των Ελπινίκης Νικολουδάκη-Σουρή και Νικόλαου Ε. Παπαδογιαννάκη (*)
Κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Κέδρος το βιβλίο, νουβέλα παιδικής λογοτεχνίας θα το χαρακτηρίζαμε, της Αλίκης Χιωτάκη και της Αλεξάνδρας Ζερβού Έλα τώρα, τελείωνε, με εικονογράφηση του Γιώργου Γούση. Το βιβλίο μάς ενημερώνει για τη ζωή, τις προτιμήσεις, τη συμπεριφορά των παιδιών με αυτισμό και την εκπαίδευση που τους παρέχεται. Ταυτόχρονα απολαμβάνουμε μια συναρπαστική ιστορία όπου δεν αναφέρεται ποτέ ο ψυχιατρικός όρος «αυτισμός» και ο δεκάχρονος ήρωας αυτής της ιστορίας, ο Άλεξ, πανέξυπνος και ειρωνικός αφηγητής, μας εκμυστηρεύεται ορισμένα επεισόδια της μαθητείας του σε εκπαιδευτικό Κέντρο βορινής χώρας. Η κριτική του ματιά μάς κάνει να αναρωτηθούμε για τη δική μας «κανονικότητα», ενώ η εναλλαγή των καταστάσεων και η τρυφερότητα, που είναι διάχυτη στην αφήγηση, συναρπάζουν και οδηγούν τον αναγνώστη, ιδιαίτερα τον/την εκπαιδευτικό, να ψάξει μέσα του/της, να δει πόσο έτοιμος/η είναι να αντιμετωπίσει παρόμοιες καταστάσεις, να αναζητήσει τη μάθηση και την επιμόρφωση, ώστε να πλησιάσει και να εκπαιδεύσει παιδιά με αυτισμό.
Κατά τη γνώμη μας συντελούν οι εξής λόγοι στην καλλιέργεια και στις αντιδράσεις του αναγνώστη, όταν διαβάζει την ιστορία. α) Η αμφίδρομη ανάγνωση τριών κειμένων διαφορετικών ειδών: της λογοτεχνικής αφήγησης, των επεξηγηματικών σχολίων και των ασκήσεων προκαλεί τον αναγνώστη σε μια γραπτή συνομιλία. Αφηγητής, πρόσωπα της ιστορίας, αναγνώστης συμβιώνουν ανατροφοδοτούμενοι. Εδώ η γνώση πέρα από τη σωστή πρακτική της εφαρμογή, αποκτά ηθική αξία. Και αυτό το βιβλίο υποβάλλει στον δάσκαλο, χωρίς να το δηλώνει, την εγρήγορση και στον αναγνώστη την περιέργεια να μάθει για τα έργα της Τέχνης και της Λογοτεχνίας και να εξηγήσει την παρουσία τους μέσα στο βιβλίο. β) Οι συγγραφείς δημιουργούν ένα περιβάλλον οικειότητας για τον αφηγητή∙ είναι παντογνώστης, κινείται με άνεση ανάμεσα στα δικά του βιώματα, γνωρίζει τα επεξηγηματικά σχόλια και υπολογίζει εξαιρετικά στη συμμετοχή του αναγνώστη∙ οι αποστροφές του είναι τόσο άμεσες που έχεις την αίσθηση ότι ο αναγνώστης λίγο θέλει να πάρει τον λόγο. Και αυτό είναι πρόκληση δημιουργικής ανταπόκρισης. γ) Ο αναγνώστης «μαθητεύει» στην καθημερινότητα του παιδιού με αυτισμό, χωρίς να μεσολαβεί ένα τρίτο πρόσωπο έξω από την ιστορία. Ό, τι συνιστά για μας ιδιαιτερότητα για το παιδί είναι η φυσική του συμπεριφορά. Ως αφηγητής μάς το λέει μέσω των επεισοδίων που αναλύει, ασκώντας ταυτόχρονα κριτική για ό, τι τον ενοχλεί∙ έτσι, παρακολουθούμε την εξέλιξη ενός χαρακτήρα που διεκδικεί από τον αναγνώστη, περισσότερο από την κατανόηση, τη συνεννόηση, τη «σύμπραξη» με τον ήρωα.
Τι μαθαίνουμε διαβάζοντας το βιβλίο
Ο Άλεξ μας βοηθά να καταλάβουμε ποιες ιδιαιτερότητες χαρακτηρίζουν την προσωπικότητά του και που οφείλουμε να τις έχουμε υπόψη μας, γιατί εκδηλώνονται, γενικότερα, σε «ανθρώπους με αυτισμό». α) Έχει ιδιαίτερη ευαισθησία στην ακριβή μέτρηση του χρόνου, των αποστάσεων, στις ακριβείς περιγραφές των ρούχων, των κοσμημάτων, στην τάξη, στο καθιερωμένο πρόγραμμα, στη συμμετρία, στα χρώματα. β) Τον ενοχλούν οι θόρυβοι, η παραβίαση του χρόνου, η απροειδοποίητη διατάραξη του προγράμματός του, η ακαταστασία. γ) Οι μεταφορικές σημασίες των λέξεων προσλαμβάνονται δύσκολα ή θλιβερές κοινωνικές εκδηλώσεις, όπως η κηδεία, δεν αντιμετωπίζονται σοβαρά. δ) Οι κατασκευές και η πρωτότυπη ζωγραφική είναι τα ταλέντα που αναδεικνύονται, όταν δημιουργείται ένα κλίμα εμπιστοσύνης και εκτίμησης γύρω του. ε) Μαθαίνουμε, επίσης, για την εξατομικευμένη φροντίδα και εκπαίδευση που παρέχεται στο παιδί. Ο εκπαιδευτής ή η εκπαιδεύτρια περνά την ημέρα μαζί του, συνεργάζεται σε δουλειές, όπως η περιποίηση του κήπου, το συνοδεύει σε εργαστήρια, όπως στο ξυλουργείο μέσα στο Εκπαιδευτικό Κέντρο ή σε εξόδους στην πόλη, όπως στην επίσκεψη της Πινακοθήκης και στη Σχολή Ζωγραφικής που έχει τίτλο «Οι Κλασικοί μας»∙ τότε χρειάζεται το «κίτρινο καρτελάκι» που δηλώνει την ιδιαιτερότητα του παιδιού. Επίσης, ενδιαφέρουσες είναι και οι πληροφορίες για την τεχνική εκπαίδευση που παρέχει το Κέντρο∙ προάγει τη συνεργασία, την ευχαρίστηση της δημιουργίας, καλλιεργεί την αισθητική αντίληψη και την ικανοποίηση ότι το κάθε παιδί με το έργο του συμβάλλει στη λειτουργία του Κέντρου. Ό, τι κατασκευάζει με τη βοήθεια του ειδικού εκπαιδευτή παίρνει τον δρόμο για την αγορά με τα ευκόλως εννοούμενα οικονομικά οφέλη.
