H (πολεμική) ιστορία, το αναπόδραστο παρόν μας

0
356

Του Ευριπίδη  Γαραντούδη

 

ZAFEIRIOY PROS TA POYΣε απόσταση σήμερα 30 χρόνων από την έκδοση του πρώτου ποιητικού βιβλίου του, το 1983, και έχοντας στο ενεργητικό του 10 ποιητικά βιβλία, με το ενδέκατο, Προς τα πού (Μια πολεμική ιστορία), ο Σταύρος Ζαφειρίου συνεχίζει το έργο του στη γραμμή ενός σύνθετου, φιλόδοξου ή και μεγαλεπήβολου εγχειρήματος, αντίστοιχου μιας ήδη κατακτημένης με τα προηγούμενα βιβλία του ποιητικής ωριμότητας.

Πριν, όμως, αναφερθώ σε αυτό καθεαυτό το εγχείρημα του Προς τα πού (Μια πολεμική ιστορία), θεωρώ σκόπιμη μια αναδρομή στο παλαιότερο ποιητικό έργο του Ζαφειρίου, με κύριο στόχο να επισημάνω τα βασικά χαρακτηριστικά μιας εξελικτικής πορείας ωρίμανσης, που οδηγεί σταδιακά και μέσα από καλά υπολογισμένα βήματα στο τελευταίο βιβλίο. Tα τέσσερα πρώτα βιβλία του Zαφειρίου, όσα εκδόθηκαν στη δεκαετία του 1980, Tο ευλύγιστο πέλμα (1983), … και να μπλοφάρουμε στο όνειρο (1984), Στη μουβιόλα (1986) και Zεστή πανσέληνος (1988), φέρουν τα ίχνη της γοητείας που άσκησαν στον τότε νέο ποιητή ορισμένα αμερικάνικα μεταπολεμικά ρεύματα, όπως η beat και η εξομολογητική ποίηση. Μάλιστα στη σχέση του Zαφειρίου με την αμερικάνικη λογοτεχνία διαμεσολάβησαν ορισμένοι έλληνες ποιητές της δεκαετίας του 1970, κυρίως ο Aλέξης Tραϊανός. Tα βιβλία αυτά χαρακτηρίστηκαν από την εκφραστική και θεματική συνοχή τους. Στο βάθος λειτουργούσε ακόμα η νοσταλγία για τον μύθο του καταραμένου ποιητή, στην αμερικάνικη εκδοχή της beat generation. Mε άλλα λόγια, επρόκειτο για μια έντονα βιωματική ποίηση, με σταθερό σημείο αναφοράς το ποιητικό υποκείμενο που ταλανίζεται από την υπαρξιακή και κοινωνική μοναξιά, αναζητά τα ερείσματα του έρωτα και της ανθρώπινης επικοινωνίας μέσα σ’ ένα αντίξοο κοινωνικό περιβάλλον, στο οποίο αντιτάσσει την αντικαθωσπρεπική συμπεριφορά, τη γλωσσική βία και την ποιητική του έπαρση. Tα ερεθίσματα του Zαφειρίου αντλούνταν κυρίως από τον χώρο της σύγχρονης πόλης. Πίσω από την απώθηση για τη σύγχρονη πραγματικότητα υποκρύπτονταν η συγκαλυμμένη τρυφερότητα και η ευαισθησία, αντλημένες ακόμη και από ποταπά, κατά τη συμβατική ηθική, πρόσωπα και περιβάλλοντα.

