“Μη μ΄αφήσεις να χαθώ”

0
548

Του Κυριάκου Κατζουράκη.

Το «θέμα» ενός έργου δεν είναι η πρώτη εικόνα / ανάγνωση , δεν είναι ο τίτλος, η περίληψη. Το θέμα του έργου είναι το ίδιο το έργο και ο τρόπος που κατασκευάστηκε. Δεν υπάρχει δηλαδή ένα πρώτο επίπεδο – αυτό της πραγματικότητας – και ακολουθούν κρυμμένα επίπεδα. Στο έργο όλα είναι στο ίδιο επίπεδο, όπως είναι στο ίδιο επίπεδο ο πόνος μιας πληγής που χαίνει με την αιτία που γέννησε τη πληγή. Και ο αφηγητής, ο ζωγράφος, ο σκηνοθέτης, ο συγγραφέας είναι μέρος αυτού του κόσμου που προξενεί πληγές. Είναι δηλαδή ο ίδιος μέρος του θέματός του και ως εκ τούτου δεν είναι ποτέ αντικειμενικός. Ποτέ δε θα γίνει αντικειμενικός και δε πρέπει. Πρέπει να είναι βαθύτατα υποκειμενικός και εμπαθής. Μόνον τότε ίσως κατορθώσει, χωρίς να το επιδιώκει, να μεταπλάσει την υποκειμενικότητά του σε ντοκουμέντο της εποχής του και μέσα από αυτήν τη μετάπλαση το έργο του να αποκτήσει διαχρονικότητα.
Από αυτά τα εμπαθέστατα υποκειμενικά προϊόντα ψυχικής αστάθειας και παραδοξότητας, προκύπτει η πληρέστερη αντικειμενική καταγραφή που έχει ανακαλύψει ο άνθρωπος, από την εποχή των σπηλαίων μέχρι σήμερα.

Το να μιλάς, να ζωγραφίζεις, να γράφεις δημιουργικά και όχι με ευτέλεια είναι πολύ δύσκολο. Υπάρχουν όμως μερικές στιγμές στην ιστορία, όπου συγκεντρώνεται εκεί η ενέργεια πολλών παραγόντων και όταν έχεις την ευτυχία να βρίσκεσαι εκεί και να είσαι μάρτυρας αυτής της στιγμής, τότε πρέπει να ξέρεις καλά τα εργαλεία σου, γιατί η μαγεία της στιγμής θα φύγει, δε θα σε περιμένει.
Δε ξέρω πως να το πω πιο καθαρά, αλλά έχω την πεποίθηση ο τι τα τελευταία χρόνια, ζούμε μέσα σε μια τέτοια στιγμή. Και είναι παράξενο το αίσθημα της χαράς που είχα όταν διάβαζα το δυνατό βιβλίο του Παύλου Κάγιου( Μη μ΄αφήσεις να χαθώ, Καστανιώτης) , μια παράξενη χαρά, αφού το περιβάλλον που ζούμε είναι γεμάτο απώλειες και πόνο και νοιώθουμε ότι η χώρα καταστρέφεται ανεπιστρεπτί. Και το λέω αυτό γιατί αυτό είναι το κεντρικό ζήτημα που διαχειρίζεται στο βιβλίο του: η αντοχή της προσωπικής χαράς, σ’ ένα περιβάλλον επικινδυνότητας και φόβου για το αύριο. Τουλάχιστον αυτό βίωσα όσο το διάβαζα κι αυτό έχει μείνει σαν αίσθηση μέσα μου.

” Μόνο η αγάπη νικά
Φορά αόρατη φορεσιά
Φρουρεί την ομορφιά
Ακυρώνει τη φθορά.”

Στίχοι δικοί του. Είναι γεμάτη η αφήγηση από ποιητικές εκφράσεις, χωρίς να στολίζουν τη διαδρομή. Χωρίς να υπογραμμίζουν, απλά θυμίζουν τον πλούτο της γλώσσας.