Ωστόσο, η θετική ανταπόκριση των επαρκών αναγνωστών (1) δεν περιορίζεται μόνο στις χρήσιμες γνώσεις που μας προσφέρει το βιβλίο για μια περιοχή της Ειδικής Αγωγής που δεν γνωρίζουμε πολύ καλά. Είναι και η ομορφιά, η δροσιά, η λεπτή ειρωνεία από την οποία πηγάζουν το χιούμορ, το γέλιο (2), το απροσδόκητο γκροτέσκο (3) η συγκίνηση (4), τέλος, που μας χαρίζεται με μέτρο, όταν διαβάζομε και ξαναδιαβάζομε την ιστορία, τη σκεφτόμαστε και τη σχολιάζουμε. Οι πηγές της μέθεξης κάπου μέσα στο κείμενο βρίσκονται∙ στην πλοκή, στην αφήγηση, στο ύφος.
Η μεταγραφή της ψυχαγωγικής (ή παιδαγωγικής) εμπειρίας σε λογοτεχνική αφήγηση
Το βιβλίο βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα και εμπειρίες της ψυχολόγου από την εκπαίδευση των παιδιών με αυτισμό στο Ίδρυμα Tailor Ed Foundation του Εδιμβούργου. Όταν οι εμπειρίες αυτές κατασταλάζουν μέσα της ως βιώματα, αναζητά την αφηγηματική τους σύνθεση∙ όπου οι επιστημονικές γνώσεις υφίστανται, βέβαια, αλλά τα πρόσωπα που φροντίζει και οι καταστάσεις που δημιουργούνται δεν υπόκεινται στην ψυχρή επιστημονική παρατήρηση και στη διερεύνηση των δυνατοτήτων επικοινωνίας, όπως θα υπαγόρευε κάποιο πρόγραμμα. Αντίθετα, τα πρόσωπα αυτά αποκτούν οντότητα ως μέλη μιας ιστορίας, διατηρούν μεν την ταυτότητά τους και τις ιδιαιτερότητές των, επωμίζονται, όμως, διαφορετικούς ρόλους, βελτιώνονται και αναβαθμίζονται ως ήρωες αυτής της ιστορίας∙ μιλούν για τους εαυτούς των αλλά μέσα στη δική τους την ιστορία έχουν θέση και οι άλλοι. Έτσι, ο ερευνητής εκπαιδευτής υποχωρεί για χάρη εκείνου που εξελίσσεται. Το επίτευγμα είναι ότι ο Άλεξ γίνεται ο αφηγητής της ιστορίας του και η εκπαιδεύτριά του, η Δανάη, η ηρωίδα του.
Η Δανάη κατορθώνει να αναπτύξει την αμοιβαία εκτίμηση και προσέγγιση μεταξύ τους∙ αυτή έχει αγωνιστεί για την ισορροπία του Άλεξ με τον έξω κόσμο, αυτή βοηθά το παιδί να δώσει συνοχή και νόημα στα επεισόδια της συντροφιάς τους, να βάλει τάξη στα χαρίσματά του, ώστε να αναδειχθεί το ταλέντο του. Έτσι έρχεται η κατανόηση του «παράξενου», που δεν είναι πια σκοτεινό και ανοίκειο, αλλά ένα σημάδι της ταυτότητας του «άλλου», που συμπληρώνει το κενό. Ο Άλεξ αποκτά την ικανότητα να εκφράζει τις σκέψεις του, η συνείδησή του αλλάζει, εξωτερικεύεται και αναζητά πλέον την επικοινωνία με τον «άλλο», με τον αναγνώστη σαν ίσος προς ίσον. Η ίδια η αφήγησή του είναι «παιδαγωγικό» κατόρθωμα που μετατρέπει έντεχνα τον εσωτερικό μονόλογο σε διάλογο. Γιατί ο Άλεξ μπορεί να αυτοπροσωπογραφείται στον πίνακά του με κλειστό το στόμα, αλλά το κλείσιμο του ματιού (5) ίσως να λέει πιο πολλά∙ ότι, δηλαδή, υπάρχει και η αφήγηση που τα λέει σχεδόν όλα!
Η πλοκή
Στο κείμενο αναγνωρίζουμε μια αποσπασματική αυτοβιογραφία μαθητείας. Στην κύρια ιστορία, που ο Άλεξ την αφηγείται ακολουθώντας τη φυσική διαδοχή των συμβάντων, εγκιβωτίζονται ειδήσεις, όπως η αναμονή των τρένων, η μητρική φροντίδα, η ευχάριστη και δημιουργική απασχόληση, η συνεργασία με τους ειδικούς εκπαιδευτές, η παρέα με τους φίλους στο Κέντρο. Επομένως, πριν την έλευση της Δανάης ο Άλεξ ζει ασφαλής και ήρεμος την καθημερινότητά του. Αλλά η πείρα της λογοτεχνίας μας λέει ότι κανένας της ήρωας δεν αλλάζει ή ωριμάζει υπό παρόμοιες συνθήκες. Ως λογοτεχνικό πρόσωπο ο Άλεξ υποβάλλεται σε διαδικασία διαμόρφωσης από τη στιγμή που έρχεται η Δανάη να δουλέψει στο Κέντρο και αναλαμβάνει τη φροντίδα του. Σ’ αυτήν την ιστορία αναγνωρίζουμε ένα στάδιο προσαρμογής στο εξωτερικό περιβάλλον που το ορίζουν οι άλλοι και ένα στάδιο προσωπικής δημιουργίας που το ορίζει από ένα σημείο και πέρα ο ίδιος.