Στη συνέχεια, με τα ποιήματα της συλλογής H δεύτερη πεταλούδα και η φωτιά (1992), ο Zαφειρίου εμφανίστηκε σχεδόν μεταμορφωμένος σε σύγκριση με τα τέσσερα πρώτα βιβλία του. O λόγος του απέβαλε την παλαιά του οξύτητα και αποσπασματικότητα, έγινε αφηγηματικός, νηφάλιος και υποβλητικός. Aυτή η αλλαγή του τόνου συνδυάστηκε με μια ριζικά νέα θεματολογία. O ποιητής εγκατέλειψε το γνώριμό του σκηνικό της πόλης και έπαψε να καταγράφει άμεσα βιώματα· οικειώθηκε τον κόσμο της έντεχνης και λαϊκής λογοτεχνικής παράδοσης και τους δικούς της κώδικες επικοινωνίας και γνώσης, τον μύθο, τον θρύλο, τη γητειά, το παραμύθι. Aπαγκιστρώθηκε έτσι από την απεικόνιση της σκληρής κοινωνικής-αστικής πραγματικότητας και στράφηκε προς μια ποίηση μυητικής πορείας του αναγνώστη σε μια υποβλητικά αποκαλυπτόμενη μυθική διάσταση του κόσμου. Tο αποτέλεσμα ήταν ανάλογο της προσπάθειας για εκφραστική ανανέωση: από τον βιωματικό ποιητή που κατεργαζόταν τη φθαρτή καθημερινότητα για να αποτυπώσει σκέψεις και αισθήματα κυρίως του ιδιωτικού του χώρου, περάσαμε στον λόγιο ποιητή που αναδιφά με περίσκεψη και συγκίνηση σε μια ευρεία μορφωτική παρακαταθήκη (από τον Διγενή Aκρίτα και τον Δον Kιχώτη του Θερβάντες, μέχρι τους λαϊκούς θρύλους και το δημοτικό τραγούδι), προκειμένου να αναθέσει τον λόγο σε ποιητικά προσωπεία, όπως ο Nέρωνας, ο Σάντσο Πάντσα, μια αμαζόνα, ή για να αναζητήσει, εντρυφώντας στον μύθο, τα στοιχεία της συλλογικής καταγωγής και ταυτότητας, όπως π.χ. στο ποίημα  «Πού είναι ο Aλέξανδρος ο Mακεδών». Όλα τα ποιήματα της συλλογής H δεύτερη πεταλούδα και η φωτιά κεντρώνονται γύρω από την ανάγκη να αναπτυχθεί ο μύθος, στις διάφορες εκδοχές του (ο μύθος της λογοτεχνίας, της φυλής ή της εθνότητας, του κάτω κόσμου, του έρωτα) ως το συνεκτικό υλικό της κοινωνικής ζωής. O Zαφειρίου βέβαια δεν αποβλέπει ευθέως στη μυθική διδαχή ή την αισθητική αγωγή του αναγνώστη του. Φαίνεται κυρίως ο ίδιος να ανακάλυψε μια γόνιμη μορφωτική πηγή και μια ζωογόνο εκφραστική κοίτη.

Η έκτη συλλογή, Tα κατοικίδια (1997), αποτελείται από 32 ολιγόστιχα, επιγραμματικά ποιήματα, κατανεμημένα σε δύο ενότητες, «Mε τις σκιές» και «Mε τα μάτια». Tο κύριο ενδιαφέρον αυτού του βιβλίου έγκειται στην προσπάθεια του Zαφειρίου να συμπυκνώσει την έκφραση της σκέψης και του αισθήματος, αφαιρώντας κάθε περιττό στοιχείο. Έτσι, τα ποιήματα γίνονται λιτά, απέριττα και καίρια, ωστόσο στο σύνολό τους, συγκρινόμενα με εκείνα της συλλογής H δεύτερη πεταλούδα και η φωτιά, κρίνονται ως μια δημιουργικά υποδεέστερη προσπάθεια. Στα Kατοικίδια συνδυάζονται το δημόσιο και το ιδιωτικό στοιχείο. Tα ποιήματα της δεύτερης ενότητας είναι ερωτικά, ενώ εκείνα της πρώτης αναφέρονται κυρίως στην ποίηση, αλλά και στη σχέση με το ιστορικό παρελθόν.

