmancour ή d’Armancour(t), πλανάται ακόμα ένα πέπλο μυστηρίου γύρω από αυτό το θέμα. Αυτές οι Ιστορίες ή παραμύθια του παρελθόντος με Ηθικολογίες (Histoires ou contes du temps passé avec Moralités), πιο γνωστές με τον τίτλο, Ιστορίες της μαμάς μου της Χήνας (Les Contes de ma mère l’Oye), σηματοδότησαν, σύμφωνα με την Denise Escarpit*, την απαρχή της παιδικής και νεανικής ευρωπαϊκής λογοτεχνίας.
Έκτοτε, εκατοντάδες «Μια φορά κι έναν καιρό…» νανούρισαν, ψυχαγώγησαν, δίδαξαν εκατοντάδες παιδιά. Σαν τα παραμύθια όμως του Perrault, κανένα. Είναι σημείο αναφοράς. Ποιος δεν ξέρει με κάθε λεπτομέρεια τις δύο δημοφιλέστερες ιστορίες της Κοκκινοσκουφίτσας και της Σταχτοπούτας του; Ποιο παιδί δεν μεγάλωσε ακούγοντας, διαβάζοντας, βλέποντας στο θέατρο και τον κινηματογράφο αυτά δύο τα παραμύθια; Κανένα. Όλα γνωρίζουν τα κλασσικά αυτά παραμύθια δια χειρός Perrault, ή μήπως, τελικά, δια χειρός αδελφών Grimm; Η Κοκκινοσκουφίτσα που ερωτεύτηκε όταν ήταν παιδί ο Charles Dickens και πίστευε ότι αν μπορούσε να την παντρευτεί, θα γνώριζε την απόλυτη ευτυχία, ήταν άραγε η ηρωίδα του Charles Perrault ή των αδελφών Grimm;
Και ο Charles Perrault και οι αδελφοί Grimm «πάτησαν» πάνω στην προφορική παράδοση, στην ελληνική μυθολογία, σε μύθους της αρχαίας Αιγύπτου, σε κινεζικά χειρόγραφα, σε λαϊκά παραμύθια· μα διηγήθηκαν τις ιστορίες τους ο καθένας με τον τρόπο του. Και δεν φταίει μόνο το γεγονός ότι τις έγραψαν με διαφορά σχεδόν ενός αιώνα. Φταίει κυρίως τι επιθυμούσε να πει στα παιδιά ο Γάλλος παραμυθάς και τι οι Γερμανοί.
Διαβάζοντας πιο προσεκτικά την Κοκκινοσκουφίτσα του Perrault, εν αντιθέσει με αυτή των Grimm, διαπιστώνουμε ότι εμπεριέχει μια υποβόσκουσα σεξουαλικότητα (ξαπλώνει στο κρεβάτι με τον κακό λύκο γυμνή) και ένα σκληρό ηθικό δίδαγμα (το παραμύθι ολοκληρώνεται με τον λύκο να την τρώει και όχι να σώζεται εκείνη και η γιαγιά της από τον κυνηγό, και συμπληρώνεται με ένα ποιηματάκι ηθικοπλαστικού χαρακτήρα για τα νέα και όμορφα κορίτσια που οφείλουν να μην μιλούν και στην ουσία να μην ενδίδουν σε ξένους άνδρες). Έχει παρατηρηθεί ότι πολλοί γονείς προτιμούν αυτή την εκδοχή γιατί τρομάζει τα παιδιά. Ναι, αλλά δεν μαλακώνει τους φόβους τους όπως οφείλει να κάνει ένα παραμύθι, δεν τα απενοχοποιεί, δεν τα βοηθά στην ενδοσκόπησή τους, στην κατανόηση των επιπέδων ενηλικίωσής τους όπως αποσκοπούν τα παραμύθια των Γερμανών παραμυθάδων.
