Του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου
O Ολιβιέ Γκεζ (Olivier Guez) γεννήθηκε στο Στρασβούργο το 1974 και σπούδασε κοινωνικές επιστήμες και οικονομικά και ευρωπαϊκά θέματα. Συνεργάζεται ως ανεξάρτητος δημοσιογράφος με έγκυρες εκδόσεις του διεθνούς Τύπου και πέρσι τιμήθηκε με το βραβείο Renaudot για το μυθιστόρημά του Η εξαφάνιση του Γιόσεφ Μένγκελε. Αυτό είναι το βιβλίο που κυκλοφόρησε πριν από λίγες ημέρες στα ελληνικά σε μετάφραση Ευγενίας Γραμματικοπούλου από τις εκδόσεις Κριτική, προσφέροντας στο κοινό την ευκαιρία να ανατρέξει στον βίο και την πολιτεία ενός από τους πλέον αιμοσταγείς ναζί: του δόκτορος Μένγκελε ο οποίος υποδεχόταν στο Άουσβιτς τα κατάφορτα τρένα με τους Εβραίους για να διαλέξει μέσα από τη μάζα των χιλιάδων δυστυχισμένων τους άτυχους (ακόμα πιο άτυχους και από τους υπόλοιπους) που θα κατέληγαν πειραματόζωα για τα τρομώδη ιατρικά του πειράματα.
Ο Γκεζ έχει γράψει ένα non fiction μυθιστόρημα, ένα βιβλίο που βασίζεται σε ντοκουμέντα και μελέτες για τον Μένγκελε, κινώντας τη δράση του χωρίς κανένα επιπλέον μυθοπλαστικό στοιχείο. Αυτό δεν το κάνει λιγότερο σημαντικό, πολλώ δε μάλλον που ο συγγραφέας έχει και ικανότητες ιστορικού μυθιστοριογράφου οι οποίες τον βοηθούν να αναδείξει ανάγλυφη τη δομή της αίσθησης της εποχής την οποία προσεγγίζει. Ο χρόνος αναφοράς της αφήγησης είναι η μεταπολεμική περίοδος του Μένγκελε πρώτα στην Αργεντινή και κατόπιν στην Παραγουάη και τη Βραζιλία. Παρά το τεράστιο ενδιαφέρον που επέδειξαν οι κυνηγοί των ναζί και η ισραηλινή μυστική υπηρεσία της Μοσάντ για την περίπτωσή του, και παρά τους δεκάδες θρύλους που κυκλοφόρησαν κατά καιρούς γύρω από το πρόσωπό του, ο διαβόητος σφαγέας δεν πιάστηκε ποτέ. Τα χρήματα που διέθετε από την εύπορη οικογένειά του; Τα υψηλά και αγωνιώδη μέτρα προφύλαξης που κατόρθωνε πάντοτε να παίρνει; Η καλή του τύχη; Ή, τέλος, η βαθμιαία κούραση των διωκτών του και η παραίτησή τους από τον αγώνα της σύλληψής του; Ό,τι κι αν συνέβη, ο Γιόσεφ Μένγκελε πέθανε εντελώς μόνος και, το κυριότερο, παντελώς αμετανόητος.
Και αυτό είναι που κυρίως δείχνει το μυθιστόρημα του Μένγκελε: έναν γιατρό που έμεινε μέχρι την εσχάτη ώρα πεπεισμένος για τα δίκαιο των πράξεών του. Ο Γκεζ υποδεικνύει και άλλους υπαιτίους της μεταπολεμικής λήθης για τους ναζί: τον Χουάν Περόν της Αργεντινής που προσέφερε καταφύγιο σε πλήθος χιτλερικούς εγκληματίες ή τις κυβερνήσεις της Γερμανίας μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο που δέχθηκαν χωρίς επιφυλάξεις στους κόλπους τους πρώην στελέχη της ναζιστικής κρατικής μηχανής. Το αμετανόητο, παρόλα αυτά, του Μένγκελε παραμένει κάτι μοναδικό: όχι γιατί τάχα άλλοι ναζί μετανόησαν και μεταστράφηκαν, αλλά επειδή ο Μένγκελε έδωσε στις φονικές του ενέργειες επιστημονικό ντύμα: το ντύμα της επένδυσης για το μέλλον, τη φόρμα ενός κατάμαυρου οράματος που δεν αποχωρίστηκε και δεν αποκήρυξε ούτε μία στιγμή. Κι ένα από τα πιο δυνατά σημεία του βιβλίου υπό αυτή την έννοια είναι η σχέση του Μένγκελε με τον γιο του απέναντι στον οποίο δεν θα καταφέρει να προφέρει ούτε μια λέξη άρνησης του παρελθόντος του. Ας διαβάσουμε την Εξαφάνιση του Γιόζεφ Μένγκελε προσεκτικά: όχι γιατί προοιωνίζεται έναν κίνδυνο για τις ημέρες μας, που σίγουρα δεν είναι οι καλύτερες για τη δημοκρατία τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Αμερική, αλλά γιατί ανασκαλεύει μια μνήμη που οφείλουμε να μην παραγράψουμε ποτέ.