Λίλα Κονομάρα.
Ανατρέχοντας στο λεξικό, βρίσκει κανείς στο λήμμα ενοχή, το οποίο προέρχεται από το ενέχομαι, τους εξής ορισμούς:
- Η κατάσταση του ενεχόμενου σε επιλήψιμη πράξη
- στον πληθ. συνήθως η κατάσταση κατά την οποία κάποιος μέμφεται τον εαυτό του για πράξη ή παράλειψή του καθώς και το συναίσθημα που την συνοδεύει.
Αποτέλεσμα ενδοψυχικών συγκρούσεων, κατά τον Φρόυντ, η ενοχή είναι ένα συναίσθημα που δημιουργείται όταν οι επιθυμίες ή οι συμπεριφορές ενός ατόμου αντιτίθενται στις ηθικές αρχές του. Ο φόβος και η ντροπή είναι άρρηκτα συνδεδεμένα μαζί της, μπορούν να επιφέρουν αλλοίωση της προσωπικότητας και συχνά οδηγούν σε συνειδητές ή ασυνείδητες πράξεις αυτοτιμωρίας.
Αυτό είναι το πλαίσιο στο οποίο αναπτύσσονται καταρχήν οι δώδεκα ιστορίες του βιβλίου του Σ. Βρεττού «Ένας αόριστος άνθρωπος»(Γαβριηλίδης). Σχεδόν όλες ξεδιπλώνονται μέσα σ’ ένα αδιόρατο ή και πολύ συγκεκριμένο κλίμα απειλής. Οι ήρωες ενέχονται σε μια δολοφονία, ένα δυστύχημα, ένα ναυάγιο, μία κλοπή, ένα μαχαίρωμα, μία αυτοκτονία και άλλα. Σε δύο από τα διηγήματα, ο κεντρικός ήρωας απευθύνεται σε κάποιους δικαστές, απολογείται, δικάζεται και ξαναδικάζεται, αλλά και σε άλλα «σκέφτεται», όπως μας λέει, «σαν να καταθέτει». Στο διήγημα «Γυαλιά τύπου Ρέιμπαν» γίνεται άμεση αναφορά στον Κάφκα και στο εφιαλτικό κλίμα της Δίκης. «Από το πρωί που ξύπνησε ο Κ. ήθελε να νιώσει καφκικά» είναι η εναρκτήρια πρόταση. Ο ήρωας επιζητεί να «κατηγορηθεί χωρίς να φταίει και να προσπαθεί μάταια να ξεμπλέξει». Όσο για τον μικρόσωμο άντρα του ομώνυμου διηγήματος ομολογεί πως έχει σκεφτεί να κάνει διάφορες απόπειρες αυτοκτονίας.
Η στάση αυτή των ηρώων μοιάζει απόρροια τόσο της πολιτικής και κοινωνικής πραγματικότητας που βιώνουν όσο και του βάρους της ύπαρξης αυτής καθαυτής.
Οι ιστορίες εκτυλίσσονται στην Ελλάδα του σήμερα, με σαφείς αναφορές στην οικονομική κατάρρευση, στα λεφτά που φυγαδεύονται στο εξωτερικό, στους αγανακτισμένους, στους λαθρομετανάστες που προσπαθούν να περάσουν τα σύνορα. Οι χαρακτήρες έρχονται αντιμέτωποι με μια κρίση που εκτός από πολιτική και οικονομική είναι και βαθύτατα ηθική. Τίποτα δεν είναι πια βέβαιο. Σε μια «χώρα που κανείς δεν ξέρει αν θα σωθεί», οι άνθρωποι διχασμένοι, κυριευμένοι από ενοχές, βλέπουν τα πάντα γύρω τους να κλονίζονται και μεταμορφώνονται σε άγρια θηρία και θύματα μαζί. «Ένας αποτρόπαιος άνθρωπος ήμουνα που δεν έκανα τίποτα χωρίς να πάρω λεφτά», ομολογεί κάποιος και την ίδια στιγμή σώζει ανθρώπους από τη φωτιά. Μια δημοσιογράφος κατηγορείται ότι μαζί με το κανάλι της τηλεόρασης όπου εργαζόταν εμπορεύτηκε τη δυστυχία των Σύρων μεταναστών για να ανεβεί η τηλεθέαση. Και ο Έλληνας μα και ο μετανάστης ακρωτηριάζονται στο διήγημα «Φωτιά στο γκαράζ». «Ένα κομμένο σώμα δεν υπήρξα κι εγώ στη ζωή μου;», αναλογίζεται ο πρώτος κι ο δεύτερος λέει: «Από μέσα μου κόβομαι στα δύο και είμαι ο μισός αλλού, κάπου στην Ευρώπη», εκεί προφανώς όπου βρίσκονται οι δικοί του που κατάφεραν να ξεφύγουν.