Στο στάδιο της προσαρμογής ο Άλεξ διακρίνεται και ως αγωνιστής υπέρμαχος των αξιών του: της τάξης, της αρμονίας, του προγράμματος και πολέμιος της αυθαιρεσίας. Δεν έχει άδικο, όταν προκαλεί τον οδηγό του ταξί, καθυστερώντας να κατεβεί, αφού και ο ίδιος ο οδηγός δεν ήρθε στην ώρα του, ούτε είναι αδικαιολόγητη η αντίδρασή του στη συμπεριφορά του σνομπ κυρίου που καθυστερεί να μπει στο λεωφορείο, επειδή θέλει να τον δουν οι άλλοι∙ όσο για την επίθεσή του στο «κακομαθημένο» παιδί στην Πινακοθήκη δεν είναι επιλήψιμη, εφόσον η επίσκεψη του καθενός μας εκεί επιβάλλεται να γίνεται χωρίς τροφές και θορύβους. Οι αντιδράσεις, όμως, αυτές θεωρούνται υπερβολικές, παρεξηγούνται και εδώ συμβάλλει η Δανάη που αποτρέπει τις συγκρούσεις, χάρη στο καρτελάκι που χρησιμοποιεί και στην ήρεμη παιδευτική της διάθεση∙ έτσι διοχετεύει τον «άγριο» δυναμισμό του παιδιού στην Τέχνη, όπου, όπως θα δούμε παρακάτω, αυτό «πρωτοτυπεί», παραβιάζει κάποιους κανόνες και, επομένως, επαναστατεί.
Ωστόσο, αυτή η ολοκληρωμένη ιστορία έρχεται στην επιφάνεια της αφήγησης μετά την αναλυτική αναφορά του Άλεξ στο δίχτυ των καθυστερήσεων, όπου τον παγιδεύει η υπερβολική συνέπεια, η υπερβολική έγνοια και ανησυχία που εκδηλώνει για την ακρίβεια του κάθε προγράμματος. Γι’ αυτό εξαγριώνεται η μητέρα του και του «εκτοξεύει» την προσταγή «Έλα τώρα, τελείωνε!» (σ. 12), όταν καθυστερεί να ετοιμαστεί για το σχολείο. Με τον ίδιο τρόπο συμπεριφέρεται ο οδηγός, άδικα, όπως είπαμε. Και τι καταφέρνουν, αλήθεια, και οι δυο; Να δημιουργήσουν κρίση στο παιδί, όλη την ημέρα να «αντιχτυπά» μέσα του η ίδια φράση και να την απευθύνει κατ’ επανάληψιν στη Δανάη με τέτοια ένταση, που να ακυρώνει κάθε προσπάθειά της να το ηρεμήσει.
Η αναστάτωση αυτή θα εξελισσόταν σε «τραύμα», αν η ήπια και ευγενική συμπεριφορά της Δανάης με τις χαμηλόφωνες και ειλικρινείς υποδείξεις, που δεν παύουν να είναι απαγορεύσεις, δεν λειτουργούσε υποδειγματικά και αποτελεσματικά∙ ο Άλεξ από μέρα σε μέρα γαληνεύει, γιατί η Δανάη έχει το δικό της ύφος, διόλου υποκριτικό και ταυτόχρονα επαγγελματικό. Ο λόγος της πείθει∙ όπου επαναλαμβάνονται το «πρέπει», το «δεν πρέπει», το «δεν είναι σωστό» γίνεται στη συνείδηση του παιδιού «δεύτερη φωνή» και λειτουργεί ως γνώμονας ηθικής που του θέτει όρια. Όταν πάλι η Δανάη, ως ιστορικός της Τέχνης, αποξεχνιέται στην Πινακοθήκη μέσα στις πληροφορίες για τον ζωγράφο και το πορτρέτο, αδιάφορες για τον Άλεξ, αυτός σαγηνεύεται από τη χαμηλή φωνή της και δεν τη διακόπτει. Όμως ο ίδιος χώρος (6) τον μυεί στα μυστικά της Τέχνης και χάρη στις δεξιότητές του αρχίζει να μαθαίνει «μια μια τις πολύ ωραίες αυτές τις σιωπηλές κυρίες». Σαν να αφυπνίζεται εκεί το ταλέντο του.
Η δημιουργία μέσα στο οικείο περιβάλλον του ξυλουργείου και, ακόμη περισσότερο, στο αφιλόξενο κλίμα της Σχολής Ζωγραφικής «Οι Κλασικοί μας» έρχονται στη συνέχεια να αποδείξουν αυτό το ταλέντο. Και στις δυο περιπτώσεις, όμως, ο Άλεξ απεικονίζει στα έργα του την «οικείωση» του προσώπου της Δανάης, την αναγνώριση της προσφοράς της και την ευγνωμοσύνη του. Έτσι οδεύει προς την ενηλικίωση. Τον πρώτο αναβαθμό της πηγαίας ανταπόδοσης τον εντοπίζουμε στην ιδιόμορφη κατασκευή όπου λανθάνουν χαρακτηριστικά της Δανάης∙ το σκούρο καφέ χρώμα του «καθιστικού» (7) συμβολίζει το βαθύ καστανό των μαλλιών της που τα συμμαζεύει και τα κρύβει με το ροζ σκουφί – ασπίδα προστασίας από τον Άλεξ. Τώρα όμως ο Άλεξ το χρειάζεται υποσυνείδητα για να «τελειώσει» το «ομοίωμα» της Δανάης, και φανερά για να κάνει το έπιπλο ευχάριστο στην αφή (8). Διστάζει, όμως, γιατί έχει πια δικαιολογήσει στη συνείδησή του τη φωνή της (9) και παίρνει το θάρρος, να ζητήσει το σκουφί, όταν αυτή, συγκινημένη, υπακούει στη δική του σιγανή εντολή «Έλα τώρα, τελείωνε!» (εννοείται, τους επαίνους).
