Της Έλενας Χουζούρη.
Ο Κλάους Μαν [1906-1949] έγραψε το «Μεφίστο-μυθιστόρημα μιας καριέρας» το 1936. Η Αριάν Μνυσκίν το ανακάλυψε και το διασκεύασε σε θεατρικό έργο το 1978. Το Εθνικό μας Θέατρο το συμπεριέλαβε στο ρεπερτόριό του και το ανέβασε στη σκηνή του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά, σε σκηνοθεσία Νίκου Μαστοράκη, τον Ιούνιο του 2014. Δεν πρόκειται για ένα τυχαίο έργο που συνειρμικά μπορεί απλώς να μας οδηγήσει στον κλασικό Δρ. Φάουστ και τον ακόμη κλασικότερο Μεφιστοφελή. Η πηγή της έμπνευσης, ως μήτρας του κακού, μπορεί να είναι όντως ο κατά Γκαίτε Μεφιστοφελής, ωστόσο ο πρωτότοκος υιός του ογκόλιθου των γερμανικών γραμμάτων Τόμας Μαν, Κλάους άλλα ήθελε να πει και σε άλλα προσέβλεπε με τον δικό του Μεφίστο. Τόσα άλλα και μάλιστα τόσο ενοχλητικά ώστε η ίδια η εκδοτική ιστορία του μυθιστορήματος θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μυθιστορηματική. . Για να μην πούμε ότι έγινε ευρέως γνωστό χάρη στην θαρραλέα πράξη της Μνυσκίν να το διασκευάσει θεατρικά και να το ανεβάσει, αμ έπος αμ έργον, στο περίφημο θέατρο της Theatre de Soleil, στη Βενσέν, 42 χρόνια μετά τη συγγραφή του! Πού ήταν το πρόβλημα της περιπέτειας αυτού του μυθιστορήματος; Κατά πρώτον και σπουδαιότατο λόγο η εποχή στην οποία γράφτηκε. Ο Χίτλερ και το ναζιστικό κόμματου βρίσκονταν ανενόχλητοι στην εξουσία, πολλοί γερμανοί διανοούμενοι και καλλιτέχνες είχαν αυτοεξοριστεί, ανάμεσά του και ο Κλάους Μαν όπως και όλη η οικογένεια Μαν. Το μυθιστόρημα λοιπόν δεν είναι δυνατόν να εκδοθεί, εκ των πραγμάτων, στην Γερμανία. Ο δεύτερος λόγος που επιβεβαιώνει τον πρώτο, είναι το θέμα του και προπαντός ο μυθιστορηματικός του ήρωας. Αν και σε μεταγενέστερη συνέντευξή του ο Κλάους Μαν σχεδόν το αρνήθηκε, ο ήρωας του, Χέντρικ Χέφγκεν, παραπέμπει ευθέως στον Γερμανό ηθοποιό, σκηνοθέτη και καλλιτεχνικό διευθυντή Γκούσταφ Γκρύντγκενς και την αμφιλεγόμενη καριέρα του από τα αριστερής κατεύθυνσης θέατρα και καμπαρέ του Αμβούργου, πριν την άνοδο των εθνικοσοσιαλιστών στην εξουσία, στην πλήρη προσχώρησή του στο ναζιστικό καθεστώς μετά το 1933. Ο μυθιστορηματικός και αργότερα θεατρικός, Χέντρικ Χέφγκεν, δεν παραδίδεται ψυχή τε και σώματι στο ναζιστικό καθεστώς για ιδεολογικούς λόγους αλλά συνομολογεί με το κακό, δηλαδή τον φασισμό, μόνο και μόνο για να ικανοποιήσει την υπέρτατη καλλιτεχνική του ματαιοδοξία και να δοξαστεί. Ο ίδιος άλλωστε επί σκηνής ομολογεί σχεδόν αφοπλιστικά «Εγώ δεν είμαι παρά ένας καλλιτέχνης». Όντως η καριέρα του καλλιτέχνη Γκρύντκενς παρουσιάζει εντυπωσιακή και ραγδαία άνοδο κατά τη διάρκεια της ναζιστικής εξουσίας. Την οποία παρακολουθούμε επί σκηνής δια του θεατρικού προσωπείου