Του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου
Η Ιλιάδα είναι ένα έπος τιτάνιων συγκρούσεων, όπου διάσημοι ήρωες ανταλλάσσουν τη δύναμη, τη γενναιοφροσύνη, την τιμή και την αθωότητα, αλλά και την πονηριά, την οργή ή τον θυμό τους, για να καταλήξουν σε έναν δοξασμένο θάνατο (όποτε καταλήγουν όντως στον θάνατο). Τι γίνεται, όμως, με όλους εκείνους που όταν θα πεθάνουν δεν θα φιλοξενηθούν παρά με μια μόνο αράδα στον ομηρικό στίχο (ένα πέρασμα τόσο βιαστικό και ακαριαίο όσο και η έλευση του θανάτου); Διαβάζω το ωραίο βιβλίο της Άλις Όσβαλντ (Alice Oswald) Μνημείο πεσόντων (Memorial. An Excavation of the ‘’Iliad’’), που μετέφρασε έξοχα για τις εκδόσεις Μελάνι η Μυρσίνη Γκανά, αποδεικνύοντας και στο μεταφραστικό πεδίο τις ποιητικές της ικανότητες (το προλογικό της σημείωμα αποτελεί επίσης υπόδειγμα ακρίβειας και πυκνότητας).
Η Όσβαλντ (γεννημένη το 1966) είναι μια ποιήτρια που συζητιέται ιδιαιτέρως τα τελευταία χρόνια στη βρετανική λογοτεχνική σκηνή. Το 2002 τιμήθηκε με το βραβείο T. S. Eliot και το 2009 με το βραβείο Ted Hughes. Οι βρετανοί κριτικοί τονίζουν συχνά στις αναλύσεις τους τον τρόπο με τον οποίο εισάγει στην ποίησή της από τη μια μεριά τον κλασικισμό (έχει κάνει κλασικές σπουδές στην Οξφόρδη) και από την άλλη την εξύμνηση της φύσης, που αποκτά πάραυτα στις εικόνες της μιαν εσώτερη διάσταση (σημειωτέον ότι η ποιήτρια αρέσκεται να επαναλαμβάνει στο βιογραφικό της ότι έχει εκπαιδευτεί στην κηπουρική). Η λυρική λατρεία του φυσικού περίγυρου αποτελεί απαραγνώριστο χαρακτηριστικό του Μνημείου πεσόντων, ορίζοντας αυτομάτως και την ατμόσφαιρα εντός της οποίας τελειώνουν τον βίο τους οι ήρωες του βιβλίου – ήρωες αντλημένοι από την ονοματολογία των αφανών νεκρών της Ιλιάδας. Κατονομασμένοι και καταμετρημένοι με πάσα λεπτομέρεια, πλην παντελώς άγνωστοι και ανώνυμοι, που σβήνουν πάνω στο φούντωμα της ηλικίας τους, που βλέπουν για ύστατη φορά το φως της ημέρας ενώ τα πάντα τριγύρω τους ασφυκτιούν από ορμή και δράση. Έπαψε τέλος κι άδειασεν η φύσις κι η ψυχή μου, όπως το λέει ο Σολωμός.
Εκείνο που κάνει η Όσβαλντ είναι να δώσει ένα ορισμένο βάθος (όσο μικρό ή σύντομο κι αν μοιάζει) στα αφανή ομηρικά ονόματα. Ποιος μπορεί να θυμάται τον Άμφιο, τον Σώκο και τον Ιππόμαχο; Ποιος έχει κάτι να πει για τον Τληπόλεμο, τον Εύιππο και τον Θράσιο; Ποιος είναι σε θέση να ανακαλέσει τον Χρόμιο, τον Ορέστη και τον Λυκοφόντη, καθώς και τους δεκάδες ακόμα δια παντός ξεχασμένους και παραμελημένους; Η Όσβαλντ δεν επιζητεί, εντούτοις, να βρει απλώς μερικά λόγια παρηγοριάς, να περιοριστεί σε κάποιες λέξεις ικανές να ξορκίσουν τους αμέτρητους αιώνες που έχουν μεσολαβήσει από τη σώρευση των νεκρών. Ζητάει να γεμίσει τον λόγο τους με σκηνές από την καθημερινή τους ζωή, δοκιμάζει να επινοήσει στιγμιότυπα από τα χρόνια που οι πρακτικές ανάγκες υπαγόρευαν και γλύκαιναν τις μέριμνες και τις φροντίδες τους. Και τα άδηλα αυτά βιογραφικά, που έρχονται ξαφνικά να διώξουν την πανάρχαια σκόνη και να μνημειώσουν το τίποτε (αίροντας το σεφερικό Κανείς δεν τους θυμάται. Δικαιοσύνη), συνιστούν μιαν εξαιρετικά ευρύχωρη και γενναιόδωρη ποίηση: μια ποίηση που χρησιμοποιεί τις σταθερά επανερχόμενες επαναλήψεις της (κάτι σαν μοτίβα μοιρολογιού, όπως το σημειώνει η Όσβαλντ στο εισαγωγικό της) για να προσφέρει στους πεσόντες έστω και μια λεπτή φέτα αθανασίας.