Το επόμενο βιβλίο, H Άτροπος των ημερών (1998), σημειώνει μια σημαντική δημιουργική καμπή για τον Zαφειρίου. Όσον αφορά καταρχάς στη δόμηση του βιβλίου η καμπή έγκειται στην πολυεπίπεδη συνθετική οργάνωσή του. Tο συνθετικό αυτό ποίημα κεντρώνεται γύρω από ένα βασικό θέμα της νεανικής ιδίως ποίησης στις δεκαετίες του 1980 και του 1990, το θέμα της φθοράς και του θανάτου. O Zαφειρίου, όμως, δεν διολισθαίνει στις καταχρηστικά επαναλαμβανόμενες συμβάσεις των συνομήλικων του ποιητών, στη ρητορική και δραματοποιημένη έκφραση και στη γλωσσική και μορφική κατασκευαστικότητα. Aντιθέτως, ο προσωπικός λόγος του συνδυάζει επιτυχώς την αφηγηματικότητα με την πυκνή και δραστική ποιητική διατύπωση. H βασική ιδέα του βιβλίου προέρχεται από την αρχαιοελληνική μυθολογία. H Άτροπος, η μία από τις τρεις Mοίρες, είναι εκείνη που, σύμφωνα με την ησιόδεια Θεογονία, κόβει το νήμα της ανθρώπινης ζωής, σηματοδοτώντας τον θάνατο. Γύρω από την κυριαρχική αυτή αίσθηση της φθοράς, μια αίσθηση που διαπερνά τα πάντα, το παρελθόν και το παρόν, την ιστορία και τη συγχρονία, τον καθημερινό βίο και την ποιητική υπέρβασή του, ο Zαφειρίου πλέκει τον ιστό της μεγαλεπήβολης σύνθεσής του. Aναζητά ένα τρόπο αναγνώρισης της ανθρώπινης ταυτότητας και μία οδό διαφυγής από τον αναπόδραστο θάνατο. Aκολουθεί την Άτροπο των ημερών στη μακρότατη πορεία της μέσα στον χρόνο και ενώνει, κομμάτι-κομμάτι, το κοινό νήμα του θανάτου. Στις τρεις πρώτες ενότητες η περιδιάβαση στον χώρο και στον χρόνο συναντά πλήθος σταθμούς: τις αναμνήσεις από τα παιδικά χρόνια στη Θεσσαλονίκη της δεκαετίας του 1960, τον πρώτο εφηβικό έρωτα, την επίσκεψη στην κορυφή του Όρους, την καταβύθιση στην ιστορία των παθών του Xριστού, των Pωμαίων αυτοκρατόρων, των σταυροφόρων, των Bαλκανικών Πολέμων, των κατεστραμμένων πόλεων και των σύγχρονων ευρωπαϊκών πρωτευουσών. Στη συνέχεια του βιβλίου η Άτροπος, αφού περιπλανήθηκε στην ατομική και στη συλλογική ιστορία, διασταυρώνεται με την ποίηση. Mέσα από την ποιητική εμπειρία διαπιστώνεται η απόσβεση της ατομικότητας του ποιητικού υποκειμένου στο ανώνυμο χωνευτήρι του χρόνου και αποκαλύπτονται η πλάνη του κόσμου και των αισθήσεων και η αδιαπέραστη μοναξιά. H Άτροπος των ημερών δεν απευθύνει, πάντως, ένα πειθήνιο ύμνο στο διαχρονικό μοιραίο, καθώς, όπως δείχνουν κάποια σημεία του βιβλίου, ο ποιητικός λόγος θα εξακολουθήσει να απολυτρώνει την ανθρώπινη φύση από την κυρίαρχη αγωνία, εκείνη του θανάτου. Eπίσης, στο αξιόλογο αυτό συνθετικό ποίημα η αγωνία απαλύνεται από την παρήγορη αίσθηση μιας ατέρμονης διάρκειας. Tην αίσθηση αυτή κατακτά κανείς όταν απολυτρωθεί από τη φθαρτή ατομικότητά του και εντρυφήσει στον αείροο Xρόνο.