Από ένα σημείο και μετά όμως και αυτό είναι που τις καθιστά πολύ ενδιαφέρουσες, οι ιστορίες ξεφεύγουν από το σύγχρονο, ρεαλιστικό τους πλαίσιο. Υπεισέρχεται το παράλογο, το φανταστικό, ανατρέποντας την αφηγηματική ροή. Ένας ιαγουάρος ξεφεύγει από ένα όνειρο και ζωντανεύει. Τα ρόδια που ζωγραφίζει ένας ζωγράφος μεταμορφώνονται «σ’ ένα μαύρο σώμα πεσμένο, με λίγο κόκκινο βαθύ στο μέρος του τραύματος». Ένας άντρας ανακαλύπτει πως μια γυναίκα τον ήθελε όχι για σωτήρα της, όπως νόμιζε, αλλά για μάρτυρα του θανάτου της. Αντιμέτωποι με την πολυπλοκότητα και την ασάφεια του κόσμου που τους περιβάλλει, ενός κόσμου που χαρακτηρίζεται από την απουσία σταθερού νοήματος, οι ήρωες ανακαλύπτουν συχνά πως συμμετέχουν ερήμην τους σε κάτι που έχει ήδη αρχίσει να συμβαίνει από καιρό. Αισθάνονται τη διαρκή παρουσία ενός κοινού, ενός αόρατου βλέμματος που τους «κοιτάζει καχύποπτα», τους παρακολουθεί, τους κρίνει, αμφισβητεί τα κίνητρά τους και προσδίδει άλλο νόημα στις πράξεις τους. Η εσωτερίκευση της αγωνίας και της ενοχής προέρχεται ακριβώς από αυτή την μόνιμη παρουσία του «άλλου», και την απόσταση που υπάρχει ανάμεσα στην εξωτερική εικόνα του ήρωα και την ατομική του συνείδηση. Ανάμεσα σ’ αυτό που είναι και στο μύθο που επινοεί γύρω από τον εαυτό του. Ανάμεσα στο γεγονός και στα πραγματικά κίνητρα. Ανάμεσα στο γεγονός και τη μνήμη που το αναπλάθει ή τη φαντασία που το επινοεί. Ανάμεσα σ’ αυτό που φαίνεται και σ’ αυτό που είναι. «Ψεύτικες σχέσεις και επαφές, ψεύτικα όλα», λέει ένας από τους ήρωες. «Η πραγματικότητα υπάρχει; Τα φανερώνουμε όλα;», αναρωτιέται ένας άλλος. «Όλα γίνονται για τα μάτια του κόσμου», λέει ένας τρίτος. Ακόμα και η αγάπη αμφισβητείται, ο έρωτας βιώνεται πιο πολύ στη φαντασία παρά στην πραγματικότητα, όπως στην περίπτωση του Νίκου που ονειρεύεται την Αφροδίτη στον πίνακα του Τιτσιάνο και αγνοεί τη γυναίκα του, την Ελένη η οποία για πολλούς υπήρξε μάλιστα και «ωραία Ελένη». Το ίδιο συμβαίνει και στον Άγγελο στο διήγημα «Ένας αόριστος άνθρωπος» που μιλώντας για την ερωμένη του ομολογεί πως «όσο την φαντάζεται νομίζει πως την αγαπάει. Την αγαπάει όμως άραγε έξω από τη φαντασία του;»
Πώς σκιαγραφεί όμως τους ήρωές του ο Βρεττός; Οι τίτλοι των διηγημάτων αλλά και τα επίθετα που τους δίνει είναι χαρακτηριστικοί: «Ένας αόριστος άνθρωπος», «Ο μικρόσωμος άντρας» , «ανύπαρκτος», τα χαρακτηριστικά αβέβαια, το πρόσωπο ρευστό, κρυμμένο πίσω από μια εφημερίδα, «όλο και πιο απόμακρος θεατής των πραγμάτων». Οι περισσότεροι, αδύναμοι μπροστά σε μια πραγματικότητα που τους συνθλίβει, μοιάζουν να μην μπορούν να σηκώσουν το βάρος της ύπαρξής τους. Συχνά, δεν αναγνωρίζουν καν τις ανάγκες ή τις επιθυμίες τους. Αντιμέτωποι μ’ ένα σωρό ερωτήματα στα οποία «δεν είναι σε θέση να απαντήσουν ούτε και να πάρουν κάποια θέση», ένοχοι ή ενοχικοί θέλουν και δεν θέλουν να σωθούν. Διακατέχονται από αμφιβολίες, περιπίπτουν σε αντιφάσεις, εκφέρουν ένα λόγο ασαφή που γεννάει περισσότερα ερωτήματα απ’ όσα απαντάει. Διηγούνται και αναδιηγούνται τις ιστορίες τους προσπαθώντας να βρουν σ’ αυτές την αλήθεια που τους εμπεριέχει. Χρειάζονται όπως λέει ο μικρόσωμος άντρας «έναν κοντό ουρανό, έναν