του Γκρύντγκενς, Χέντρικ Χέφγκεν. Ο Γκρύνγκενς τίθεται υπό την προστασία του Γκέρινγκ ο οποίος του προσφέρει την, υψηλής σημασίας, θέση του Καλλιτεχνικού διευθυντή όλων των θεάτρων της Γερμανίας. Η αποδοχή αυτής της θέσης τον ανεβάζει στο απόγειο της δόξας του εν μέσω των χειρότερων ετών της ναζιστικής εξουσίας αλλά και τον σώζει! Διότι, μετά τον πόλεμο , θα χρησιμοποιήσει το επιχείρημα ότι χάρη στη θέση αυτή είχε κατορθώσει να βοηθήσει εκδιωχθέντες από το καθεστώς καλλιτέχνες. Έτσι όχι μόνον αποφεύγει μια πιθανή καταδίκη για συνεργασία με τους ναζί αλλά συνεχίζει ανενόχλητος την καριέρα του στην μεταπολεμική-Δυτική- Γερμανία ενώ το 1949 θα διατελέσει Πρόεδρος του Συνδέσμου Σκηνικών Επαγγελμάτων της Γερμανίας. Πεθαίνει ξαφνικά τον Οκτώβριο του 1963 κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού του στη Μανίλα.
Ωστόσο ο Κλάους Μαν δεν περιορίζεται στο μυθιστόρημά του στο να αφηγηθεί την πορεία ζωής του Γκρύντγκενς, στην μυθιστορηματική του εκδοχή, του Χέντρικ Χέφγκεν. Σαφώς –άλλωστε δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά- την τοποθετεί στα συμφραζόμενα της εποχής. Έτσι τόσο στο μυθιστόρημα, όσο και στη θεατρική του διασκευή από την Μνυσκίν, παρακολουθούμε την σταδιακή κατάρρευση της μεσοπολεμικής, αναιμικής, Δημοκρατίας της Βαιμάρης και την άνοδο του εθνικοσιοσιαλισμού, έως την τελική του επικράτηση, το 1933. Σ ένα τρίτο επίπεδο- στο οποίο έδωσε βάρος ο Κλάους Μαν- υπεισέρχονται οι ταραγμένες σχέσεις της οικογένειας Μαν και προπαντός εκείνες του, ήδη καταξιωμένου, πατέρα Τόμας, με τα δυο του παιδιά: Τον πρωτότοκο Κλάους [γεν.1906] και την δευτερότοκη Έρικα [γεν 1905]. Υπεισέρχονται ακόμα οι περίεργες σχέσεις ανάμεσα στον Κλάους και στον Γκρύντγκενς –ομοφυλόφιλοι και οι δύο, εθισμένος στα ναρκωτικά επί πλέον ο πρώτος- και της Έρικα- επίσης ομοφυλόφιλης- που όμως παντρεύεται τον Γκρύντγκενς για κάποιο μικρό χρονικό διάστημα. Οι σχέσεις του Κλάους με τους δικούς του βρίσκονται σε τέτοιο σημείο ώστε όταν εκείνος πεθαίνει από μεγάλη χρήση βαρβιτουρικών, στα 43 του χρόνια, να μην παρευρεθούν ούτε στην κηδεία του! Τέλος σ’ ένα τέταρτο επίπεδο παρουσιάζεται η ιστορία των θεάτρων και των καμπαρέ –πολιτικών κυρίως –της μεσοπολεμικής Γερμανίας. Το μυθιστόρημα του Κλάους Μαν εκδίδεται για πρώτη φορά στο Άμστερνταμ, το 1936, στη γερμανική γλώσσα. Στην τότε Δυτική Γερμανία κυκλοφορεί μόλις το 1956 και γίνεται ανάρπαστο. Ο συγγραφέας του δεν ζει πια αλλά έχει κυκλοφορήσει η αυτοβιογραφία του στην οποία, αντίθετα με τις εν ζωή δηλώσεις του γράφει για τον Γκρύντγκενς: «Θεωρώ τον Γκρύντγκενς κατ’ εξοχήν προδότη, την μακάβρια προσωποποίηση της διαφθοράς και του κυνισμού.