Στο βιβλίο Σώματος λόγος (2004), επίσης συνθετικό ποιητικό έργο, θεματικό κέντρο είναι, όπως δηλώνει και ο τίτλος του βιβλίου, το σώμα και ο λόγος του ανθρώπου περί του σώματος (πάντως τη γενική «σώματος» ο κάπως ευφάνταστος αναγνώστης μπορεί να τη διαβάσει και ως επιθετικό προσδιορισμό στο «λόγος»). Το κέντρο αυτό παραμένει αμετάθετο, έτσι ώστε το βιβλίο να ανακαλεί τη γνωστή φράση του Σεφέρη ότι κατά βάθος ο ποιητής έχει ένα θέμα, το ζωντανό σώμα του. Διακριτικό στοιχείο του βιβλίου, που διαπλέκεται αξεδιάλυτα με τη συνθετική οργάνωσή του, είναι η πολύ ευρεία κειμενική περιοχή από την οποία αρδεύεται τόσο εκφραστικά όσο και θεματικά το σύνθεμα. Ο Ζαφειρίου διαλέγεται κυρίως με τα εκκλησιαστικά κείμενα και ειδικότερα ίσως με τα κείμενα της βυζαντινής υμνογραφικής παράδοσης. Αυτή πάντως η παράδοση φαίνεται να είναι μονάχα η κορυφή μιας πλατιάς διακειμενικής πυραμίδας στη βάση της οποίας στοιβάζονται, όπως φανερώνουν οι σημειώσεις στο τέλος του βιβλίου, πλήθος άλλα κειμενικά και εν γένει καλλιτεχνικά έργα. Ειδικότερα στον κειμενικό χώρο της υμνογραφικής παράδοσης μάς παραπέμπει η συχνή αποστροφή του ποιητικού υποκειμένου προς τον Κύριο, δηλαδή τον Θεό. Σε ορισμένα από τα ποιήματα, ο λόγος ανατίθεται σε ποιητικά προσωπεία αντλημένα κυρίως από τη χριστολογική παράδοση: στον ίδιο τον Ιησού Χριστό και στη Μαρία Μαγδαληνή, αλλά και σε μια μάγισσα του Μεσαίωνα. Παρά ωστόσο την άντληση και τη δημιουργική αφομοίωση ρητορικών τρόπων, προσωπείων και εκφραστικών ιχνών από την εκκλησιαστική και την υμνογραφική παράδοση, ο Ζαφειρίου κάθε άλλο παρά γράφει ένα συνθετικό ποίημα εναρμονισμένο με τη χριστιανική αντίληψη περί του σώματος και της ψυχής. Θα έλεγα ότι πράττει ποιητικώ τω τρόπω ακριβώς το αντίθετο. Συνθέτει, δηλαδή, μια αντεστραμμένη θεολογία, όπου στη θέση της ψυχής τοποθετεί το σώμα και στη θέση του Θεού τον άνθρωπο· με άλλα λόγια, και σχηματοποιώντας, ο Ζαφειρίου εκκινεί από μια αφετηρία θεολογική για να καταλήξει σε ένα τέρμα ανθρωπολογικό. Τέλος, άλλα δύο καίρια στοιχεία αναγνώρισης του Σώματος λόγος ως ενός πολυεπίπεδου συνθετικού ποιήματος είναι η πολυτροπία του ύφους, καθώς μέρη με περισσότερο στοχαστικό βάθος ή και αφηγηματική διάσταση εναλλάσσονται με ενότητες, όπου πυκνώνει το λυρικό στοιχείο και ανεβαίνει η γλωσσική θερμοκρασία, και η ρυθμική αγωγή που συνέχει ολόκληρο το σύνθεμα, καθώς στο σύνολο του Σώματος λόγος ο ποιητικός λόγος οργανώνεται σταθερά επάνω στη ρυθμική αγωγή του τονικοσυλλαβικού ρυθμού και, συγκεκριμένα, με δύο σχήματά του: κυρίως τον ιαμβικό ρυθμό που πολύ συχνά εμφανίζεται με το σχήμα του δεκαπεντασύλλαβου, συνήθως σπασμένου στα ημιστίχιά του, και, δευτερευόντως, τους στίχους αναπαιστικού ρυθμού, με ποικίλο συλλαβικό μήκος.

Στο βιβλίο Χωρικά (2007) ο Ζαφειρίου συνεχίζει στη γραμμή μιας υπαρξιακής-φιλοσοφικής ποίησης, επεκτείνοντας αυτή τη φορά το πεδίο της αναζήτησής του στην έννοια του χώρου, όπως εξάλλου δηλώνει ο τίτλος του νέου αυτού συνθέματός του. Ο τίτλος, ωστόσο, λειτουργεί και μέσα από την τεχνική της αμφισημίας: δεν πρόκειται μόνο για ποιήματα που ευθέως αναφέρονται στη σχέση ανθρώπου και χώρου (βλ. τους στίχους «και ο χώρος υφαίνει το σχήμα του γύρω από εμάς, / μια κι εμείς είμαστε ο ίδιος ο χώρος», σ. 11), αλλά και για ποιήματα που παραπέμπουν κρυπτικά στο νοηματικό βάθος των λυρικών μερών μιας τραγωδίας, στα χορικά της. Ανατρέχοντας μέσα από τα ποιήματά του στις αντιλήψεις περί του χώρου, έτσι όπως αυτές αναπτύσσονται από την αρχαία ελληνική σκέψη, κυρίως τον Πλάτωνα, μέχρι τη σύγχρονη επιστήμη, ιδίως τη φυσική, ο Ζαφειρίου συνεχίζει να γράφει μια κατά βάθος ανθρωποκεντρική ποίηση, επειδή αυτό που τον απασχολεί είναι η αλληλενέργεια ανάμεσα στον άνθρωπο και τον χώρο. Δεδομένου, επίσης, ότι στην ανθρώπινη αντίληψη της πραγματικότητας ο χώρος συνδέεται στενά με τον χρόνο, οι χωρικοί στοχασμοί του Ζαφειρίου ανατέμνουν και τον χώρο και τον χρόνο, ανατρέχοντας, όπως και στα προηγούμενα βιβλία του, σε έναν χωροχρόνο που διατρέχει μεγάλο μέρος της ανθρώπινης ιστορίας. Το συνθετικό σχέδιο που συνέχει τα ποιήματα των Χωρικών είναι εκείνο της αρχαίας τραγωδίας και ιδίως των λυρικών μερών της, όπως δείχνει η τιτλοφόρηση των ενοτήτων του βιβλίου με τις λέξεις «Πάροδος», «Στάσιμα» και «Έξοδος». Η συνθετική και συνάμα διακειμενική αυτή επιλογή φαίνεται να αποσκοπεί και στην υπόδειξη προς τον αναγνώστη ότι τα Χωρικά είναι ένα ακόμα ποιητικό ανάπτυγμα της παμπάλαιας και διαρκώς σύγχρονης υπαρξιακής περιπέτειας του ανθρώπου μέσα στον χώρο και τον χρόνο.

