Μια αντισυμβατική βουκολική ιστορία (της Σωτηρίας Καλασαρίδου)

0
355

 

Σωτηρία Καλασαρίδου.

 

Αν θα έπρεπε να χαρακτηρίσει κανείς τον Ραμίρο Κιντάνα ως συγγραφέα με μια μόνο λέξη αυτή θα ήταν: αντισυμβατικός. Είναι ένας χαρακτηρισμός που απορρέει από το έργο του τόσο στο επίπεδο των θεμάτων και των ιδεών όσο και σε αυτό της γλώσσας. Στην παρούσα κριτική αποτίμηση θα επιχειρήσω να αναδείξω εκείνες τις πλευρές που στοιχειοθετούν τη συγγραφική ιδιοτυπία του Κιντάνα μέσα από το έργο του Οι εργάτες του κρύου (μετάφραση Ρομίνα Κηπουρίδου), που κυκλοφόρησε στα τέλη του 2016 από τις εκδόσεις Σαιξπηρικόν.

Επιχειρώντας το ξετύλιγμα του νήματος των ανατροπών και των ιδιοτυπιών που συνθέτουν το εν λόγω βιβλίο του Κιντάνα θα ξεκινούσα από τον τίτλο του, ο οποίος μας δημιουργεί μια σειρά από αναγνωστικές προσδοκίες που συνδέονται με τη θεματική του βιβλίου και μπορούν να διατυπωθούν εν είδει ερωτημάτων: πρόκειται για ένα κοινωνικό πεζογραφικό έργο με πολιτικές προεκτάσεις; Η μήπως είναι ένα λογοτεχνικό βιβλίο στο οποίο η τοπιογραφία και η γεωγραφία διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο; Αφήνω προς στιγμήν τα ερωτήματα μετέωρα.

Ξεκινώντας την ανάγνωση βρισκόμαστε μπροστά σε εκπλήξεις που εδράζονται στη λογοτεχνικότητα του κειμένου και σε χαρακτηριστικά που οδηγούν σε ανατροπές της διαδικασίας συγγραφής της πρόζας. Η απροσδιοριστία του τόπου, όπου εξελίσσεται η πλοκή, επιτείνεται όσο προχωρεί η ανάγνωση, ενώ και οι κεντρικοί πρωταγωνιστές του Κιντάνα μας παραδίδονται ημιτελείς, με έντονο το γκροτέσκο στοιχείο, καθώς ταυτόχρονα οι ίδιοι αυτοί ήρωες μας προσφέρονται με μιαν ευρηματική ανοιχτότητα στο να τους να τους γνωρίσουμε, να τους προσεγγίσουμε, να τους μαντέψουμε και να τους ερμηνεύσουμε. Εναπόκειται δηλαδή σε μεγάλο βαθμό στον εκάστοτε αναγνώστη ποιους αναγνωστικούς μηχανισμούς θα θέσει σε λειτουργία προκειμένου να αποκρυπτογραφήσει την ψυχοσύνθεση των κεντρικών πρωταγωνιστών.

Ένα μείζον ζήτημα που ανακύπτει με τους Εργάτες του κρύου αφορά στο είδος του και στην προσπάθειά μας να ταξινομήσουμε το έργο αυτό με βάση τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του. Αναντίρρητα τόσο σε ό,τι αφορά την έκταση όσο και αναφορικά με την έμφαση που δίνεται από τον συγγραφέα στην ψυχογραφία και την ψυχοσύνθεση των ηρώων το εν λόγω βιβλίο του Κιντάνα μας επιτρέπει να το χαρακτηρίσουμε ως νουβέλα. Ωστόσο, μολονότι κάποια από τα ειδολογικά λογοτεχνικά οδόσημα θρέφουν από τη μια πλευρά τη βεβαιότητά μας για την ορθότητα της ταξινόμησής μας από την άλλη τόσο το ολισθηρό πεδίο των λογοτεχνικών ταξινομήσεων όσο βέβαια και το ίδιο το έργο μας αποτρέπουν. Τούτο συμβαίνει, γιατί αφενός το παρόν πεζογράφημα στερείται ρητής αναφοράς στην εποχή κατά την οποία τα γεγονότα διαδραματίζονται και αφετέρου, διότι η πλοκή που το συνέχει δεν μπορεί να χαρακτηριστεί μονοσήμαντη και συγκεκριμένη, αφού συναρμόζεται από επιμέρους ιστορίες που κεντούν μοτίβο μοτίβο τον καμβά της.

Η ειδολογική υβριδικότητα προκύπτει από την ενσωμάτωση στο έργο από τον Κιντάνα στοιχείων από την ισπανική λογοτεχνία και συγκεκριμένα από την παράδοση του πικαρέσκου μυθιστορήματος. Αναγνωρίζουμε δηλαδή στο κείμενο τη χιουμοριστική πλευρά με την οποία σκιαγραφούνται πολλά από τα παθήματα των πρωταγωνιστών, οι οποίοι ανήκουν σε κατώτερες κοινωνικά τάξεις ― πρόκειται για ανθρώπους της υπαίθρου, δουλευτές της γης και βοσκούς ― αλλά συνάμα διαπιστώνουμε από την περιγραφή την αγριότητα που απορρέει από την περιπλάνησή τους σε αφιλόξενα τοπία της υπαίθρου και τους αγώνες τους για επιβίωση. Αυτή η συνύφανση του λεπτοδουλεμένου χιούμορ με τον ρεαλισμό προικοδοτεί το κείμενο με μια ειρωνική διάσταση που επιτείνεται όσο η αφήγηση προχωρεί και κορυφώνεται με το κλείσιμο της ιστορίας και το μετέωρο τέλος του.

