Με τη Μνήμη  απέναντι στα ερείπια της Ιστορίας (του Μάνου Κουμή)

0
732

 

του Μάνου Κουμή

Ο ιστορικός Έρικ Χομπσμπάουμ στην εμβριθή μελέτη του για τον 19ο αιώνα δεν παρέλειψε να τονίσει ότι ο καπιταλισμός υποχρέωσε τον κόσμο σε υποχρεωτική κινητικότητα.[i] Έκτοτε, ριζοσπάστες πλάνητες, προοδευτικοί παρίες, επαγγελματίες και ερασιτέχνες συνωμότες, αλλά και αντιδραστικοί, συντηρητικοί αντεπαναστάτες βάλθηκαν να μετασχηματίσουν την έννοια του χρόνου. Ουτοπίες εκ δεξιών και εξ ευωνύμων μάχονταν αλλά και υπόσχονταν τον ριζικό επαναπροσδιορισμό των συμβατικών, πλέον, εννοιών του παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος, ενώ παράλληλα, όλα τα πεδία του ανθρώπινου επιστητού ύψωναν μνημεία ενδεικτικά της μεταστροφής: από το τέλος του 19ου αιώνα και για σχεδόν πενήντα χρόνια, περίεργα και αιμοδιψή όντα από το παρελθόν επανεμφανίζονταν να στοιχειώσουν το παρόν των αστών, σύμφωνα με το παράδειγμα του Στόουκερ και Στρίνμπεργκ⸱ αναρχικοί συνωμοτούσαν για να ανατινάξουν το Γκρήνουιτς, όπως το φαντάστηκε ο Κόνραντ[ii]⸱ κύβοι, κύλινδροι, σφαίρες και κώνοι, αντικαθιστούσαν την πλαστικότητα των μορφών, ενώ η διάταξή τους πάνω στον καμβά, σύμφωνα με το παράδειγμα ενός Μπρακ ή ενός Πικάσο, διέκοπτε την συνεχή ροή του χρόνου, και διαλαλούσε το παράλληλο των πράξεων⸱ φιλόσοφοι στοχάζονταν πάνω στην έννοια της αιώνιας επιστροφής στο παρόν, ή για τον δημιουργικό ρόλο της μνήμης, όπως το ήθελαν ο Νίτσε και Μπερξόν αντίστοιχα⸱ ακόμα και τα πορίσματα των μελετών για τη λογοτεχνία από τους Ρώσους Φορμαλιστές φαίνεται να παρουσιάζουν εκλεκτικές συγγένειες με την έννοια του μοντάζ στον κινηματογράφο, όπου ο χρόνος δαμάζεται ξεκάθαρα.[iii] Όσο για τον νεωτερικό ψυχισμό, ο Μπωντλαίρ, ένας λυρικός στην ακμή του καπιταλισμού, όπως τον ήθελε ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, στο ημερολόγιό του, ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα σημείωνε για τη ρευστότητα της βιωματικής εμπειρίας: «λένε ότι είμαι τριάντα χρονών⸱ αν όμως έχω ζήσει κάθε λεπτό για τρία…»[iv]

Στο παραπάνω σχήμα φαίνεται να εντάσσεται και το πρωτόλειο έργο ενός ταλαντούχου εμιγκρέ του περασμένου αιώνα, του Γκαϊτό Γκαζντάνοφ, με τίτλο «Μια βραδιά με την Κλαιρ». Το έργο εκδίδεται για πρώτη φορά το 1929 και αμέσως εκθειάζεται από την κριτική, η οποία τονίζει παράλληλα τις εκλεκτικές και διακειμενικές συγγένειες με κείμενα τη ρωσικής αλλά και ευρωπαϊκής πρωτοπορίας: απλότητα πλοκής, αντιστρόφως, όμως, ανάλογη των συμβολισμών της, έντονο λυρισμό, υποδόρια μα και πρωτεύουσα σημασία της έννοιας της ροής της συνείδησης ως αφηγηματική τεχνική, συχνή και εξακολουθητική σύζευξη της πραγματικότητας με τα αποκυήματα της φαντασίας, είναι μερικά από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα που αξιοποιεί ο Γκαζντάνοφ, φέρνοντας κοντά την τέχνη του με αυτήν ενός Προυστ ή και ενός Τζόυς. Το στοιχείο, βέβαια, που διαποτίζει ολόκληρο το έργο παραμένει η έννοια της μνήμης και των διαφορετικών ποιοτήτων του χρόνου, παράλληλα με την αναγεννησιακή και αναζωογονητική του ιδιότητα. Έτσι, το «Μια βραδιά με την Κλαιρ» διαβάζεται ως ένα ιδιότυπο έργο μαθητείας – ένα bildungsroman-, όπου η ενηλικίωση πραγματώνεται μέσα από την λυτρωτική δύναμη της ανάμνησης, συνταυτίζοντας τον ιστορικό χρόνο με τον υποκειμενικό.