Ο δεύτερος αναβαθμός, που δίνει τέλος και στην ιστορία της αμοιβαίας προσέγγισης, εντοπίζεται στην παρέκκλιση από τον κανόνα της ζωγραφικής των ομοιόμορφων ηλιοτροπίων του βαν Γκογκ. Ο Άλεξ, ο κατήγορος κάθε ανομοιομορφίας (10), κάθε αταξίας, κάθε ασυμμετρίας ή δυσαρμονίας, συνεπαίρνεται από την όλη σύνθεση του δικού του πίνακα και της συμβολικής του, από τα χρώματα και την ομορφιά των αντιθέσεων και απορρίπτει ως ενοχλητική την ομοιομορφία των ηλιοτροπίων που εκτίθενται στα Μουσεία, στους τοίχους των σπιτιών ή των γραφείων και γίνονται καταναγκαστικά πρότυπα της παιδικής ζωγραφικής. Εδώ ο Άλεξ ζωγραφίζει λουλούδια, που συνεκδοχικά απεικονίζουν τα πρόσωπα στο ξυλουργείο, την ημέρα που η Δανάη παρακολούθησε τις κατασκευές των παιδιών: τον Ότο, τα δίδυμα, τη Δανάη, τον εαυτό του. Καμαρώνει το έργο του και, όπως είπαμε παραπάνω, το υπογράφει (11).
Τώρα το έργο εκτίθεται στο δημόσιο διάλογο. Για τον Άλεξ, πέρα από την τυπική αισθητική αποτίμηση της κυρίας Βερονίκ Φρανσουάζ βαν Γκογκ, περισσότερο ενδιαφέρον έχει η συναισθηματική ανταπόκριση, η συγκίνηση που προκαλεί το έργο και η αποκρυπτογράφησή του∙ τίποτα δεν είναι εδώ αφελές, αφηρημένο ή γενικό, τα λουλούδια είναι συγκεκριμένοι άνθρωποι και τα χρώματα, κομμάτια του καθενός εαυτού. Προ πάντων η Δανάη, που σχεδιάζεται και χρωματίζεται στον πίνακα του Άλεξ σαν μια «ωραία ασύμμετρη ζέρμπερα»∙ επάξια δε της αποδίδεται, σιωπηρά, και ο τίτλος του πίνακα. Η Δανάη καμαρώνει και προσθέτει το σκουφί της στη σύνθεση, εισάγοντας μια νέα μορφή πρωτοπορίας στην Τέχνη την εναρμόνιση της «απτής», της πραγματικής ύλης με την εικόνα. Έτσι «δικαιούται» και τον τίτλο του πίνακα. «Υπάρχει ένα λουλούδι που μ’ έχει εξημερώσει», λέει ο μικρός πρίγκιπας στην αλεπού!
Τα διακείμενα
Έχουμε ήδη σχολιάσει τη λειτουργία τριών αντικειμένων στη μυθοπλασία: το κίτρινο καρτελάκι που είναι η ειδική ταυτότητα του Άλεξ και η Δανάη το κρεμά στον λαιμό της ωσάν να είναι «φυλαχτό», τα βραχιόλια της κυρίας με τα «κόκκινα μαλλιά» ως συνδήλωση των ψυχικών της διακυμάνσεων και το ροζ σκουφί της Δανάης που προστατεύει τα μαλλιά της από τον Άλεξ.
Είναι, όμως, και η εικόνα του μικρού πρίγκιπα στο ρολόι της Δανάης, που σημαίνει ότι το ομότιτλο «παραμύθι» την καθοδηγεί στην ανάπτυξη της σχέσης της με τα παιδιά. Παράλληλα, η θεωρία της αλεπούς για το ρήμα «εξημερώνω» (12) και την ανάπτυξη των δεσμών ανάμεσα στα όντα του σύμπαντος, για την έννοια της μοναδικότητας (13) και για την ακριβή τήρηση του χρόνου (14) στις συναντήσεις και ακόμη η αλληγορική ιστορία του λουλουδιού (15), δημιουργούν ένα συμβολικό κάτοπτρο όπου ο αναγνώστης βλέπει να καθρεφτίζονται η Δανάη και ο Άλεξ. Είναι τυχαίο, άραγε, ότι ο Άλεξ ζωγραφίζει σαν λουλούδια τους φίλους του;
Ως διακείμενα επανεξέτασης, θα λέγαμε, της ζωγραφικής του Κανόνα και της αντίληψης που έχει γι’ αυτά ο Άλεξ λειτουργούν οι πίνακες Ο Μυστικός Δείπνος του Λεονάρντο ντα Βίντσι, η λαϊκή τέχνη και τα Ηλιοτρόπια του βαν Γκογκ∙ ειδικά τα τελευταία. Πόσο μπορεί να συγκινήσει το παιδί η εστίαση στην κίνηση των χεριών των Αποστόλων, όπου εκφράζεται η αγωνία της τελευταίας των συνάντησης με τον Χριστό; Ή τι νόημα έχει η πιστή αντιγραφή των ηλιοτροπίων, όπως και τα μαθήματα στη Σχολή «Οι Κλασικοί μας»; Ακόμη και τα ανόμοια σκουλαρίκια της Δανάης με τις παραστάσεις από τη μινωική και την αρχαία ελληνική τέχνη (;) ενοχλούν. Για τον Άλεξ έχει αξία ό, τι δημιουργεί ο ίδιος και αφιερώνει χρόνο γι’ αυτό, χωρίς να του λέει κάποιος «Έλα τώρα, τελείωνε!» (σ. 36).