Η εποχή της μεταπολίτευσης ταξιδεύει σε όλες τις σελίδες του βιβλίου και σε όλα τα πρόσωπα. Αυτομάτως νοιώθεις ότι σε αφορά άμεσα, ότι το θέμα του βιβλίου είναι χρήσιμο. Χρήσιμο μεν, αλλά πολύ δυσάρεστο όχι μόνο για όσους εναπέθεσαν τις ελπίδες τους τότε στην ψευδή και λαϊκίστικη φρασεολογία των κυβερνόντων, ακόμα πιο δυσάρεστο για την αριστερά που επί τόσες δεκαετίες δεν κατόρθωσε να υλοποιήσει τον πόθο όλων των αριστερών για ενότητα. Ενότητα σημαίνει αλληλεγγύη, υπέρβαση των εγωισμών και εν τέλει δικαιοσύνη. Δικαιοσύνη, μια απόμακρη λέξη σήμερα που η αδικία έχει επισημοποιηθεί με κρατική σφραγίδα και καταστρέφει το μέλλον των παιδιών, τα όνειρα μας…
Λέει ένας από τους ήρωες του βιβλίου σε κάποιον νεότερο(σ152):  ” η ελευθερία της κομμουνιστικής ιδεολογίας, ανεξαρτήτως το πως την ερμηνεύει ο καθένας, δεν αντέχεται από την ανθρώπινη μικρότητα του αδηφάγου νου μας, γι’ αυτό και όλα τα αριστερά κόμματα, κομματάκια, οργανώσεις, γκρουπούσκουλα, προχωρούν με μαθηματική ακρίβεια σε διασπάσεις!”
και συνεχίζει ” Αναρωτήθηκες γιατί δεν συμβαίνει κάτι παρόμοιο – ή, έστω, τόσο συχνά – στη Δεξιά; Μήπως επειδή εκεί η κύρια ιδεολογία που τους ενώνει είναι το κέρδος; Αντίθετα, στην κομμουνιστική ιδεολογία, που οραματίζεται την ιδανική κοινωνία, τις ιδέες τις διακινούν φθαρτοί άνθρωποι…”

Αυτά τα λέει κάποιος που συνειδητά, ξέροντας τη ματαιοδοξία του Αντρέα, πέρασε από το ΠΑΣΟΚ με τη λαχτάρα όπως της πλειοψηφίας του κόσμου να απαλλαγεί από την 50χρονη Δεξιά! Πόσο χρήσιμη αυτή διατύπωση και πόσο δυσάρεστη σήμερα που αυτές οι δυο δυνάμεις ενώθηκαν, διαστέλλοντας το χρόνο και σχημάτισαν αυτήν την υβριδική δεξιά που προσπαθεί να σβήσει απ’ τη μνήμη μας, στέρηση, απελπισία και θανάτους, που αυτή σπέρνει…
Πριν λίγες μέρες, έστειλαν τα ΜΑΤ εναντίον των 15χρονων μαθητών που διαδήλωναν στη μνήμη του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου.
Δε θέλω να πολιτικολογώ, αλλά μέρες πούναι δε μπορώ να ξεχάσω, την κατάλυση του ασύλου στην είσοδο του πανεπιστημίου, την ταπείνωση χιλιάδων παιδιών και την διαπόμπευση τους στο διάδρομο των σκληρών ΜΑΤ. Μια εικόνα που κανείς δε θα θυμάται, κανείς εκτός από τα ίδια τα παιδιά και τους γονείς τους

Το θάρρος και η δύναμη του βιβλίου δεν βρίσκεται μόνο στην περιγραφή των προσωπικών στιγμών των ηρώων που γίνεται ελεύθερα και χωρίς ελευθεριότητα.
Το θάρρος βρίσκεται στη σύνθεση του: Ένα σύμπλεγμα από νεανικούς ψυχισμούς γεμάτους όνειρα που μέλλει να προδοθούν. Με απλά λόγια, το “Μη μ ‘αφήνεις να χαθώ” είναι γεμάτο τρυφερότητα που πηγάζει από τις προσωπογραφίες των ηρώων και την “ικανή να μη διαγράφει” μνήμη του ίδιου του συγγραφέα.