Όσον αφορά στη Σταχτοπούτα, αν και η ιστορία της θυμίζει κατά πολύ αυτή της ιταλίδας Γάτας της στάχτης (από τη συλλογή Pentamerone, 1634-1636, του Giambattista Basile), ο Perrault μας τη σύστησε ως ένα κορίτσι που αναδύθηκε, τελικά, μέσα από τις στάχτες του με το γυάλινο γοβάκι και την κολοκύθα που το οδήγησε στον χορό του πρίγκιπα και «ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα». Οι αδελφοί Grimm έγραψαν μια τελείως διαφορετική ιστορία, που δεν έχει τίποτα από τα φρου-φρου στοιχεία που τόσο άρεσαν στην γαλλική αυλή επί Perrault και στη συνέχεια στον αμερικανό κινηματογραφιστή, Walt Disney. Η Σταχτοπούτα των Grimm εμβαθύνει περισσότερο στο ψυχολογικό κομμάτι όσον αφορά στις γονεϊκές και αδελφικές σχέσεις, ενώ ταυτοχρόνως έχει και μια χροιά εκδίκησης και δικαίωσης με την τύφλωση των δύο αδελφάδων στο τέλος του παραμυθιού τους. Με άλλα λόγια, κατάφεραν ο αναγνώστης-παιδί να γοητευτεί και να ταυτιστεί με τις δυσκολίες που συναντά η ηρωίδα και να συνειδητοποιήσει ότι όσο δύσκολα κι αν είναι τα βιώματά του, θα βγει νικητής όπως κι η Σταχτοπούτα.
Ο Perrault υπήρξε σαφώς σπουδαίος παραμυθάς, αλλά οι ιστορίες του ήταν πιο επιφανειακές· δεν έπαιζαν τόσο με τη φαντασία του παιδιού, δεν καλλιεργούσαν το υποσυνείδητό του, δεν το άφηναν να ταυτιστεί, να καταπολεμήσει τα άγχη και τις φοβίες του ως και όσο όφειλε να το κάνει. Ειδήμονες σε αυτόν τον τομέα υπήρξαν περισσότερο οι δύο αδελφοί. Αναμφίβολα όμως και ο μεν και οι δε άνοιξαν τον δρόμο για να γραφτούν πολλά ακόμα παραμύθια και να εμπνεύσουν την Αγγελική Στρουμπούλη, τον Σωτήρη Ηλιάδη και τη Marissa Meyer να μας διηγηθούν μια άλλη εκδοχή της Κοκκινοσκουφίτσας, μια άλλη της Σταχτοπούτας.
Αυτοί οι τρεις σύγχρονοι συγγραφείς, πλάθουν τη δική τους ιστορία, ανατρέχοντας σε δύο διαχρονικά παραμύθια, που η πατίνα του χρόνου έχει αποδείξει την αξία τους. Η πρώτη αντίδραση του αναγνώστη ενδέχεται να είναι αρκετά αντιδραστική. Θα μπορούσε να σκεφτεί ότι ελλείψει δικής τους φαντασίας, σφετερίστηκαν την έμπνευση και τη φαντασία του Perrault ή των Grimm. Μα, εν τέλει, μήπως και εκείνοι δεν πάτησαν σε προϋπάρχουσες ιστορίες; Στη συνέχεια, θα συνειδητοποιήσει ότι αυτό το τόλμημα δεν είναι τόσο ασφαλές όσο μπορεί να έμοιαζε πριν από τέσσερις αιώνες γιατί, όντας ήδη γνώστης του κλασσικού παραμυθιού, είναι πολύ πιθανό ν’ απαξιώσει αυτή την καινούργια προσέγγιση μη τυχόν κι ανατραπεί ή σπιλωθεί το «conte de chevet» του.
Εν ολίγοις, αυτή η εκ πρώτης όψεως εύκολη λύση, μπορεί να αποβεί μοιραία και να οδηγήσει τον σύγχρονο συγγραφέα επί ξύλου κρεμάμενο. Αλήθεια θα καταφέρουν να σωθούν από την «κρεμάλα» οι Στρουμπούλη, Ηλιάδης και Meyer;
Στο παραμύθι τους, Ρεντ, Μπελάς στο δάσος, η Αγγελική Στρουμπούλη και ο Σωτήρης Ηλιάδης μάς σκιαγραφούν το πορτραίτο μιας Κοκκινοσκουφίτσας του 21ου αιώνα. Δεν είναι το καλοκάγαθο κορίτσι των αδελφών Grimm, είναι μια «εγωίστρια και κακιά, δύστροπη και αγενής, πεισματάρα και κακομαθημένη» Υδραία. Κακομεταχειρίζεται τα ζώα και δεν έχει καμία οικολογική συνείδηση. Διαβάζοντας το παραμύθι, πολλά παιδιά θα ταυτιστούν με αυτό το ρέμπελο κοριτσάκι, άλλα πάλι θα ενοχληθούν από τη συμπεριφορά του, πάντως όπως και να έχει όλα θα διδαχτούν πολλά από τις περιπέτειές του.