Αντίθετα, για τη Δανάη, ο αναγεννησιακός πίνακας προσδιορίζει τη μεσογειακή της καταγωγή, όπως και τα σκουλαρίκια, δώρο της μητέρας στα γενέθλιά της, τονίζουν τη νεανική της φινέτσα, ανακαλούν, όμως, και τους σφιχτούς οικογενειακούς δεσμούς στην παραδοσιακή οικογένεια.
Το ύφος
Το ύφος του κειμένου είναι συνεπές προς την ψυχοσύνθεση του αφηγητή που επικαλείται συνεχώς τον αναγνώστη για να μοιραστεί μαζί του τη διαμόρφωσή του χάρη στη φροντίδα της Δανάης. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση και η επανάληψη φράσεων όπως «Ξέρεις πώς αρχίζει η μέρα μου;» (σ. 8), «Τώρα πρέπει να σου πω πώς γνώρισα τη Δανάη.» (σ. 14), «Δεν ξέρω εσύ τι κάνεις όταν χάνονται τα πράγματά σου την ώρα που τα χρειάζεσαι πολύ-» (σ. 36) δηλώνουν τη διάθεση του Άλεξ να μιλήσει για τα συναισθήματά του και να εκφράσει την επιθυμία του να τον ακούσει, να τον διαβάσει και να του απαντήσει κάποιος. Έτσι επιζητείται ο διάλογος ανάμεσα σε δύο πρόσωπα, τον Άλεξ και τον αναγνώστη, ενώ η Δανάη είναι το πρώτο θέμα! Το γεγονός ότι ένα παιδί δέκα χρονών γράφει με ευγλωττία για το τι κατορθώνει, με τη φροντίδα και τη συντροφιά της νεαρής εκπαιδεύτριάς του αποκαλύπτει και μια διαφορετική ματιά από εκείνη του ενήλικου.
Έτσι ο Άλεξ βλέπει κάποιες συμπεριφορές της Δανάης παράξενες – ας είναι για το καλό του – και τις ειρωνεύεται στον αναγνώστη με εκφράσεις όπως «Θα το κατάλαβες κι εσύ. Έχει κόλλημα με το Νότο αυτή η κοπέλα» (σ. 20), «‘Είναι πολύ ιδιόρρυθμο κορίτσι, σου λέω.» (σ. 25) κ.λπ. Επίσης, στο διαλογικό ύφος οφείλουμε να προσθέσουμε ότι ορισμένες νουθεσίες της Δανάης εισάγονται στο κείμενο με ευθύ λόγο: «Δεν πρέπει Άλεξ. Σου έχω πει πως δεν είναι σωστό. Δεν ήταν καθόλου καλό που έσπρωξες το μικρό αγοράκι. Αν χτυπούσε; » που σχολιάζονται, στη συνέχεια, με τη γνωστή επωδό: «Όλο τα ίδια πράγματα λέει αυτή η κοπέλα.» (σ. 26). Την τρυφερή ειρωνική διάθεση του παρατηρητή και αφηγητή ενισχύουν λεπτομέρειες από τη γλώσσα του σώματος που κρύβουν τη συγκίνηση «Έβγαλε ένα ροζ χαρτομάντιλο και σκούπιζε τη μύτη της και έλεγε συνέχεια χωρίς σταματημό…» (σ. 38). Αυτή η μετωνυμία εκφράζει και μια καλοπροαίρετη «περιπαιχτική» διάθεση που προκαλεί και το γέλιο.
Γενικά η εναλλαγή του σοβαρού και του αστείου, η εκτόνωση των εντάσεων και των απειλών, η πολυφωνία καθιστούν το κείμενο χαριτωμένο αλλιώς μιλάει ο Άλεξ, που έχει στο μυαλό του συνέχεια το «Έλα τώρα, τελείωνε», αλλιώς η Δανάη με τις ευγενικές παραινέσεις-απαγορεύσεις «Όχι, Άλεξ, αυτό δεν είναι σωστό!» και αλλιώς η κυρία βαν Γκογκ (16), που τα «πάθη» των συμφώνων στην ομιλία της, όπως το «ρ» ακυρώνουν, εν μέρει, το επίσημο ύφος της μονότονης κριτικής της.
Η εικονογράφηση
Ο Γιώργος Γούσης πρόσεξε τις εστιάσεις του αφηγητή στα πρόσωπα και στα πράγματα. Έτσι διασφαλίζεται ο διάλογος ανάμεσα στην περιγραφή, στην εικόνα και στη διδαξιμότητα του βιβλίου. Ο αναγνώστης έχει τη δυνατότητα ν’ αφήσει το κείμενο, να πάει στην εικόνα και να δει αν αυτή επαληθεύει ακριβώς την περιγραφή ή και αντίστροφα. Εικονογραφούνται με λεπτομέρειες ο Άλεξ, η Δανάη, η κυρία στο πορτρέτο της Πινακοθήκης, ο μικρός πρίγκιπας «εγκιβωτισμένος» μέσα στο ρολόι, οι δίδυμοι, Τζακ και Μάικλ, ο Ότο, η Βερονίκ Φρανσουάζ, οι δημιουργίες του Άλεξ, το τρένο, το ταξί, το ρολόι, η πρόσοψη του Κέντρου, ο κήπος, το μηχάνημα, ο τοίχος με το κιτρινωπό τούβλο. Αντίθετα, ο εικονογράφος ζωγραφίζει μόνο τα αντικείμενα των κυρίων που δημιουργούν το θόρυβο. Η συνεκδοχή έχει τον λόγο της.
Στη συνομιλία του εικονογράφου με τον αναγνώστη-παρατηρητή μπορούμε να προσθέσουμε τα τρία χέρια με διαφορετική φορά, διαφορετικό μέγεθος και χρωματισμό: το συλλογικό συμβολικό από τον Μυστικό Δείπνο, το «φιλάρεσκο» της θορυβώδους κυρίας και το μπρούτζινο χέρι με το δαχτυλίδι, το ρόπτρο, που προδιαθέτει για τη γνωριμία του Άλεξ με τον παλιό κόσμο της Σχολής Ζωγραφικής «Οι Κλασικοί μας». Το σκουφί της Δανάης, επίσης, είναι και στον εικονογράφο προσφιλές, καθώς μέσα στην ιστορία αλλάζει χρήσεις.