Το Ενοχικόν. Ο μονόλογος ενός δράστη (2010) είναι ένα ακόμα συνθετικό ποίημα, όπου αναμιγνύεται η ποιητική με την πεζόμορφη φόρμα. Το κείμενο διαιρείται σε 15 μέρη τιτλοφορημένα με λατινικές φράσεις που έγιναν παροιμιώδεις ή απέκτησαν ισχύ γνωμικών και αποφθεγματικών διατυπώσεων. Στο ποίημα διερευνάται η έννοια της ενοχής στις πολλές και ποικίλες εκδοχές της, με περισσότερο εμφανές σημείο διαλόγου γύρω από τη φύση της ενοχής τα λογοτεχνικά και ιδιωτικά γραπτά του Φρανς Κάφκα. Η έννοια της ενοχής οδηγεί σε μια πολυεπίπεδη αναζήτηση της ηθικής, πρωτίστως της ηθικής της ίδιας της ποιητικής γραφής. Ο Ζαφειρίου εδώ επινοεί το τέχνασμα της προσπάθειας για τη σύνταξη ενός χειρόγραφου κειμένου, που στην αρχή του ποιήματος φαίνεται ότι στο μεγαλύτερο μέρος του χάθηκε, ενώ στο τέλος του ποιήματος αποκαλύπτεται ότι ολόκληρο ενσωματώθηκε σε όσα αποσπασματικά μέρη του διαβάσαμε. Επίσης εξαρχής σκηνοθετείται στο Ενοχικόν, και μάλιστα με έντονη θεατρικότητα, ένας χώρος, ο χώρος του συγγραφικού υποκειμένου που βρίσκεται σε αναμέτρηση με τον περιβάλλοντα κόσμο, τα γεγονότα, την ιστορία, τα βιώματά του, τις σκέψεις του, όλα όσα οφείλει να μεταφέρει στον χώρο της γραφής. Στην πορεία του το ποίημα διαρκώς περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό του, προκειμένου να αναπαραστήσει τον αξεδιάλυτο δεσμό ανάμεσα στις διάφορες όψεις της ανθρώπινης εμπειρίας και τη γραφή ως προσπάθεια αυτή η εμπειρία να αποκτήσει το βαθύτερο ανθρώπινο νόημά της, διασώζοντας, εάν αυτό είναι δυνατό, ό,τι μπορεί να διασωθεί. Γι’ αυτό και η δραματική αίσθηση της ζωής και της γραφής συνδυάζεται με την ειρωνεία. Αν και ο αναγνώστης εύκολα αντιλαμβάνεται ότι το εμπειρικό υλικό που θεματοποιείται στο Ενοχικόν, π.χ. ο θάνατος του πατέρα ή ένας χαμένος έρωτας, βιωμένος με έντονα ενοχικά αισθήματα, ανάγεται στην ατομική σφαίρα του συγγραφέα, είναι φανερό ότι αυτό που ενδιαφέρει τον Ζαφειρίου και παράλληλα λειτουργεί ως ηθικό αίτημα του ποιήματός του είναι η αποδέσμευση του βιωματικού υλικού από την ατομική περιοχή και η αναγωγή του σε μια κοινή και καθολική εμπειρική σφαίρα. Το τρίτο μέρος του Ενοχικού, «Guarda e passa», όπου περιγράφεται η επίσκεψη ενός άδηλου προσώπου στο στρατόπεδο εξόντωσης (και σήμερα μουσείο) του Άουσβιτς και καταγράφονται οι σκέψεις που αυτή η επίσκεψη γεννά, προλέγει το βιβλίο Προς τα πού.