Η ντροπιαστική φήμη του με εντυπωσίασε τόσο πολύ, που αποφάσισα να παρουσιάσω τον Μεφιστοφελή-Γκύντγκενς σε ένα σατιρικό μυθιστόρημα». Ωστόσο ο Γκρύντγκενς, όπως ήταν φυσικό για τον χαρακτήρα του, δεν προσέφυγε ποτέ ανοιχτά στη δικαιοσύνη για να μηνύσει τον συγγραφέα. Οι προσπάθειες του να εμποδίσει την έκδοση του βιβλίου στη Γερμανία ήταν πάντα υπόγειες. Τέσσερεις εκδοτικοί οίκοι είχαν αρνηθεί να εκδώσουν το μυθιστόρημα. Αγόρασε επίσης, δια αντιπροσώπου, όλα τα αντίτυπα που πέρασαν τα σύνορα και έφτασαν στη Δυτική Γερμανία!. Λίγους μήνες μετά το θάνατό του Γκρύντκγενς, ο θετός γιός και κληρονόμος του ξεκίνησε έναν διαρκή δικαστικό αγώνα εναντίον του γερμανικού εκδοτικού οίκου που είχε εκδώσει το «Μεφίστο» στο Αμβούργο, με στόχο να εμποδίσει την κυκλοφορία του σε ολόκληρη την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Η απόφαση δεν τον δικαίωσε, ο οίκος κυκλοφόρησε το βιβλίο αλλά ο Πέτερ Γκόρσκι συνέχισε με έφεση στο ανώτερο δικαστήριο του Αμβούργου το οποίο στις 9 Ιουνίου 1966 απαγόρευσε την κυκλοφορία του μυθιστορήματος. Δύο χρόνια μετά, το ανώτατο δικαστήριο επικύρωσε την απαγόρευση!
Δέκα χρόνια αργότερα η Αριάν Μνυσκίν ανασταίνει κυριολεκτικά το αιρετικό μυθιστόρημα του Κλάους Μαν, αυτή τη φορά ως θεατρική διασκευή και το επιβάλλει σε πείσμα των ζώντων και τεθνεώτων συμπατριωτών του συγγραφέα.
Τι είναι όμως αυτό που ενοχλούσε τόσο πολύ στο μυθιστόρημα του Κλάους Μαν; Μετά την παράσταση που είδα στη σκηνή του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά, σκηνοθετημένη άξια από τον Νίκο Μαστοράκη, δεν μου έμειναν αμφιβολίες. Δεν είναι απλώς ότι ο Μαν καταρρακώνει το κύρος και την υπόληψη του Γκρύντγκενς αλλά-το σπουδαιότερο- υπενθυμίζει σε μια μεγάλη μερίδα –ίσως την μεγαλύτερη- των συμπατριωτών του τι ανέχθηκαν, πόσο προσαρμόστηκαν ή και συνεργάστηκαν με το ναζιστικό καθεστώς. Τοποθετεί δηλαδή μπροστά τους τον καθρέφτη της συλλογικής ενοχής όπου το «δεν είδα δεν άκουσα δεν κατάλαβα», από ένα σημείο και μετά , δεν μετράει καθόλου. Άλλωστε στη θεατρική παράσταση ακούμε τον ηθοποιό Ότο Ούρλιχ –προσωπείο του κομμουνιστή, επίσης ηθοποιού, δολοφονημένου από τη Γκεστάμπο Χανς Ότο – να ανακοινώνει ότι στις εκλογές του 1932 πάνω από έξη εκατομμύρια Γερμανών είχαν ψηφίσει τον Χίτλερ και το κόμμα του.