Τέλος, την πολυτροπικότητα του κειμένου εμπλουτίζει η πολυμορφία με την οποία παρουσιάζονται οι κυριότερες δύο φράσεις του κειμένου το «Έλα τώρα, τελείωνε!» και το «Όχι, Άλεξ! Αυτό δεν είναι σωστό. Δεν πρέπει να το κάνουμε ποτέ!»: Η επανάληψη, το μέγεθος, ο χρωματισμός, η γραμματοσειρά, ο σχεδιασμός τους ανάμεσα στο κείμενο αποδίδουν ψυχικές διαθέσεις ή προτροπές, ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες και για τον αναγνώστη.
Σημειώσεις
(1) α) Εύη Καλλιακούδη, «Προτάσεις ανάγνωσης, Έλα τώρα, τελείωνε!», στο http://vivl-lixour.kef.sch.gr/el, Ιακωβάτειος Βιβλιοθήκη, επίσκεψη: 15. 02. 2018, β) Μάνος Κοντολέων, Ημερολόγιο συγγραφικών περιπλανήσεων: Έλα τώρα τελείωνε, στο http//www.iporta.gr/politismos/vivlio/item/13108-ela-tore-teleione-kedros-kriiki-vivliou-tou-manou-kontoleon επίσκεψη:15.02. 2018, γ) Μαρία Σούμπερτ, «Εσύ τελείωνε», στο http://www.theathinai.com/, επίσκεψη:15. 02. 2018, δ) Τασούλα Τσιλιμένη, «Αλίκη Χιωτάκη – Αλεξάνδρα Ζερβού, Έλα τώρα, τελείωνε!, εικ. Γιώργος Γούσης, Κέδρος 2017 » στο http://keimena.ece.uth.gr/τεύχος 26/βιβλιοκρισία, επίσκεψη:16. 02. 2018.
(2) Μια χαρά περνούσαν στην Πινακοθήκη ο Άλεξ και η Δανάη, που έλεγε, βέβαια, πολλά για τον ζωγράφο και το πορτρέτο που τους άρεσε, αλλά η χαμηλόφωνη ξενάγησή της ξεκούραζε το παιδί∙ ώσπου μπήκαν στην αίθουσα τρία παιδιά και μια κυρία, πηγές ενοχλητικού θορύβου. Στη σκηνή που ακολουθεί, τα βραχιόλια της κυρίας κα η τσίχλα του μικρού αγοριού προκαλούν εκνευρισμό, μια μικροσυμπλοκή δημιουργεί ένταση, αλλά εκτονώνεται χάρη στην επίδειξη της κίτρινης κάρτας. Στις ψυχικές διακυμάνσεις της μητέρας, τα βραχιόλια ανταποκρίνονται με ανάλογους ήχους. Ας απολαύσουμε τη «συμμετοχή» τους στην παρακάτω σκηνή: «Τα εφτά κουδουνιστά [της] βραχιόλια στο ένα της χέρι άστραφταν και έκαναν γκλιν-γκλαν, γκλιν-γκλαν με τρόπο πολύ ενοχλητικό. Το μικρότερο παιδί, που είχε κίτρινα μαλλιά με στρογγυλές μπούκλες και μασούλαγε μια εκνευριστική ροζ τσίχλα με άρωμα βανίλιας και γαρίφαλου, ήρθε κοντά μου και με πάτησε, κι εγώ το παραμέρισα λίγο. Εκείνο, εκείνη τη στιγμή, άρχισε να κλαίει και να φωνάζει, μέχρι που βρέθηκε ξαπλωμένο στο πάτωμα. Η κυρία με τα κόκκινα μαλλιά έβαλε τότε τις φωνές, και φαίνεται πως θύμωσαν και τα εφτά βραχιόλια της, γιατί τώρα βροντούσαν και κουδούνιζαν όλα μαζί πολύ δυνατότερα.» Το καρτελάκι φέρνει τη γαλήνη: «Τότε η κυρία σταμάτησε αμέσως και σταμάτησαν να βροντοχτυπούν και τα εφτά βραχιόλια της» (σ. 23-24).
(3) Όπως ο Άλεξ δεν αντιλαμβάνεται ότι δεν χάνω μόνο πράγματα αλλά και ανθρώπους έτσι δεν θεωρεί και την κηδεία θλιβερή τελετή αποχωρισμού των προσφιλών προσώπων. Αυτό το παιγνίδι ανάμεσα στην παιδική άγνοια για την ουσία του θανάτου και στην ώριμη βιωμένη γνώση δημιουργεί τη γκροτέσκο σκηνή, όπου ο Άλεξ τεντώνει τη συζήτηση με τη Δανάη για το μέχρι τα άκρα για το «αποτρόπαιο» αυτό θέμα. Ας προσέξουμε πώς ο Άλεξ συνδέει τη μακάβρια συσχέτιση της αγάπης στον φίλο με την κηδεία του και πόσο έντεχνα την εκτονώνει η Δανάη: «Ο Ότο είναι πολύ λυπημένος, γιατί αγαπούσε πολύ τον παππού του. Τώρα έχει πάει στην κηδεία του να τον αποχαιρετήσει. Είναι τόσο καλός φίλος ο καημένος ο Ότο, και τον αγαπούμε κι εμείς. […] ‘Τότε κι εμείς, όταν πεθάνει ο Ότο, να πάμε στην κηδεία του να τον αποχαιρετήσουμε’, την έκοψα, κι αμέσως η Δανάη έκανε μια παράξενη γκριμάτσα, σαν να την τσίμπησε σφήκα […] Σκέφτηκα πως και η Δανάη θα ζήλεψε κι αυτή πολύ, γι’ αυτό της είπα: ‘Εντάξει, Δανάη. Θα έρθω και στη δική σου κηδεία!’ Τότε ύψωσε τη φωνή της δυο τόνους χωρίς λόγο – δεν ξέρω τι έπαθε ξαφνικά, είναι άλλωστε πάντα παράξενη – και είπε: «Τέλος πάντων! Ας αλλάξουμε συζήτηση! Το σημερινό πρόγραμμά μας, Άλεξ, προβλέπει μάθημα ζωγραφικής!» (σ. 41-42). Ας θυμηθούμε εδώ την αφέλεια των παιδιών σε διηγήματα του Παπαδιαμάντη που ζηλεύουν τα πεθαμένα πλουσιοκόριτσα και λαχταρούν και αυτά να έχουν μια λαμπρή κηδεία!