Το βιβλίο Προς τα πού (Μια πολεμική ιστορία), μια καλαίσθητη έκδοση, με φωτογραφία στο εξώφυλλο από εικαστικό έργο του Σταύρου Παναγιωτάκη, έχει μια πολλαπλή καταγωγική σχέση με τα προηγούμενα βιβλία του Ζαφειρίου, αρχής γενομένης από την Άτροπο των ημερών. Πρώτο και κυριότερο στοιχείο αυτής της σχέσης είναι η συνθετική δόμηση του ποιήματος. Αποτελείται από πέντε ενότητες με τους εξής κατά σειρά τίτλους: «Η διαθήκη των μύθων», «Το ταξίδι του αίματος», «Το λιοντάρι της Δρέσδης», «Προς τα πού» και «Φάουστ». Καθεμιά από τις ενότητες περιλαμβάνει τρία ή τέσσερα αριθμημένα μέρη. Στις τρεις πρώτες ενότητες επιτάσσονται πληροφορίες αντλημένες από διάφορες πηγές, προσωπικές αναμνήσεις από ταξίδια, παραθέματα από ιστορικά κείμενα και ιστορικές μελέτες και ο σχολιασμός τους, σημειώσεις σχολιασμού του ίδιου του ποιήματος και κυρίως του στοχαστικού υπόβαθρού του. Για το σύνολο αυτών των επιτασσόμενων στις ενότητες σημειώσεων ο Ζαφειρίου μάς πληροφορεί στην πρώτη από τις τρεις σημειώσεις στο τέλος του βιβλίου: «Τα παραθέματα, οι σημειώσεις και οι σημειώσεις επί των σημειώσεων δεν αποσκοπούν στην κατανοητική εξυπηρέτηση του αναγνώστη, αλλά μάλλον τροφοδοτούν τις εσωτερικές αναγκαιότητες του κειμένου. Ωστόσο, ο τρόπος της χρήσης τους εναπόκειται στην αναγνωστική διάθεση και επιλογή» (σ. 67). Με άλλα λόγια, θα έλεγα ότι αυτό το ποικίλο και ετερόκλητο υλικό των επιτασσόμενων στις ενότητες σημειώσεων λειτουργεί είτε όπως οι γνωστοί μας στοχασμοί του Σολωμού στα ανολοκλήρωτα συνθέματα της ωριμότητάς του, δηλαδή ως οδηγίες εις εαυτόν σε μια διαδικασία ανατροφοδότησης του στοχασμού για το προς τα πού πάει το ποίημα, είτε ως υλικό φανέρωσης του ποιητικού εργαστηρίου και κυρίως στερέωσής του σε μια διευρυμένη πραγματολογική βάση. Η βάση αυτή ανάγεται ιδίως στον χώρο που δηλώνεται με τον σχολιαστικό υπότιτλο του βιβλίου: «Μια πολεμική ιστορία». Ο υπότιτλος υποδηλώνει επίσης ότι η ιστορική εξέλιξη δεν είναι παρά μια σειρά από πολέμους. Η ιστορία είναι ο πόλεμος. Συγκεκριμένα, η πολεμική ιστορία είναι, όπως μαθαίνουμε ιδίως από τις επιτασσόμενες στην πρώτη ενότητα σημειώσεις, κυρίως οι αλλεπάλληλοι συμμαχικοί βομβαρδισμοί, τον Φεβρουάριο του 1945, της γερμανικής πόλης Δρέσδης. Οι βομβαρδισμοί αυτοί προκάλεσαν την ολοσχερή καταστροφή της πόλης και τον θάνατο των κατοίκων της· οι νεκροί εκτιμώνται από το ελάχιστο των 60.000 μέχρι το μέγιστο των 250.000 ανθρώπων. Στις μαρτυρίες για τις συνέπειες των βομβαρδισμών περιλαμβάνεται και εκείνη σύμφωνα με την οποία ένα λιοντάρι, που δραπέτευσε από το ζωολογικό κήπο της πόλης και τριγυρνούσε ανάμεσα στα νεκρά ανθρώπινα σώματα, όταν κατάλαβε ότι ανάμεσά τους υπάρχει ένας άνθρωπος ακόμα ζωντανός ξάπλωσε δίπλα του κολλώντας μάλιστα επάνω του σφιχτά. Εκτός από την κεντρική αυτή πολεμική ιστορία μνημονεύονται, σε διάφορα σημεία είτε του κυρίως ποιήματος είτε των σημειώσεων, και άλλα συμβάντα του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, όπως η μάχη του Στάλινγκραντ ή δηλώσεις του Τσώρτσιλ και του Στάλιν. Επισημαίνω, επίσης, ότι, εκτός από τις επιτασσόμενες στις τρεις πρώτες ενότητες σημειώσεις, στο κυρίως σώμα των ποιημάτων όλων των ενοτήτων υπάρχουν 25 υποσελίδιες σημειώσεις στις οποίες είτε παρατίθενται οι παραπομπές σε πηγές-διακείμενα του ποιήματος, είτε σχολιάζονται με στοχαστικό-δοκιμιακό τρόπο σημεία του ποιητικού λόγου.