Ένα άλλο πολύ ενδιαφέρον στοιχείο της Ρεντ, είναι το θέμα της διαφορετικότητας. Πέρα από τη βασική ηρωίδα, που όπως προείπαμε απέχει παρασάγγας από την εικόνα που είχαμε έως τώρα στο μυαλό μας, ο λύκος από κακός περιγράφεται ως ένας καταπιεσμένος φιλάνθρωπος και χορτοφάγος, που ενώ δεν θέλει να είναι σαν όλους τους άλλους λύκους, δυσκολεύεται να αποδεχτεί την ιδιαιτερότητά του γιατί θα τον περιγελάσουν. Αυτή η έλλειψη αυτοπεποίθησης του λύκου, σε συνδυασμό με τη γιαγιά που προλαβαίνει να κρυφτεί στην ντουλάπα προτού την φάει, την Κοκκινοσκουφίτσα που γλυτώνει από τα δόντια του και τον τιμωρεί με οικιακές δουλειές και την τιμωρία της από το συμβούλιο του δάσους λόγω κακομεταχείρισης των ζώων, δίνουν μια άλλη νότα στο κλασικό παραμύθι.
Η Αγγελική Στρουμπούλη, ο Σωτήρης Ηλιάδης και ο εικονογράφος, Δημήτρης Φουσέκης, σώζονται από την «κρεμάλα» γιατί κάνουν τους μικρούς αναγνώστες να γελάσουν. Και μέσα από το γέλιο και τις όμορφες εικόνες, τους μαθαίνουν με πολύ έξυπνο τρόπο τι σημαίνει φιλοζωία, οικολογία, διαφορετικότητα. Σαφώς και οι συγγραφείς πήραν αρκετά στοιχεία από το κλασικό παραμύθι, στο οποίο αναφέρονται άλλωστε και εντός του κειμένου τους, κάνοντας μνεία σε αυτό, ενώ, ταυτόχρονα, διαφοροποιούνται από αυτό. Η Ρεντ τους όμως είναι ένα ξεχωριστό κοριτσάκι. Και ο συμπρωταγωνιστής της, ο λύκος, επίσης. Και οι δύο έχουν κάτι το ουσιώδες να πουν. Και οι δύο αντιπροσωπεύουν κάτι, και καθώς ταυτίζονται είτε με τη μία είτε με τον άλλον, ανάλογα με την εσωτερική τους ανάγκη, τα παιδιά αποδέχονται πιο εύκολα την «κοκκινοσκουφίτσα» ή τον «λύκο» που κρύβουν μέσα τους και μαθαίνουν να αγαπάνε τα ζώα και να σέβονται το περιβάλλον. Αυτό δεν είναι άλλωστε και το ζητούμενο των παραμυθιών: διδασκαλία δια ψυχαγωγίας;
Από την άλλη, τη Σίντερ της Marissa Meyer, δεν μπορείς να την αποκαλέσεις παραμύθι. Είναι μια μυθοπλαστική εφηβική ιστορία που επιθυμεί περισσότερο να ψυχαγωγήσει παρά να διδάξει. Η Σίντερ είναι μια μοντέρνα Σταχτοπούτα, που θυμίζει κάτι από Perrault, τίποτα από Grimm, και περιέχει πολλές-πολλές δόσεις επιστημονικής φαντασίας. Τι σώζει την πρωτοεμφανιζόμενη αμερικανίδα συγγραφέα από την «κρεμάλα»; Το ότι, ακολουθώντας τη σίγουρη συνταγή επιτυχίας που σου χαρίζει ένα εφηβικό μυθιστόρημα φαντασίας, κατάφερε να επεξεργαστεί και να εξελίξει με την πολλά υποσχόμενη πένα της την εικόνα και την ιστορία της Σταχτοπούτας. Με άλλα λόγια, πήρε ό,τι χρειαζόταν από τον Γάλλο παραμυθά, και αφέθηκε στη φαντασία της για να ξαναπλάσει τόσο την ηρωίδα όσο και το παραμύθι.