(4) Ο Άλεξ κατονομάζει τα συναισθήματά του, αλλά θεωρεί παράξενες τις αντιδράσεις της Δανάης που τον αφορούν είναι πολύ εκδηλωτική και συναισθηματική. Διαφορές κουλτούρας – «παιδί του Νότου», μόρφωσης, οικογένειας και προσωπικότητας συγκροτούν έναν χαρακτήρα που ο Άλεξ τον ανακαλύπτει από μέρα σε μέρα, εκτιμά τον τρόπο που του φέρεται, καμαρώνει, κατά βάθος, το πλησίασμά τους, αλλά προσποιείται προσποιείται ότι δεν καταλαβαίνει τη χαρά που εκδηλώνεται με τα δάκρυα και «αστειεύεται». Η συγκίνηση και τα δάκρυα χαράς «κρύβονται» μέσα στην παρακάτω σκηνή, όπου ο Άλεξ δέχεται τους επαίνους στο ξυλουργείο. Έχει φτιάξει ένα πολυλειτουργικό επιπλάκι, τραπεζάκι-κάθισμα: «Εκείνη όμως που φερόταν πιο παράξενα ήταν η Δανάη. Έβγαλε ένα ρόζ χαρτομάντιλο και σκούπιζε τη μύτη της και έλεγε συνέχεια χωρίς σταματημό …» (σ. 38).
(5) «Στο τέλος έφτιαξα, κάτω δεξιά, ένα χρυσοκίτρινο ηλιοτρόπιο πολύ σοβαρό, με κλειστό το στόμα του […] να μισοκλείνει με νόημα το ένα του μάτι, κι έγραψα από πάνω Άλεξ.» (σ. 46).
(6) Εκεί προσέχει πρώτα τα εξωτερικά χαρακτηριστικά στα πορτρέτα των κυριών, τα χρώματα και τις κορνίζες, κάνει τον πρώτο συνειρμό με τα μαλλιά της Δανάης, οι κυρίες του αρέσουν γιατί δεν μιλάνε, στη συνέχεια καταφεύγει στο δικό του το κόλλημα, το μέτρημα, και τέλος αρχίζει να τις γνωρίζει και να τις ξεχωρίζει: «Ήταν πολύ ωραίες αυτές οι σιωπηλές κυρίες κι εγώ άρχισα να περπατάω γύρω γύρω στην αίθουσα, να τις μετράω και να τις ξαναμετράω. Μετά άρχισα να τις γνωρίζω και να τις ξεχωρίζω. Οι δυο φόραγαν κόκκινα, οι άλλες δύο καφέ, η μία μπλε με ρίγες.» (σ. 20).
(7) Το επιπλάκι αυτό ο Άλεξ το βλέπει σαν τραπεζάκι που θέλει να το κάνει και εύχρηστο καλύπτοντάς το με το σκουφί, η Δανάη το εκτιμά ως «ευρηματικό καθιστικό» αλλά και ως έργο τέχνης: «Ω, Άλεξ» του λέει «είσαι μοναδικός, είσαι πραγματικός καλλιτέχνης!» (σ. 38).
(8) «Κανονικά θα ήθελα να απλώσω και να στερεώσω εκεί το πλεχτό σκουφί της Δανάης, έτσι που να σκεπάζει την πάνω επιφάνεια του καρουλιού και να είναι μαλακή όταν την ακουμπάς…» (σ. 37)
(9) «Δεν ήξερα αν θα μου το έδινε ή θα μου έλεγε πάλι ‘Όχι Άλεξ! Αυτό δεν είναι σωστό.’» (σ. 37)
(10) Θυμόμαστε την αρνητική εντύπωση του Άλεξ, όταν βλέπει τα ανόμοια σκουλαρίκια της Δανάης και πόσο τον ενοχλεί η κινητικότητά τους, που είναι εναρμονισμένη με τις εκφραστικές κινήσεις των χεριών. Παρά ταύτα η περιγραφή τους είναι απολαυστική: «Το ένα σκουλαρίκι της είχε ένα κυκλάκι και στο Κέντρο του φαινόταν ένα μικροσκοπικό μεταλλικό ανθρωπάκι που κουνιόταν πέρα δώθε σαν να έκανε γυμναστική. Το δεύτερο είχε ένα άλλο μεγαλύτερο κυκλάκι, όπου ένα διαφορετικό ανθρωπάκι φαινόταν να κάνει τούμπες στον αέρα. Τα σκουλαρίκια κουνιόταν, γιατί κουνιόταν και η Δανάη και, όταν μιλούσε, έκανε πέρα δώθε τα χέρια της με τρόπο παράξενο. [ …] ‘Είναι τα χέρια του Νότου. Όπως στον Μυστικό Δείπνο Του Ντα Βίντσι.’» (σ. 15). Εδώ παρουσιάζεται και η πρώτη δήλωση της μεσογειακής πολιτισμικής ταυτότητας.