Σε μία από τις επιτασσόμενες σημειώσεις διαβάζουμε: «Αναρωτιέμαι αν η τόση αφαίρεση ωφελεί ή ζημιώνει. Η δυσκολία βρίσκεται στο προφανές και στην ηρωική αποφόρτιση της ποιητικότητας» (σ. 45-46). Ξεκινώ λοιπόν την αναφορά μου στο κυρίως ποίημα και στο ποιητικό ύφος του Ζαφειρίου από την αφαίρεση, επειδή την θεωρώ ως το περισσότερο καίριο και λειτουργικό στοιχείο του ποιήματος και του ποιητικού του ύφους. Όντως έτσι, με την αφαίρεση, και με δεδομένη την ιστορική πλαισίωση του συνθέματος από το γεγονός των βομβαρδισμών της Δρέσδης, αφενός αποφεύγεται το προφανές και αφετέρου επιτυγχάνεται η αποφόρτιση της ποιητικότητας. Κατά τη γνώμη μου, αποφόρτιση της ποιητικότητας εν προκειμένω σημαίνει την αναδιατύπωση του ερωτήματος για το ηθικό δικαίωμα ή την ηθική σκοπιμότητα της ποιητικής γραφής. Η περίφημη φράση του Τέοντορ Αντόρνο ότι «είναι βάρβαρο να γράφεις ποίηση μετά το Άουσβιτς» στοιχειώνει, από την εποχή της διατύπωσής της, κάθε ποιητή που στοχάζεται τα παρελθόντα και τα παρόντα του κόσμου μας με κάποια εμβέλεια, όπως ο Ζαφειρίου. Το ερώτημα της ηθικής σκοπιμότητας της ποίησης ύστερα από τους βομβαρδισμούς της Δρέσδης, αλλά και ύστερα από τις γενοκτονίες, τις εθνοκαθάρσεις και τις πάσης φύσεως σφαγές που συνέβησαν από τότε μέχρι τις μέρες μας, ο Ζαφειρίου το θέτει, επιλέγοντας ως βασικό διακείμενο του συνθέματός του την περίφημη τραγωδία του Γκαίτε, Φάουστ, αλλά και αναπτύσσοντας γύρω από αυτό το βασικό διακείμενο ένα ευρύ δίκτυο άλλων διακειμένων, λογοτεχνικών και ευρύτερα καλλιτεχνικών αλλά και μη καλλιτεχνικών, όπως το δράμα Δόκτωρ Φάουστους του Κρίστοφερ Μάρλοου, το μυθιστόρημα Μεφίστο (1936) του Κλάους Μάν, η ομώνυμη ταινία-κινηματογραφική διασκευή του Μεφίστο από τον Ίστβαν Ζάμπο (1982), η νιτσεϊκή θεωρία του υπερανθρώπου, η ιστορικοφιλοσοφική μελέτη του Όσβαλντ Σπένγκλερ, Η παρακμή της Δύσης (1918 και 1922), και άλλα.