Το μυθιστόρημά της μας ταξιδεύει στο μέλλον, σ το βασίλειο του Νέου Πεκίνου, όπου μας συστήνει την ηρωίδα-σάιμποργκ της, τη Σίντερ (Cinder στα αγγλικά από το Cinderella). Σε αντίθεση με το κλασικό παραμύθι, δεν εργάζεται στο σπίτι ως παραδουλεύτρα, αλλά είναι μία ταλαντούχα μηχανικός που συντηρεί τη -γνωστή σε όλους μας- τυραννική μητριά και τις αδελφές της επισκευάζοντας ανδροειδή. Σε αντίθεση με το κλασικό παραμύθι, δεν υπάρχει το -γνωστό σε όλους μας- γοβάκι, δεν λείπει όμως ο όμορφος πρίγκιπας. Το μυθιστόρημα είναι αλήθεια πως δίνει αρκετή βαρύτητα στον έρωτα της Σίντερ με τον Κάι, αλλά όχι μόνο: γινόμαστε αυτόπτες μάρτυρες ενός θανατικού, ενός επικείμενου πολέμου μεταξύ του Νέου Πεκίνου και της Λούνα (της πρώτης αποικίας ανθρώπων στη Σελήνη), της καλπάζουσας εξέλιξης της επιστήμης, όπως και της ανακάλυψης της πραγματικής, πριγκιπικής ταυτότητας της ηρωίδας της.
Η Σίντερ έχει αποσπάσει πολλές διθυραμβικές κριτικές και θα συμφωνήσω πως η Meyer πράγματι έχει κάνει μια αξιόλογη δουλειά, έχει γράψει ένα ευχάριστο νεανικό μυθιστόρημα, έχει σκιαγραφήσει με μεγάλη προσοχή τη βασική της ηρωίδα μα και τους δευτερεύοντες ήρωες της, έχει κάνει μια ενδελεχή επιστημονική έρευνα, αλλά δεν έχει δώσει την απαιτούμενη προσοχή σε κάτι πολύ βασικό. «Μυριζόμαστε» από τις πρώτες 100 περίπου σελίδες (από τις συνολικά 482), αρκετά στοιχεία για το πώς θα εξελιχθεί η ιστορία. Θα ήταν προτιμότερο να είχε κρατήσει περισσότερο το σασπένς του αναγνώστη ή να του ανέτρεπε αυτό που εξ αρχής θεωρούσε αυτονόητο πως θα συμβεί. Ευελπιστώ τα επόμενα τρία βιβλία της (εμπνευσμένα από την Κοκκινοσκουφίτσα -η Σκάρλετ αναμένεται να κυκλοφορήσει το Φθινόπωρο από τις εκδόσεις Πατάκη-, τη Χιονάτη και τη Ραπουνζέλ), που θα ολοκληρώσουν και την Τετραλογίας της Σελήνης της, να μας κρατήσουν για περισσότερο χρόνο σε αναγνωστική εγρήγορση.
Στοιχεία βιβλίων:
Ρεντ, Μπελάς στο δάσος της Αγγελικής Στρουμπούλη και του Σωτήρη Ηλιάδη, εικονογράφηση του Δημήτρη Φουσέκη (εκδ. Καστανιώτη, 2012)
Σίντερ της Marissa Meyer, μετάφραση του Αλέξανδρου Καλοφωλιά (εκδ. Πατάκη, 2013).
*Η παιδική και νεανική λογοτεχνία στην Ευρώπη της Denise Escarpit (εκδ. Καστανιώτη, 1995).
Από τους δημιουργούς, ένα μεγάλο ευχαριστώ στον “Αναγνώστη” και στην Βίκυ Βασιλάτου-Σαρρή για τα καλά της λόγια! (και την αποφυγή της “κρεμάλας”)