Αντίθετα με τις περίπλοκες χρονικές και χωρικές διακλαδώσεις που ακολουθεί η αφήγηση, η εξέλιξη της δράσης στη βάση της είναι απλή: ένας Ρώσος εμιγκρές στο μεσοπολεμικό Παρίσι περνά τα βράδια του με τον εφηβικό του έρωτα, την Κλαιρ. Οι συναντήσεις αυτές στέκονται ως αφορμή, ώστε ο Κόλια, ο αφηγητής, να ξεκινήσει ένα ταξίδι αναμνήσεων, και εντέλει προσωπικής εξιλέωσης. Έτσι, ετερόκλητα επεισόδια συνθέτουν  χαλαρά μία εύθραυστη δομή, ενώ εικόνες από την παιδική ηλικία, μέχρι και αυτές της καταστροφής και της ερήμωσης που προκάλεσε ο εμφύλιος πόλεμος του 1917, φιλοτεχνούν ένα μωσαϊκό εμπειριών, κρίσιμων και κομβικών για τον επαναπροσδιορισμό της ταυτότητας του ήρωα. Σε πρώτη ανάγνωση λοιπόν, το «Μια βραδιά με την Κλαιρ» φέρνει στο φως μια πληθώρα αυτοβιογραφικών στοιχείων του συγγραφέα: η απέλπιδα προσπάθεια αναζήτησης εστίας, ο στοχασμός πάνω στην έννοια της παράδοσης απέναντι σε έναν αέναα μεταβαλλόμενο κόσμο, το αίσθημα της απώλειας και το κατακερματισμένο εγώ μέσα σε ένα εκκοσμικευμένο περιβάλλον καθώς και η εναγώνια διερεύνηση μιας κοινής συνισταμένης της αξίας του ανθρώπου⸱ όλα αυτά είναι στοιχεία που απορρέουν από το πολυπολιτισμικό παρελθόν του Γκαζντάνοφ.

Γκαϊτό Γκαζντάνοφ

Ό,τι όμως τον διαφοροποιεί γόνιμα από το έργο ομότεχνών του – του Ναμπόκοφ, για παράδειγμα- είναι ότι ο Γκαζντάνοφ δεν είναι κοσμοπολίτης. Η παθολογία του ήρωά του εμφανίζεται ως απόρροια της μάχης για την διαλεκτική σύνθεση των αντιθέτων. Έτσι, αφενός η απώλεια της αίσθησης της πραγματικότητας με τις συνεχείς αναμνήσεις φέρνουν κοντά τον Κόλια στους άεργους πλάνητες των στοών του Παρισιού, όπου μάταια προσπαθούν να ξεφύγουν από τις σπάθες ενός γόνιμου και παραγωγικού χρόνου⸱ αφετέρου, δεν επιτρέπει στον εαυτό του να μετατραπεί σε έναν άνθρωπο του πλήθους, όπως θα τον ήθελε ο Πόου[v]. Η ειρωνική αποστασιοποίηση, η εκκεντρική ειρωνεία, ο διανοητικός αναστοχασμός, ακόμα και η άρνηση της ολοκληρωτικής ένωσης με το ερωτικό αντικείμενο του πόθου, την Κλαιρ, σηματοδοτούν τον αγώνα του Κόλια για αυτοκυριαρχία. Η λύτρωση, βέβαια, από τα παράγωγα του μπωντλαιρικού spleen έρχεται μέσα από την λειτουργία της ανάμνησης: η άρνηση της Κλαιρ ουσιαστικά ισοδυναμεί με μια εναρκτήρια διαδρομή μεταμόρφωσης και αναγέννησης, φέρνοντας στο φως τις δυναμικές ποιότητες του χρόνου που διαγράφουν το έργο του Γκαζντάνοφ. Στον υποκειμενικό και αντικειμενικό χρόνο του αφηγητή και των γεγονότων, προστίθεται αυτός της επιθυμίας για δράση, για ανανέωση, με σκοπό εντέλει, να ξεπεραστεί το άχθος της ιστορίας.  Δεν είναι τυχαίο λοιπόν, που ο έφηβος Κόλια – σε μια ηλικία συνεχών μεταμορφώσεων- καταλήγει να εξιδανικεύει το πρόσωπο της Κλαιρ, που φαντάζει πλέον, με όλες τις συνιστώσες της έννοιας του φωτός που προσδίδει το όνομά της, ως μια δονκιχωτική Δουλτσινέα⸱ απόμακρη και ιδεατή. Είναι το πρόσωπο εξ αιτίας του οποίου ο φόβος της συμμετοχής σε μια ένοπλη εμφύλια σύρραξη να φαντάζει μικρότερος από την ερωτική απόρριψη.