Στην επίταση της ειρωνείας βέβαια συμβάλλει ένα από τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά του έργου που δεν γίνεται ενδεχομένως αντιληπτό από μια πρώτη ανάγνωση. Πρόκειται για τον συμβολισμό που υποθάλπει εντέχνως ο συγγραφέας στους κόλπους της αφήγησης με δούρειο ίππο τη γλώσσα που χρησιμοποιεί. Τούτη η ιδιότυπη βουκολική ιστορία δηλαδή είναι κάτι περισσότερο από ένα κείμενο που επιχειρεί να αναδείξει γκροτέσκο χαρακτήρες της αργεντίνικης υπαίθρου. Η ιδιότυπη χρήση της γλώσσας από τον Κιντάνα με τον μακροπερίοδο λόγο, τα εγκιβωτισμένα σε κάθε μία από τις περιόδους νοήματα πλάθουν έναν κόσμο με δικό του κώδικα. Η γλώσσα του συγγραφέα αποτελεί ένα αποκλειστικά δικό του σύμπαν σε βαθμό που θα αποτολμούσα να ισχυριστώ πως ό,τι περικλείεται σε αυτό το λογοτεχνικό σύμπαν είναι φτιαγμένο από τα γλωσσικά του χαρακτηριστικά. Ή διατυπωμένο λίγο διαφορετικά: το γλωσσικό σύμπαν του Κιντάνα είναι ταυτόσημο με τον λογοτεχνικό του κόσμο και η μύηση του αναγνώστη στον δεύτερο δεν περνά απλώς από την κατανόηση του πρώτου μα απαιτεί την πλήρη εναρμόνιση στη μυσταγωγία του.

Ο ρυθμός της αφήγησης χαρακτηρίζεται από μία αμφίπλευρη προικοδότηση της ταχύτητας και της βραδύτητας της ανάγνωσης. Είναι δηλαδή στιγμές που ο μακροπερίοδος λόγος του κειμένου παρασύρει τον αναγνώστη σε μια απνευστί ανάγνωση, ενώ είναι πάλι άλλες φορές που τα εγκιβωτισμένα νοήματα, οι ελλειπτικές προτάσεις, και οι νοηματικές παρεκβάσεις τον οδηγούν σε μια επιστροφή για δεύτερη και ίσως και τρίτη ανάγνωση του κειμένου. Αυτός ο ρυθμικός διπολισμός επηρεάζει την πρόσληψη και ερμηνεία του κειμένου, ενώ την ίδια στιγμή επιφέροντας ανατροπές στη γραμμικότητα της αφήγησης συμβάλλει στη δημιουργία μιας τεθλασμένης ερμηνείας.

Μίλησα παραπάνω, χωρίς να επεκταθώ, για τους εντέχνως φυλαγμένους συμβολισμούς του κειμένου του Κιντάνα και για να ολοκληρώσω θα αναφερθώ στη θεματική του βιβλίου, η οποία από βουκολική ιστορία μετατρέπεται, ολοκληρώνοντας το κείμενο, σε λογοτεχνική παρωδία. Ο Κιντάνα καταφέρνει να υπονομεύσει τη λογοτεχνία εκ τω έσω και μας χαμογελά σαρδόνια, όταν μας εντάσσει στο παιχνίδι της ανάγνωσης μιας ιστορίας για κάποια πρόβατα, πρόβατα που μπορεί να αφανίστηκαν, να φαγώθηκαν από τους πεινασμένους λύκους ή τους πεινασμένους ανθρώπους. Είναι σαν να μας κλείνει το μάτι, όταν χτίζει περίτεχνα τις δαιδαλώδεις προτάσεις του για να μας υπνωτίσει με τη γραφή του και να αποδείξει πως η ιδιότητα της λογοτεχνίας δεν περιορίζεται απλά σε μια δύναμη που μπορεί να έχει λόγο για όλους και για όλα αλλά σε μια μαγεία που καταφέρνει να μετατρέπει σε κομψοτέχνημα το έλασσον και να μας ενθουσιάζει με το τετριμμένο.

info: Ραμίρο Κιντάνα, εργάτες του κρύου, μτφρ:Ρομίνα Κηπουρίδου, , Σαιξπηρικόν

Προηγούμενο άρθρο“Αναζητώντας το χαμένο παράδειγμα”, του Αντώνη Παπαρίζου
Επόμενο άρθροΤ. Ρίφκιν, Ρ. Μπρέγκμαν: νέοι ουτοπιστές ή νέοι πραγματιστές; (του Γ.Ν.Μπασκόζου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