Η Μνυσκίν στο θεατρικό της έργο και κατ επέκταση ο Νίκος Μαστοράκης που το σκηνοθέτησε, παίρνει υπόψη της όλα τα επίπεδα του πολυσύνθετου αυτού μυθιστορήματος. Το ιστορικό φόντο είναι αναμφισβήτητο. Χρονική αφετηρία το 1920 και το αποτυχημένο πραξικόπημα του Χίτλερ να πάρει την εξουσία. Χρονικό τέλος το 1933, η κατάληψη της εξουσίας από τους ναζιστές και η αναγόρευση του Χίτλερ ως καγκελάριο από τον σοσιαλδημοκράτη Χίντεμπουργκ. Η θεατρική παράσταση όμως ανοίγει μ ένα ιδιαίτερα εύγλωτο τρόπο. Ο συγγραφέας Κλάους Μαν –επί σκηνής Κλάους Μπρύκνερ- ακούει τις δικαιολογίες του γερμανού εκδότη ότι δεν μπορεί να εκδώσει το μυθιστόρημά του και τον διαολοστέλνει με το πιο περιφρονητικό τρόπο. «Δεν ξέρω τι είναι αυτό που με πειράζει περισσότερο. Η ευτέλεια της σκέψης σας ή η αφέλεια με την οποία αποδέχεστε την ευτέλεια» του λέει. Από κει και πέρα, η Μνυσκίν- η οποία συγκαταλέγεται στους άξιους επιγόνους του μπρεχτικού θεάτρου- και ο Μαστοράκης – εξαιρετικός γνώστης της μπρεχτικής παράδοσης- στήνουν ένα θέατρο μέσα στο θέατρο από το οποίο ξεπηδά και το πολιτικό γερμανικό καμπαρέ ενώ επί σκηνής επιχειρείται και μια εξαιρετικά επιτυχημένη θεατρική διακειμενική συνάντηση με τη χρήση αποσπασμάτων από τον «Βυσσινόκηπο» του Τσέχωφ, τον «Φάουστ» του Γκαίτε, την «Άννα και Εσθήρ» του Κλάους Μαν και την όπερα του Βέρντι «Η Δύναμη του Πεπρωμένου». Μια συνομιλία δηλαδή με την παγκόσμια θεατρική κληρονομιά. Ό,τι μπορούμε να ονομάσουμε νεωτερικό θέατρο του 20ου αιώνα είναι εδώ μαζί με όλα τα απαραίτητα οπερατικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν την μπρεχτική παράδοση. Και αναμφισβήτητα ό,τι μπορούμε να ονομάσουμε πολιτικό θέατρο του 21ου αιώνα είναι επίσης εδώ. Γιατί το «Μεφίστο» που είδαμε όσοι και όσες προστρέξαμε στο ωραιότατα ανακαινισμένο αλλά τόσο μακριά μας Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά, εκτός από την αναμφισβήτητη καλλιτεχνική και αισθητική του αξία, μοιάζει να είναι –δυστυχώς- και πάλι πολιτικά και προπαντός ηθικά επίκαιρο. Μοιάζει σαν να ανασταίνεται ο αιρετικός και τραγικός του συγγραφέας, να έρχεται από την πιο σκοτεινή εποχή της ανθρωπότητας, να βγάζει από την τσέπη του ένα καθρεφτάκι και να το τοποθετεί μπροστά μας.