Σε αντίθεση με την άποψη του Στήβεν Ντένταλους του Τζόυς, που ήθελε να απαλλαγεί από τον εφιάλτη της ιστορίας,[vi] ο Κόλλια προσπαθεί απεγνωσμένα να βρει ένα νόημα, μέσα στην φρίκη των ερειπίων της. Ισορροπεί επικίνδυνα ανάμεσα σε έναν παρακμιακό και έναν ιδεατό κόσμο. Όμως οι αναμνήσεις δεν είναι μονάχα προϊόν του παρελθόντος, αλλά περιέχουν μια προοπτική για το μέλλον. Όπως ο άγγελος της ιστορίας του Βάλτερ Μπένγιαμιν – ο πίνακας Angelus Novus του Klee – « θα ήθελε να σταματήσει για μια στιγμή, να ξυπνήσει τους νεκρούς και να στήσει ξανά τα χαλάσματα».[vii] Όμως ένας άνεμος τον ωθεί ακαταμάχητα προς το μέλλον, ακόμα και αν το πρόσωπο είναι στραμμένο προς το παρελθόν.

Το «Μια βραδιά με την Κλαιρ» προσκαλεί  τον αναγνώστη για πολλαπλές αναγνώσεις χάρη στην άρτια μεταφραστική εργασία της Ελένης Μπακοπούλου. Με την συνεργασία της Μάρως Κάτσικα που φιλοτεχνεί ένα εξώφυλλο υψηλής εικαστικής αξίας, οι Αντίποδες προσφέρουν στον αναγνώστη ένα έργο έκδηλης λυρικής ποιότητας.

 

 

Info: Γκαϊτό Γκαζντάνοφ, Μια βραδιά με την Κλαιρ, μτφρ: Ελένη Μπακοπούλου, Αντίποδες, 2018.

 

 

 

 

[i] E. J. Hobsbawm, Η εποχή των Αυτοκρατοριών. 1875 – 1914, μτφρ: Κωστούλα Σκλαβενίτη, Μ.Ι.Ε.Τ., 2002.

[ii] Joseph Conrad, The Secret Agent. A simple tale, Penguin, 2007.

[iii] Stephen Kern, The culture of time and space. 1880 -1918, Harvard University Press, 2003.

[iv] Charles Baudelaire, Journaux intimes – Fusees, mon Coeur mis a nu. Texte reimprime sur les manuscrits originaux avec une preface Ad. Van Bever, Les editions G. Cres Et Cie . 1920.  « On dit que j’ ai trente ans; mais si j’ai vecu trois minutes en une…n’ai je pas quatre – vingt-dix ans», Fusees, XXI, p.31.

[v] Walter Benjamin, Σαρλ Μπωντλαίρ. Ένας λυρικός στην ακμή του καπιταλισμού, μτφρ: Γιώργος Γκουζούλης, Αλεξάνδρεια, 2002.

[vi] «Η ιστορία, είπε ο Στήβεν, είναι ένας εφιάλτης απ’ όπου προσπαθώ να ξυπνήσω». Τζαίημς Τζόυς, Οδυσσέας, μτφρ: Σωκράτης Καψάσκης, Κέδρος, 2008, σ. 58.

[vii] Βάλτερ Μπένγιαμιν, Θέσεις για τη φιλοσοφία της ιστορίας. Ο σουρεαλισμός. Για την εικόνα του Προυστ., μτφρ: Μηνάς Παράασχης, [ Θέση ΙΧ ], Ουτοπία, 1983. σ. 12.

Προηγούμενο άρθροΗ «Φαίδρα» της Μαρίνας Τσβετάγιεβα ( του Χρήστου Χρυσόπουλου)
Επόμενο άρθροΑντιγόνη, η διαχρονική γοητεία μιας επαναστάτριας από τον Σοφοκλή στον Anouilh ( της Ιασονίδου Φωστήρα)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