της Ειρήνης Σταματοπούλου.
Στο πρώτο του βιβλίο, τη συλλογή διηγημάτων «Άσωτοι» (μεταφρασμένο από τον Παναγιώτη Κεχαγιά που φαίνεται να γνωρίζει καλά το σύγχρονο αμερικανικό λογοτεχνικό ιδίωμα), ο μόλις τριάντα τεσσάρων ετών Γκρεγκ Τζάκσον έρχεται να εντυπωσιάσει με τη χειρουργική και ταυτόχρονα λυρική του ματιά στην ανθρώπινη κατάσταση, μέσω της χαρτογράφησης της περίπλοκης, αποπροσανατολιστικής συνθήκης των σύγχρονων δυτικών κοινωνιών. Ο έρωτας, η δημιουργικότητα, το χρήμα, η εξουσία, η επιθυμία, στη διαβρωτική τους διάσταση για την αυθεντικότητα τού εαυτού, συχνά σε συνδυασμό με τη χρήση παραισθησιογόνων ουσιών και ανοίκεια περιβάλλοντα, μοιάζουν να αρθρώνουν τα θεμελιώδη θέματα των κειμένων του, η προσεκτικά αρχιτεκτονημένη και ζυγισμένη δύναμη των οποίων τον κάνει, χωρίς να αποφεύγει πάντα την παγίδα της ναρκισσιστικά αναστοχαστικής ενδοσκόπησης, να μην χάνει ποτέ από το βλέμμα του τον βασικό του άξονα, που είναι αυτός των χαρακτήρων.
Οι ήρωες του Τζάκσον είναι άνθρωποι που με τόλμη, όσο και με τη ματαίωση ή την ενοχή αυτής της τόλμης, φαντασιώνονται για τον εαυτό τους ένα αύριο βιωμένο στο παρόν, που δεν συνίσταται στο μέλλον του χρόνου αλλά σε ένα υποκειμενικό, αναπαρθενεμένο παρελθόν. Άντρες και γυναίκες συνήθως γύρω στα 40, που αναζητούν το «Ελντοράντο του ζην», το σημείο στο οποίο κατακτάς τη στιγμή με κάποιον τέλειο τρόπο και βλέπεις όλη τη δύναμη που υπάρχει μέσα σου να ορθώνεται και να συμπίπτει με τον εαυτό της, «όχι μια τέλεια στιγμή, αλλά μια στιγμή στην οποία τα όρια μεταξύ του εαυτού μας και του κόσμου θολώνουν». Μεταιχμιακοί ενήλικοι που αγωνίζονται να αντεπεξέλθουν στο σοκ της ωριμότητας, και βάζουν τον εαυτό τους στο μικροσκόπιο προσπαθώντας να τον δουν από απόσταση, την ώρα που αντιλαμβάνονται τον χρόνο ως μόνο εγγυητή της ύπαρξης, συναισθανόμενοι πως κάθε καταφύγιο, από τη φύση του, μας καθιστά λιγότερο ικανούς για τη ζωή· που βυθισμένοι στην ηδονική παράλυση μιας παρερμηνευόμενης προσωπικής επιτυχίας, δεν ευαγγελίζονται παρά έναν λυτρωτικό και γονιμοποιό προμελετημένο αφανισμό – «Τη θεσπέσια γαλήνη του να μην έχεις πια μια ζωή για την οποία να παλέψεις, μια ταυτότητα που να προσποιείσαι ότι είναι η δική σου», όπως ομολογεί ο αφηγητής του διηγήματος «Επιθαλάμιον» επιχειρώντας να αναγνώσει την κεντρική του ηρωίδα.
«Είναι σαν να βγαίνουμε από τον ποταμό της ζωής μας, από τον ίδιο το χρόνο, για να τον κοιτάξουμε από τις όχθες να κυλάει χωρίς εμάς», διαβάζουμε στις «Μεταστροφές της Έιμι», την ώρα που ο ήρωας του «Ο Βάγκνερ στην έρημο» διαπιστώνει: «Και φυσικά, με κάθε αναπροσαρμογή δεν πιστεύεις ότι συμβιβάζεσαι ή ότι προδίδεις τις αρχές σου αλλά ότι ωριμάζεις. Κι ίσως και να ’ναι έτσι. Ίσως να κάνεις το καλύτερο που μπορείς. Αλλά η αλήθεια είναι ότι μια μέρα ξυπνάς νεκρός». Ενώ η ηρωίδα ενός άλλου διηγήματος μονολογεί: «γιατί ακόμη κι αν ξεφορτωνόσουν τα πάντα έμεναν και πάλι οι μέρες. Ο χρόνος έπρεπε να γεμίσει, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο. Τι φοβερή υποχρέωση!».
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός πως οι περισσότεροι χαρακτήρες του Τζάκσον έχουν επαγγέλματα, ιδιότητες, ασχολίες, που σχετίζονται με τη θέσμιση της ψευδαισθητικότητας του κόσμου, της αναπαράστασης τού μη πραγματικού, με την εικόνα και με την αποτύπωση της στιγμής πάνω στο σώμα ενός υλικού παρόντος: σκηνοθέτες, ζωγράφοι, συγγραφείς, χορευτές, μουσικοί, παραγωγοί, αστέρες των μίντια.