Το Προς τα πού, λοιπόν, είναι μια ερωτηματική κατάφαση που υποδηλώνει ότι η (πολεμική) ιστορία είναι το αναπόδραστο παρόν μας και το προδιαγεγραμμένο μέλλον μας. Το ποίημα ανατρέχει και θεμελιώνεται στο ιστορικό και λογοτεχνικό παρελθόν, αλλά η θεμελίωση και η αναδρομή γίνονται προκειμένου να αναζητηθούν οι ρίζες του παρόντος μας και κατά κάποιο τρόπο αυτό να φωτιστεί ή να κατανοηθεί, εάν αυτό είναι πλέον δυνατόν, μέσα από μια έξω από τόπο και χρόνο στοχαστική θεώρηση του δυτικού ανθρώπου ως ενός βαθιά αυτοκαταστροφικού όντος, ενός όντος που σέρνεται πίσω από το άρμα της ιστορίας που αλέθει το σώμα του, σωρεύοντας σωρούς πτωμάτων. Αν διαβάζω σωστά το βιβλίο του Ζαφειρίου, αυτό που κάνει η ποίηση, μετά το Άουσβιτς και μετά τους βομβαρδισμούς της Δρέσδης, είναι να υψώνει επάνω στον σωρό των πτωμάτων το λεκτικό σώμα ενός εξαγνιστικού αγγέλου μνήμης, που βέβαια είναι εντελώς αδύναμος να αλλάξει τη ροή της ιστορίας προς την καταστροφή. Έτσι οι μεταμορφώσεις του Φάουστ και οι βομβαρδισμοί της Δρέσδης επιλέγονται ως το κύριο διακειμενικό και ιστορικό πλαίσιο αντιστοίχως για να στερεωθεί ένα βαθιά αναστοχαστικό και σκεπτικιστικό ποίημα γύρω από το ερώτημα από πού έρχεται και προς τα πού τείνει ο δυτικός άνθρωπος, από την εποχή του διαφωτισμού και του ορθού λόγου μέχρι τις μέρες μας, συγκρουόμενος διαρκώς με τη σφοδρή επιθυμία του για δύναμη και αναλώνοντας μέχρι εξαντλήσεως, για να το πω έτσι, το ζωικό και το πνευματικό του κεφάλαιο. Σε διάφορα σημεία του κυρίως ποιήματος και των σημειώσεων ο Ζαφειρίου αναπτύσσει τον προβληματισμό του για το πόσο πολύ η δυτική φιλοσοφική παράδοση αλλοίωσε βασικές έννοιες της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας, μεταθέτοντας το κέντρο βάρους της φιλοσοφικής σκέψης από την κυκλική αντίληψη του γίγνεσθαι στην αντίληψη της εξέλιξης ή της προόδου προς ένα διαρκές εμπρός. Όπως γράφει ο Ζαφειρίου σε μία από τις επιτασσόμενες σημειώσεις του, οι βομβαρδισμοί της Δρέσδης είναι «το ιστορικό αποτύπωμα της τόσο κακοποιημένης νιτσεϊκής βούλησης για δύναμη, το ίδιο ακριβώς που άφησαν και οι ναζί με τα δικά τους εγκλήματα, αυτό που καθορίζει εντέλει ολόκληρη τη δυτική λογική» (σ. 20). Σχολιάζοντας τη γένεση του φασισμού και τις αιτίες που τον συντηρούν στις δυτικές κοινωνίες, και στη δική μας, με το πολιτικό μόρφωμα της «Χρυσής αυγής», ο Ζαφειρίου συντάσσει και ένα βαθιά πολιτικό ποιητικό σχόλιο. Θα έλεγα ότι εντέλει στο Προς τα πού η ποίηση, ανατρέχοντας στο αποτροπιαστικό παρελθόν του δυτικού ανθρώπου, γίνεται μια μηδενιστική θεώρηση του παρόντος μας και μια βαθιά λυπημένη προφητεία ενός προδιαγεγραμμένα καταστροφικού μέλλοντος-τέλους, τόσο προδιαγεγραμμένου που ακυρώνει την προφητεία. Ή, αλλιώς, γίνεται μια ελεγεία της πτώσης του ανθρώπου από τον θρόνο στον οποίο ανέβηκε αφού πρώτα γκρέμισε το είδωλο του θεού και αναμετρήθηκε με τον διάβολο, με άλλα λόγια τον ίδιο του τον εαυτό, δίχως την σκεύη και την ασπίδα της μεταφυσικής πίστης ή του μεταφυσικού φόβου. Αν αυτό είναι το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον του δυτικού ανθρώπου, ποιο είναι το προς τα πού της ποίησης; Η δική μου απάντηση, κρίνοντας με βάση και την υψηλή αισθητική αξία του βιβλίου του Ζαφειρίου, είναι ότι η ποίηση θα συνεχίσει να γράφεται επάνω στον σωρό των πτωμάτων, μέχρι να μην μείνει κανείς ζωντανός να γράψει και κανείς ζωντανός να διαβάσει την ελεγεία του οριστικού τέλους.

 

info:  Σταύρος Zαφειρίου, Προς τα πού (Μια πολεμική ιστορία), Αθήνα, Νεφέλη 2012, σσ. 67. 

 

 

Προηγούμενο άρθροN. Σαββάκης: «Οι Έλληνες έχουν την τάση να βλέπουν το παρόν σαν το άπαν>>
Επόμενο άρθροΑφαίρεση και απουσία.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