Δε μ’ αρέσει η λέξη ευαίσθητος, η ευαισθησία είναι δεδομένη στο έργο τέχνης. Ο Κάγιος είναι σπουδαίος τεχνίτης στην αφήγηση. Χρησιμοποιεί την κινηματογραφική παράθεση με τη λογική του μοντάζ και τη δυναμική που προκύπτει από την κινηματογραφική ροή. Στη διάρκεια της αφήγησης, οι σκηνές και τα γεγονότα δεν ολοκληρώνονται σχεδόν ποτέ.
Και η ομορφιά του είναι ότι ενώ διατυπώνεται καθαρά η έννοια του μη τέλους, η έννοια του τέλους υπάρχει. Όλοι οι ανόμοιοι και άνισοι κύκλοι διασταυρώνονται και ολοκληρώνονται μ’ έναν ευφυή τρόπο στο “Μη μ’ αφήσεις να χαθώ”.
Ένα ακόμη από τα ατού του βιβλίου είναι ότι καταφέρνει να περιλαμβάνει διαφορετικές μεταξύ τους γραφές και διατυπώσεις: ποιητικές, σκληρές, ανακοινώσιμες, απόκρυφες, νοσταλγικές, λυπημένες, παθιασμένες…
Το ύφος της γραφής σφραγίζεται από το πρώτο πρόσωπο – όλοι οι ήρωες μιλούν σε πρώτο πρόσωπο – το οποίο αλλάζει συνεχώς. Στην ίδια σελίδα, στην ίδια σχεδόν παράγραφο το πρώτο πρόσωπο αλλάζει με ρυθμό κινηματογραφικό. Σε ποιητικές στιγμές, όπως στο στίχο της Γώγου (σ.251): “Είμαστε φτιαγμένοι από εκρήξεις αυτοκτονημένων αστεριών”

Ο Κάγιος απαντά με το δικό του στίχο:
“Ανήκουμε στους μη ανήκοντες
Από κατασκευή, όχι από επιλογή”
Δυο παράλληλες εκφράσεις του ιδίου, του απόλυτου της ελευθερίας, αλλά με τις διαφορές τους. Δυο διαφορετικοί ψυχισμοί σε τρεις γραμμές κι αυτό στη ροή του κειμένου συνεχίζει, διαπλέκεται και διαμορφώνει αυθόρμητα αυτό που λέμε “ύφος”.
Ο τρόπος που γράφει μου ταιριάζει, κάπως έτσι ζωγραφίζω και κάνω σινεμά, ίσως γι’ αυτό ό ίδιος ο Παύλος να θέλησε να παρουσιάσω το βιβλίο του… συνταιριάζει την παιδικότητα της ώριμης ηλικίας με το σκληρό παρόν, εκεί που γράφεται η ιστορία. Γράφει στη σ.145:  ” Τα λόγια της με γυρίζουν πολύ πίσω, στα παιδικά μου χρόνια, τότε, στο χωριό της γιαγιάς μου στο Φαληράκι της Ρόδου, που ήμουν 10χρονος παρασημοφορημένος πρόσκοπος Στέργιος Στασινάκης, και η αδερφή μου στάθηκε το πρώτο…θύμα των ιατρικών μου πειραμάτων, καθώς την υπνώτιζα με μια κομπρέσα από βαμβάκι βουτηγμένη στο οινόπνευμα και της έκανα τις πιο απίθανες εγχειρίσεις στο θώρακα και στην καρδιά!

Και μόλις δύο σελίδες πιο κάτω, ένας άλλος, ο Πέτρος, λέει σε ομιλία του: “… Όχι στο ανήκουμε στη Δύση του Καραμανλή, που ετοιμάζεται να υπογράψει στο Ζάππειο το παραπέρα ξεπούλημα της χώρας στην ΕΟΚ. Αλλά όχι και στο ‘Η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες’ του Αντρέα Παπανδρέου… που κρύβει ύποπτο εθνικισμό.”