(11) «Εγώ έφτιαξα δυο ολόιδια στρογγυλά φεγγαράκια και τους έβαλα μπλε καρό πέταλα και κοντά, παχουλά κοτσάνια. Είπα πως τα φεγγαράκια ήταν ολόιδια, αλλά στην πραγματικότητα, αν τα κοίταζες πολύ καλά, θα έβλεπες πως το ένα είχε τρεις μικρές βούλες και το άλλο δύο μικρές βούλες. Έφτιαξα κι ένα στάχυ ψηλό, με άλλες πάρα πολλές και όμορφες πορτοκαλιές βούλες. Έφτιαξα και μια λίγο παράξενη, πολύ σκούρα καφετιά μαργαρίτα με χακί κοτσάνι, αλλά τα πέταλά της δε μου βγήκανε στο ίδιο ακριβώς μέγεθος [ …] την έβαψα στην κορυφή της με ροζ φούξια χρώμα και πρόσθεσα και μλπε, για να γίνει καλύτερη. Στο τέλος έφτιαξα, κάτω κάτω δεξιά, ένα χρυσοκίτρινο ηλιοτρόπιο πολύ σοβαρό με κλειστό το στόμα του [ …] να μισοκλείνει με νόημα το ένα μάτι του, κι έγραψα από πάνω ‘Άλεξ’.» (σ. 45-46).
(12) Αυτό σημαίνει «δημιουργώ δεσμούς»: Αντουάν ντε Σαιντ – Εξυπερύ, Ο Μικρός Πρίγκιπας, μετάφραση: (; ) εκδ. Ενδυμίων, Αθήνα 2007, σ. 56.
(13) «Για μένα εσύ δεν είσαι ακόμη παρά ένα αγοράκι όμοιο με εκατό χιλιάδες άλλα μικρά αγόρια. Και δεν έχω την ανάγκη σου. Κι εσύ το ίδιο δεν έχεις την ανάγκη μου. Για σένα, δεν είμαι παρά μια αλεπού όμοια με εκατό χιλιάδες άλλες αλεπούδες. Μα, αν εσύ με εξημερώσεις, θα ‘χουμε ανάγκη ο ένας τον άλλο. Θα ‘σαι για μένα μοναδικός στον κόσμο. Θα ‘μαι για σένα μοναδική στον κόσμο…» (ό. π.)
(14) «– Θα ‘ταν καλύτερα να ‘ρχεσαι την ίδια ώρα, είπε η αλεπού. Αν, για παράδειγμα,
πρόκειται να έρθεις στις τέσσερις το απόγευμα, από τις τρεις κιόλας εγώ θ‘ αρχίσω να
‘μαι ευτυχισμένη. Όσο θα προχωρεί η ώρα, τόσο περισσότερο ευτυχισμένη θα νιώθω.
Στις τέσσερις κιόλας θ‘ αρχίσω να εκνευρίζομαι και ν‘ ανησυχώ. Θα ‘χω ανακαλύψει το τίμημα της ευτυχίας! Μα όταν εσύ θα ‘ρχεσαι μια οποιαδήποτε ώρα, δεν ξέρω ποια, ποτέ δεν θα ξέρω πότε θ‘ αρχίσω να καρδιοχτυπώ… Χρειάζονται ορισμένα τυπικά.
– Τι είναι ένα τυπικό; ρώτησε ο μικρός πρίγκιπας.
– Είναι κι αυτό κάτι ξεχασμένο από πολύ καιρό, είπε η αλεπού. Κάτι που κάνει κάποια μέρα να ‘ναι διαφορετική από τις άλλες μέρες, μια ώρα διαφορετική από τις άλλες ώρες.» (ο. π., σ. 57).
(15) «– Είναι ο χρόνος που έχεις χάσει για το τριαντάφυλλό σου και που το κάνει τόσο
σημαντικό. [ …] Να γίνεις υπεύθυνος για πάντα εκείνου που έχεις εξημερώσει. Είσαι
υπεύθυνος για το τριαντάφυλλό σου…[ …] – Αρχίζω να καταλαβαίνω, είπε ο μικρός πρίγκιπας. Υπάρχει ένα λουλούδι… νομίζω πως μ‘ έχει εξημερώσει…» (ο. π., σ. 59).
(16) Η Εύη Καλλιακούδη μας πληροφορεί, στην εύστοχη κριτική της για το Έλα τώρα, τελείωνε!, ότι η κυρία Βερονίκ Φρανσουάζ είναι περσόνα της Louise Bourgeois. Γνωστή, σχεδόν, αιωνόβια γλύπτρια (1911-2010), στις αρχές της δεκαετίας του ’70, κάθε Κυριακή σπουδαστές και νεαροί καλλιτέχνες έφερναν στο διαμέρισμά της τα έργα τους για να τα κρίνει. Έχει μείνει παροιμιώδης η φράση της «Κυριακή, μαύρη Κυριακή!» («Sunday, bloody Sunday») που με το φλεγματικό της χιούμορ (dry humour) συνόδευε την αυστηρή κριτική της. Πάντως η διάθεσή της να δώσει συμβουλές σήμαινε πολλά για έναν πρωτοεμφανιζόμενο καλλιτέχνη. (http://www.theartstory.org/artist-bourgeois-louise.htm, επίσκεψη: 18. 02. 2018). Ο Άλεξ ίσως νομίζει ότι η κυρία Βερονίκ Φρανσουάζ έχει, πράγματι, ζωγραφίσει τα ηλιοτρόπια και γι’ αυτό τη λέει «βαν Γκόγκ» ή την ειρωνεύεται. Έτσι κάνει σχεδόν κάθε παιδί της ηλικίας του, που έχει την άνεση να «κολλά» και ένα παρατσούκλι στους δασκάλους και στις δασκάλες του, ανάλογα με το αντικείμενο που διδάσκει, σε ποια πρόσωπα ή θέματα δίνει ιδιαίτερη προσοχή και τα αναφέρει συχνά, ανάλογα με ποιον ή με τι μοιάζει κ.λπ.
(*)Η Ελπινίκη Νικολουδάκη-Σουρή είναι αφυπηρετήσασα καθηγήτρια Πανεπιστημίου Κρήτης και ο Νικόλαος Ε. Παπαδογιαννάκης είναι ομότιμος καθηγητής Πανεπιστημίου Κρήτης.
INFO: Αλίκη Χιωτάκη & Αλεξάνδρα Ζερβού, Έλα τώρα, τελείωνε, εικ. Γιώργος Γούσης, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 2017.