Ο Λεόν, για τον οποίο οι οικείοι του θεωρούν πως πιστεύει ότι δεν υπάρχει, η Λύρικ, η ζωή της οποίας μοιάζει απόκοσμη, «λες και παρά την αφέλειά της, οι θησαυροί από παράξενα συμβάντα που απαριθμούσε αμέριμνα μπορούσαν να λάμψουν μόνο στο φως της δικής σου κατάπληξης». Η Χάρα, που «ήταν αρκετά περήφανη για να προτιμά να δυστυχεί αντί να κοροϊδεύει τον εαυτό της, που στην τελική ήταν απλώς μια λιγότερο αξιοπρεπής μορφή δυστυχίας»· που πίστευε πως αν κοιτούσε αρκετή ώρα το τατουάζ της Λύρικ, «θα έβλεπε και τον εαυτό της κάπου εκεί, ένα αιώνιο τμήμα αυτής της μαιανδρικής προφητείας, και τότε θα καταλάβαινε ότι αυτή η ζωή δεν ήταν παρά μια φάρσα, υποτελής σε μια εξωγενή τάξη, και ότι ο πόνος και η ευτυχία της είχαν, κατά συνέπεια, νόημα». Ο Μπεν, που προσπαθεί να αναβιώσει τη Σούζαν στην εφηβική τους ηλικία, «ενθουσιώδη και αδιαμόρφωτη που ξεχείλιζε λίγο πέρα από τα όριά της», «πριν καταλήξει να βλέπει την ένταση σαν βαρύ φορτίο και πριν η σύνεση την κάνει να κρύψει τον θησαυρό του εαυτού της, που ανακαλύφθηκε και θάφτηκε μια μέρα, πολύ καιρό πριν, στο χώμα μιας νιότης σε αποσύνθεση». Η Τζέσι και η Έιμι που νιώθουν πως είναι οι μόνες που θα κατέφευγαν σε ένα βιβλιοπωλείο για να γλιτώσουν από τη ζέστη, οι μόνες «που θα έβλεπαν αυτές τις κομψές σελίδες γεμάτες βίαια όνειρα και θα σκέφτονταν πόσο εύθραυστη και άτολμη θα ’πρεπε να είναι μια επίθεση στην αισιοδοξία».
Στο υπαρξιακό αποτύπωμα όλων τους, το διακύβευμα της ζωής συνίσταται εν τέλει στην παραδοχή της αδυναμίας ανασυγκρότησης των φύσει μετωνυμικών σημείων της εμπειρίας, όταν η σύνδεση μεταξύ σημαίνοντος και σημαινομένου έχει οριστικά χαθεί ή, στην καλύτερη περίπτωση, διαρκώς ολισθαίνει.
«Μέχρι που το μόνο που έβλεπα παντού γύρω μου ήταν τα παγωμένα καρέ της ζωής να διασκορπίζονται, στιγμές εμφανούς και αντεστραμμένης σημασίας», διαπιστώνει ο αφηγητής του τελευταίου διηγήματος της συλλογής, ενώ μια άλλη αφηγήτρια, σε τόνο μεγαλύτερης ενσυναισθητικής έντασης ομολογεί: «Η ειλικρίνεια είναι ένα ψέμα, μια πιο κοπιαστική αυταπάτη, σαν ένα λευκό φως που αν το πλησιάσεις και το δεις από κοντά αποσυντίθεται σε όλα τα χρώματα εκτός απ’ το δικό του».
Θα μπορούσε κάποιος να υποθέσει πως στα χνάρια της επιρροής του Paul De Man, ο συγγραφέας μετατρέπεται εδώ σε έναν υπερδιαυγή αναγνώστη με συνείδηση του άκρως πολυσύνθετου της προσπάθειάς του, σε έναν αναγνώστη που ωθείται από μια επιθυμία να κατανοήσει, να ελέγξει το κείμενο, την ώρα που γνωρίζει ότι δεν είναι ποτέ αυτονόητο πως ένα κείμενο μπορεί να διαβαστεί. Πράγμα που σημαίνει πως περισσότερο από το να προσδιορίσει άμεσα το σημαινόμενο που μεταφέρει, εδώ το λογοτεχνικό σημείο ενσωματώνει μια σειρά οδηγιών που πρέπει να χρησιμεύσουν στην παραγωγή του περιεχόμενου που αναπαρίσταται.
Η γραφή μετατρέπεται εν τέλει σε μια υπόθεση της όρασης, σε μια άσκηση στην παραγνώριση των σημείων, που αναπαράγει στο επίπεδο του συνδηλούμενου προβληματισμού της ιστορίας τις αντιφάσεις της δικής της αδιέξοδης μοίρας. Έτσι, ο εκάστοτε αφηγητής, όσο και ο ίδιος ο συγγραφέας, χωρίς να διεκδικεί καμία προτεραιότητα στην αλήθεια και χωρίς να διαθέτει κανένα εχέγγυο σωτηρίας, καταβυθίζεται στα προβλήματα της φαντασιακής βίωσης και εσωτερίκευσης τού κόσμου με το βλέμμα στραμμένο πάντα στην ίδια του τη ματιά. Διότι, όπως λέει και ο ήρωας του διηγήματος «Οι αδερφές του Τάννερ» για το ίδιο το ανθρώπινο υποκείμενο, «τι μπορεί να κάνει παρά να υιοθετήσει πλήρως την καταφανώς αναχρονιστική μυθοπλασία της ίδιας του της ύπαρξης;»
Info: Γκρεγκ Τζάκσον, «Άσωτοι», μτφρ. Παναγιώτης Κεχαγιάς, εκδ. Αντίποδες