Διαφορετικοί ψυχισμοί που διασταυρώνονται αλληλοκαλύπτονται, μερικές φορές συνουσιάζονται, προδίδουν ο ένας τον άλλο. Και πολλές φορές στη ροή του κειμένου η κατάρα της τύχης ταιριάζει τα αταίριαστα. Αταίριαστα πρόσωπα που αίφνης συνταιριάζουν οι πόθοι τους, με τη γραφή που θυμίζει τον φαντασιωσικό/ ερωτικό Εμπειρίκο, παρόλο το ηθελημένα ωμό ύφος του Κάγιου. Πρόσωπα “καυλωμένα”, που θάλεγε ο ίδιος , να βγάλουν έξω ότι κρύβει η συμβατική καθημερινότητα, όλα έξω μέχρι τα άκρα… και ποτέ δεν φτάνουν κάπου.
Αιωρούνται στα πρόθυρα μιας επανάστασης ανέφικτης. Χρόνια γεμάτα όνειρα, κατοικημένα από ανθρώπους κι όχι από “τύπους ανθρώπων”, μεγάλο κατόρθωμα αυτό. Κάθε ένας και μια μοναδική περιπέτεια ζωής, κάθε ένας και μια παιδική μνήμη που σφράγισε τη συνέχειά του.
Ο πλούτος της χώρας είναι η ιστορία και οι κάτοικοι, εννοεί διαρκώς ο Κάγιος, κι όχι τα ντουβάρια, τα σπίτια, το χρήμα, οι δρόμοι. Ο κάθε νέος πολίτης προσφέρει με το σώμα και τη σκέψη και τον ψυχισμό του και γίνεται ένα μικρό λιθαράκι, ασήμαντο που θα συναρμολογηθεί σε ένα ορμητικό κύμα αλλαγής του κόσμου. Κι όλα αυτά στην αφήγηση, χωρίς την εξιδανίκευση των χρόνων του Πολυτεχνείου, αλλά και με τον αρμόζοντα σεβασμό για τους αγώνες χιλιάδων νέων.

Με το σύνθετο τρόπο που γράφει αφήνει μια κληρονομιά ποιητικά πολιτική
Ο Παύλος είναι κακό παιδί γιατί τα βάζει με τους κυρίαρχους της εποχής εκείνης που μας έριξαν σήμερα στην αγκαλιά του “θηρίου”… Αν το έκαναν με ή χωρίς δόλο, κανέναν δεν ενδιαφέρει πια…
Είναι λοιπόν κακό παιδί. Κι όμως…
Είναι τόσο απλό να είναι κανείς καλό παιδί… αρκεί
να ασχολείται μόνο με τη τέχνη του και τις τεχνικές της τέχνης του,
να είναι προσινής,
να μην αυθαδιάζει στους ανωτέρους του,
να μην εκτίθεται πολιτικά
να εξυμνεί τα θετικά
να αποστρέφει το βλέμμα από τα αρνητικά
να είναι γενικά προοδευτικός
να είναι στρογγυλεμένος ο λόγος του
και τα έργα του φυσικά…
Τόσο απλό να είσαι καλό παιδί…
Τόσο απλό σαν τον θάνατο

Όπως λέει ο ήρωας του Παύλου, ο Δημήτρης: Ναι…
Για να σωθείς
Πρέπει πρώτα να χαθείς
Για να γελάσεις
Πρέπει πρώτα να κλάψεις
Για να ζητάς τα ρέστα
Πρέπει πρώτα να πληρώσεις
Για ν’ αναστηθείς
Πρέπει πρώτα να πεθάνεις
Μόνο οι βρυκόλακες και η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνουν…

 

 

INFO:  Μη μ΄αφήσεις να χαθώ , εκδόσεις Καστανιώτηςkagios

Προηγούμενο άρθροΒλαντισλάβ Χοντασέβιτς: “Το τέλος της Ρενάτας”
Επόμενο άρθροΤα αυθαίρετα του βίου

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