Μια βραδιά στο Κύτταρο με τον Διονύση (Γιάννης Ν. Μπασκόζος – απόσπασμα νουβέλας)

0
1117

Δύο νεαρά παιδιά, φίλοι, ο Κώστας και ο Νούλης,πηγαίνουν να ακούσουν τον Διονύση Σαββόπουλο στο Κύτταρο, εποχή 1972=1973 (απόσπασμα από τη νουβέλα «Η μπαλάντα των ανίδεων και καλών»(εκδ. Μεταίχμιο) του Γιάννη Ν.Μπασκόζου)

  

Μια βραδιά στο Κύτταρο

Ο Κώστας στο τηλέφωνο. «Φίλε , υπάρχει κάτι που πρέπει να δούμε και να ακούσουμε. Ο Διονύσης σε ένα κλαμπ στη Βικτώρια». Ήμασταν τρελοί και οι δύο για τον Διονύση. Είχα διαβάσει ότι στο κλαμπάκι που έπαιζε γινόταν «χαμός» . Συμφωνήσαμε για το ίδιο βράδυ, δεν πάει να κουρεύεται και το διάβασμα, δεν είχα ενοχές παρόλο που είχα αφήσει κάτι άλυτους Ιησουΐτες, αυτές τις σκατοασκήσεις γεωμετρίας  που τρελαμένοι παπάδες γράφανε για την πλάκα τους αλλά έμειναν να τυραννάνε τους υποψηφίους των θετικών επιστημών.

Από την πλατεία Πλαστήρα περάσαμε στο Ζάππειο, ακολουθώντας το δρόμο πίσω από το κτίριο της Ραδιοφωνίας και μετά σιγοτραγουδώντας και με χαλαρό ρυθμό φτάσαμε στην Πανεπιστημίου, στρίψαμε στα Χαυτεία και πήραμε τον δρόμο προς την πλατεία Βικτωρίας. Περνώντας έξω από το Πολυτεχνείο ο Κώστας:  «του χρόνου μπαγάσα θα είσαι μέσα φοιτητής και δεν θα μιλάς σε μας τους αμόρφωτους». Του ΄ριξα μια μπουνιά στην πλάτη.

Γελώντας φτάσαμε στο κλαμπ. Μπαίνοντας μέσα κάτι μας ξένισε. Δεν έμοιαζε με τις μπουάτ της Πλάκας, είχε κάτι καουμπόικο το στυλ του.  Κοιτάξαμε γύρω μας, το κοινό αλλοπρόσαλλο. Διανοούμενοι με γυαλιά που συνοδεύανε υπέροχα κορίτσια με στυλ, γιεγιέδες με πολύπλοκα φλοράλ πουκάμισα, ροκάδες που φορούσαν καστόρινα  γιλέκα με κρόσσια, τριμμένα τζιν, κοπέλες  με μακριές φούστες ανάκατα μακριά μαλλιά γεμάτα πολύχρωμα μπιχλιμπίδια, ανθάκια, κορδελίτσες , φορώντας μπλουζάκια χωρίς σουτιέν και με ένα βλέμμα μισό πονηρό – μισό αθώο.

Όλα έμοιαζαν ωραία και αυτός ήταν ένας άγνωστος κόσμος. Εμείς με τις καμπάνες μας και τα χαχόλικα πουλόβερ πιάσαμε μια γωνιά. Παραγγείλαμε βερμούτ – πολλοί έπιναν ουίσκι ή κόκα κόλα. Πλάι μας και κάπως λοξά φλυαρούσαν τρεις κοπέλες. Ντυμένες με πολύχρωμα φαρδιά βαμβακερά παντελόνια, μπλούζες  κατάφορτες με διαφόρων ειδών χαϊμαλιά και με τα τσιγάρα να ανάβουν και να σβήνουν ακατάπαυστα. Ο Κώστας κοίταζε τη μεσαία, μια ξανθιά με αλογοουρά και πολύχρωμα τσιμπιδάκια σα στεφάνι στο κεφάλι της.  Μιλούσε συνέχεια γέρνοντας προς την διπλανή της, μια παχουλή, γελαστή κοπέλα. Η τρίτη, μια μελαχρινή με μάτια ακαθόριστου χρώματος μέσα στο ημίφως, έμοιαζε να ρεμβάζει ή εν πάση περιπτώσει έμοιαζε να μην την απασχολεί η παρέα περιμένοντας μάλλον την έναρξη. Όταν διασταυρώθηκαν τα βλέμματά μας, πρώτος χαμήλωσα τα μάτια μου.