Πριν δυο χρόνια είχα κυριολεκτικά χαρεί την σκηνοθετική ικανότητα του Μαστοράκη στο κατ εξοχήν πολιτικό έργο του Μπρεχτ «Η Αγία Ιωάννα των Σφαγείων». Θα έλεγα ότι στην περίπτωση του κατά Μνυσκίν «Μεφίστο» η σκηνοθετική αναμέτρηση είναι περισσότερο δύσκολη ακριβώς γιατί τα επίπεδα του, κατά Κλάους Μαν μυθιστόρήματος, δεν είναι μονοσήμαντα ή απλώς πολιτικά. Το έχει άλλωστε παραδεχθεί και η ίδια η Μνυσκίν, η οποία έχει ιδιαίτερα φωτίσει τις ταραγμένες σχέσεις της οικογένειας Μαν. Παρ’ όλα αυτά ο Μαστοράκης κατάφερε να αρθεί στο ύψος αυτών των πολύπλευρα δύσκολων περιστάσεων του έργου και να μπορέσει να αναδείξει όλες τις πλευρές του, αισθητικές, ηθικές, υπαρξιακές, οικογενειακές και βέβαια πολιτικές. Η παράσταση βέβαια ξεπερνά τις τρείς ώρες και λίγες –είναι αλήθεια- φορές κουράζει. Ωστόσο το πολύωρο των παραστάσεων είναι συνώνυμο με τα έργα που διασκευάζει η Μνυσκίν και δεδομένου ότι ο Μαστοράκης συνεργάστηκε μαζί της έχω την εντύπωση ότι τα περιθώρια μιας κάποιας οικονομίας θα πρέπει να ήταν ελάχιστα. Ωστόσο μια επιπλέον σκέψη περί του ζητήματος, θα προσέδιδε μεγαλύτερη ένταση και δραστικότητα στην παράσταση αν πρόκειται –και μακάρι- να ανέβει την επόμενη σεζόν στο Εθνικό της Αγίου Κωνσταντίνου. Πέρα όμως από αυτήν την ελάχιστη παρατήρηση η παράσταση υποστηρίχτηκε εξαιρετικά από όλους, τους είκοσι τον αριθμό, ηθοποιούς – βρήκα την Κωνσταντίνα Τακάλου κάπως υπερβολική στις αρχικές σκηνές- οι οποίοι, εκτός των προσωπικών υποκριτικών τους ικανοτήτων, έδειξαν πόσο καλά λειτούργησαν ως σύνολο, ανταποκρινόμενοι πλήρως σε μια ακόμη πτυχή της θεατρικής μπρεχτικής παράδοσης. Να μην ξεχάσω να μνημονεύσω την ικανοποιητική ερμηνεία από την Δανάη Κουτσαμάνη των αυθεντικών τραγουδιών των γερμανικών καμπαρέ του μεσοπολέμου. Τον ατμοσφαιρικό τόνο έδινε το πιάνο της Λήδας Μανιατάκου. Αλλά για να είμαστε δίκαιοι ιδού η ταυτότητα της παράστασης:
Σκηνοθεσία Νίκος Μαστροράκης
Μετάφραση Λουίζα Μητσάκου
Δραματουργική επεξαργασία Νίκος Μαστοράκης [σε συννενόηση με την Αριάν Μνυσκίν]
Μουσική Επιμέλεια Σταύρος Γασπαράτος
Σκηνικά κουστούμια Νίκος Μαστοράκης
Φωτισμοί Σάκης Μπιρμπίλης
Ηθοποιοί
Μαρίνα Ασλάνογλου
Βίκυ Βολιώτη
Μαρία Ζορμπά
Δανάη Κουτσαμένη
Θύμιος Κούκιος
Αλέξανδρος Λογοθέτης
Υβόνη Μαλτέζου
Στέφανος Μουαγκιέ
Άλκης Παναγιωτίδης
Γιώργος Παπαύλου
Τάσος Πυργιέρης
Γιούλικα Σκαφιδά
Γιάννης Στόλας
Κωνσταντίνα Τάκαλου
Χάρης Τζωρτζάκης
Θάνος Τοκάκης
Ένκε Φεζολάρι,
Χάρης Φραγκούλης,
Μηνάς Χατζησάβας
Νίκος Ψαρράς.
Είδα την παράσταση.Εξαιρετική και δυστυχώς τραγικά επίκαιρη. Μακάρι να παιχτει στο Εθνικό πάλι.ΜΗΝ ΤΗ ΧΑΣΕΤΕ.