κοντό Θεό που να μπορούν να τον φτάσουν». Πετούν όπως η γυναίκα του τρίτου σπιτιού στο ομώνυμο διήγημα μπουκάλια στη θάλασσα περιμένοντας κάποιον να τους σώσει ή μήπως να γίνει μάρτυρας του αφανισμού τους; Ενίοτε επιχειρούν να ξεπεράσουν τα όρια, τα κάθε λογής σύνορα, να αρθούν πάνω από τις ασημαντότητες της καθημερινότητάς τους και να μεταμορφωθούν σε ήρωες. Ένας υπάλληλος σουπερμάρκετ κάνει τα πάντα προκειμένου να φωτογραφηθεί με τους επισήμους, κυνηγώντας λίγη δόξα. Ένας μικρόσωμος άντρας δεν αποφεύγει μια σφαίρα που ενδεχομένως προοριζόταν για άλλον ή που θα σκότωνε κάποιον αθώο περαστικό. Σε τέτοιες απροσδόκητες κινήσεις, διαφαίνεται προσώρας κάτι από το μεγαλείο του ανθρώπου το οποίο σπεύδει όμως ο συγγραφέας να υπονομεύσει, αμφισβητώντας τις πράξεις τους, αποκαλύπτοντας τα ιδιοτελή κίνητρά τους, παρουσιάζοντας τους σαν άγρια θηρία που μαζί με τα καλύτερα, απελευθερώνουν και τα χειρότερα ένστικτά τους. Έτσι βρισκόμαστε μπροστά σε μια συνεχή εναλλαξιμότητα στους ρόλους του θύματος και του θύτη, του ήρωα και του κτήνους. Σ’ αυτή την αμφισημία έρχεται να προστεθεί και η υπονόμευση του αληθοφανούς από το τυχαίο όπως επίσης από την σχετικότητα της έννοιας του χρόνου. «Ο χρόνος είναι λέξη και τα χρόνια είναι πάλι λέξη», λέει ο Πέτρος. Αν είχε πάρει νωρίτερα τηλέφωνο την γυναίκα που αγαπούσε, θα είχε προλάβει το κόψιμο της φλέβας, σκέφτεται ο Άγγελος, ενώ κατά τον μικρόσωμο άντρα «για να μάθουμε την αλήθεια, θα πρέπει να ανατρέξουμε στις εφημερίδες του μέλλοντος, δηλαδή σε αυτές που ακόμα δεν έχουν γραφτεί». Τέλος οι ιστορίες διανθίζονται συχνά από χιούμορ, πράγμα που τους προσδίδει επίσης μια άλλη διάσταση.
«Μια ένοχη συνείδηση», λέει ο Καμύ, «έχει ανάγκη να εξομολογηθεί. Ένα έργο τέχνης είναι μια εξομολόγηση». Σε αρκετά από τα διηγήματα, είναι εμφανής η αναζήτηση του συγγραφέα όσον αφορά τη σχέση με το υλικό του. Απευθυνόμενος στους αναγνώστες, θέτει διάφορα ερωτήματα: « Ποια η σχέση φαντασίας και πραγματικότητας; Η Τέχνη αντιγράφει τη ζωή ή το αντίστροφο; μοιάζει να αναρωτιέται στο διήγημα «Γυαλιά τύπου ρέιμπαν». Πώς το προσωπικό βίωμα γίνεται Τέχνη και πώς αυτό σηματοδοτεί ταυτόχρονα μια απώλεια στην πραγματική ζωή σκέφτεται ο ζωγράφος στο διήγημα «Η κλοπή των ροδιών». Οι ιστορίες γράφονται και ξαναγράφονται ανάλογα με το πώς τις προσλαμβάνει ο κάθε δυνητικός αναγνώστης; είναι το ερώτημα που θέτει το τελευταίο διήγημα της συλλογής καθώς τα χειρόγραφα του συγγραφέα παρασυρμένα από τον αέρα καταλήγουν στα χέρια άλλων που «εξουσιοδοτημένοι» όπως διευκρινίζει από τον ίδιο τα αναδιαμορφώνουν.
Σ’ αυτά τα διηγήματα που αμφιταλαντεύονται ανάμεσα στο ρεαλισμό και στην αλληγορία, ο Βρεττός εξερευνά τα όρια: πού σταματάει η αλήθεια και πού αρχίζει το ψέμα, πώς συνυπάρχουν η φαντασία με την ωμή πραγματικότητα, το τραγικό με το παιγνιώδες, η σκοπιμότητα με το τυχαίο; Πώς ορίζεται η αθωότητα και πώς η ενοχή; Και ποια είναι τελικά τα όρια της γλώσσας, η δυνατότητά της να συλλάβει ένα νόημα που μονίμως διαφεύγει; Τι άλλο όμως είναι όλη η λογοτεχνία, απαντάει ο Κάφκα, αν όχι «μια έφοδος ενάντια στα όρια»;
info: Σπύρος Βρεττός, «Ένας αόριστος άνθρωπος» (εκδ. Γαβριηλίδης),