Ο Διονύσης βγήκε με τη φλογέρα του και ακολούθησε ηλεκτρικός ήχος. Χαμός! Καμία σχέση με την υποβλητική ατμόσφαιρα που ξέραμε από τις μπουάτ στην Πλάκα.  Χέρια ψηλά, φώτα που αναβοσβήνουν, πνευστά και ηλεκτρικές κιθάρες σ΄ έναν συνδυασμό που μπορεί να είχαμε ακούσει από ξένα συγκροτήματα, αλλά ήταν άλλο να το βλέπεις και να το ακούς ζωντανά από μια ελληνική  ροκ μπάντα –  Μπουρμπούλια την έλεγαν όπως μάθαμε αργότερα.

Και όταν άρχισε ο Μπάλος, ένα τραγούδι που δεν το είχαμε ξανακούσει – το ηχογράφησε αργότερα – εκστασιαστήκαμε. Οι στίχοι  “ Ωχ, πηδώ, χοροπηδώ / κι έχω ένα τσίρκο ηλεκτρικό, μεσ’ στο μυαλό μου / Μεσ’ στο μυαλό μου που ’χει όρια / και μια ελευθερία ζόρικια / αλίμονό μου…”». Σηκωθήκαμε όρθιοι και αρχίσαμε να χειροκροτάμε μανιασμένα.  Η ξανθιά από το διπλανό τραπεζάκι μας επανάφερε στην τάξη με ένα σκούντημα στον Κώστα. «Κάτσε κάτω ρε φίλε να βλέπουμε». Τις στραβοκοιτάξαμε αλλά δεν είπαμε κάτι.

Το πρόγραμμα τελείωσε μέσα σ ένα  ηλεκτρικό κρεσέντο΄, όπου ο Διονύσης με αυτοσχέδια στιχάκια παρουσίαζε καθέναν ξεχωριστά τους μουσικούς του. Βγήκαμε σχεδόν ζαλισμένοι στην έξοδο προς την πλατεία Βικτωρίας. Ένιωσα ένα χέρι να με αγγίζει. «Συγγνώμη για την αγαρμποσύνη της φίλης μου, δεν ήμαστε τόσο κακές πάντα». Ήταν η μελαχρινή από το διπλανό τραπέζι. «Μπα, ούτε το προσέξαμε», πετάχτηκε, δείχνοντας όμως  ελαφρά θιγμένος ο Κώστας. Τώρα κοίταγα την μελαχρινή στα μάτια. «Μορφία», είπε και μου έδωσε το χέρι της. Έμεινα να την κοιτάζω. Πριν προλάβω να της πω το δικό μου, μου γύρισε την πλάτη, έπιασε αγκαζέ τις άλλες δύο και έφυγαν τριποδίζοντας σα να χόρευαν τσιγκολελέτα.

Τις ξεχάσαμε αμέσως. Στο νου μας ηχούσαν ακόμα ηλεκτρικοί ήχοι. «Αυτό  είναι πολύ δύσκολο να το κάνουν οι Athens Pistols» , ο Κώστας είχε εκστασιαστεί.  Είχε μεγάλη ακουστική εμπειρία από συγκροτήματα και γνώριζε ότι ο ήχος αυτός μαζί με ελληνικούς στίχους  ήταν ένα άπιαστο όνειρο για το συγκρότημά του. «Τα λόγια, ρε συ τα λόγια πως τα γράφει, πως φτιάχνει αυτούς τους στίχους!».  Γυρίσαμε σπίτι μας με πολλά ερωτηματικά. Περισσότερο ο Κώστας, που ήθελε να φτιάξει ένα αντάξιο αυτού που άκουσε  συγκροτήματος με ελληνικούς στίχους και ηλεκτρικό ήχο.

 

Προηγούμενο άρθροΓιώργος Σκαμπαρδώνης- ο επικήδειος αποχαιρετισμός στον Διονύση Σαββόπουλο
Επόμενο άρθροΤραγούδια, συνθέσεις και η μουσική κατάσταση στην Ελλάδα στην κήρυξη του Πολέμου (του Γιάννη Μουγγολιά)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