Μεταπολίτευση και ανάγνωση

2
205

Της Βενετίας Αποστολίδου.

 

Ανήκω σε μια γενιά για την οποία το 1974 δεν είναι απλώς η χρονιά της μεταπολίτευσης αλλά η χρονιά κατά την οποία άλλαξε ο τότε γνωστός μας κόσμος. Το να μπαίνεις στην εφηβεία σε μια εποχή πολιτικής έξαρσης, με τα οράματα και την ιστορία της Αριστεράς να κυριαρχούν παντού γύρω, είναι ένας εκρηκτικός συνδυασμός που σε σημαδεύει για πάντα. Μέσα στα πολλά που βιώσαμε τότε, και μας ακολουθούν μέχρι σήμερα, είναι και το πάθος για την ανάγνωση. Γιατί βασικό χαρακτηριστικό της νεανικής κουλτούρας της μεταπολίτευσης, σε όποιον πολιτικό χώρο της αριστεράς και αν ανήκε, ήταν η ανάγνωση. Ανάλογα με την πολιτική απόχρωση, μπορεί να διαβάζαμε διαφορετικά βιβλία και περιοδικά, μπορεί να είχαμε διαφορετικές αναγνωστικές πρακτικές αλλά όλοι διαβάζαμε. Η ανάγνωση ήταν απολύτως απαραίτητη για να σταθείς μέσα στις πολιτικές ή φιλικές παρέες, για να σε σέβονται οι άλλοι, ακόμη και για να φλερτάρεις. Lego ergo sum.

Δεν ξέρω αν υπάρχει άλλη ιστορική περίοδος που η ανάγνωση να διαδόθηκε ως αξία ανάμεσα στη νεολαία σε τόσο μαζική κλίμακα. Πάντοτε βέβαια στην Αριστερά η ανάγνωση ήταν αξία. Υπήρχε μια παράδοση η οποία έφθανε σε μας μέσα από προφορικές και γραπτές μαρτυρίες και μας τροφοδοτούσε, διότι περιέβαλε την ανάγνωση με τον μύθο του αγώνα· οι αντάρτες διάβαζαν, οι φυλακισμένοι διάβαζαν, η πολιτική πράξη δε μπορούσε να υπάρχει χωρίς ανάγνωση. Καμιά αμφιβολία δεν υπήρχε επίσης ότι η ανάγνωση αφορούσε τους πάντες, εργάτες, μαθητές, φοιτητές, ανεξάρτητα από αυτό που αποκαλείται «μορφωτικό επίπεδο» και το οποίο  εμείς το προσδιορίζαμε με τους δικούς μας όρους και όχι με τα συμβατικά πτυχία.

Η ανάγνωση για μας τότε ήταν κυρίως ένα συλλογικό βίωμα. Δεν θυμάμαι τον εαυτό μου να διαβάζει, αν και βέβαια θα υπήρχαν οι ώρες που διάβαζα μόνη μου. Θυμάμαι όμως ολοκάθαρα τις κουβέντες μας γύρω από τα βιβλία που διαβάζαμε, θυμάμαι τις αφιερώσεις πάνω στα βιβλία που δωρίζαμε ο ένας στον άλλον, τις σημειώσεις στα περιθώρια των βιβλίων που δανειζόμασταν ο ένας από τον άλλον (και πόσο αυτό λειτουργούσε ως μέσον καλύτερης γνωριμίας και σύνδεσης). Θυμάμαι τις ατέλειωτες βόλτες μας στα βιβλιοπωλεία της Θεσσαλονίκης. Δίναμε πάντα τα ραντεβού μας μπροστά στο βιβλιοπωλείο του Κοτζιά και μέχρι να έρθει ο φίλος μπαίναμε μέσα και χαζεύαμε.  Δεν επρόκειτο όμως μόνο για καθημερινές τελετουργίες μιας εφηβικής παρέας. Κάποιοι από μας είχαμε μια ομάδα ανάγνωσης (αν και δεν τη λέγαμε έτσι τότε) που διάβαζε πολιτικά βιβλία (συνήθως από τους κλασικούς του μαρξισμού) και τα συζητούσε σε τακτές συναντήσεις. Η επιδίωξη ήταν, μέσα από τις συζητήσεις αυτές, να καταλήξουμε σε πολιτικές επιλογές και συγκεκριμένη πολιτική δράση. Αν και κάποιοι είχαν ήδη σχέσεις με πολιτικές οργανώσεις, το νόημα ήταν να μην ενταχτούμε κάπου απαράσκευοι. Η ανάγνωση όμως στη μεταπολίτευση δεν συνδεόταν μόνον με την πολιτική. Βρισκόταν στο κέντρο μιας ευρύτερης πολιτισμικής δράσης. Πολιτιστικοί σύλλογοι στις γειτονιές, ερασιτεχνικοί θεατρικοί θίασοι, κινηματογραφικές λέσχες, ο καθένας μπορούσε να κάνει πράξη τα ενδιαφέροντά του. Όλα προϋπέθεταν την ανάγνωση.

 

Τι διαβάζαμε; Τους κλασικούς του μαρξισμού, όπως σημείωσα, αλλά και πολλή μεταπολεμική ελληνική λογοτεχνία: Χατζή, Τσίρκα, Κουμανταρέα, Ιωάννου· λατρεύαμε τον Σεφέρη και τον Αναγνωστάκη αλλά πολύ δημοφιλής ήταν και ο Χάκκας, ο Μπιντές και άλλες ιστορίες με είχε παιδέψει πολύ στα δεκαπέντε μου χρόνια. Προς το τέλος αυτής της περιόδου, γύρω στα 17-18 μας χρόνια, ξανοιχτήκαμε και σε ξένα κλασικά έργα όπως το Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο  του Προυστ, το Αλεξανδρινό κουαρτέτο του Ντάρρελ ή το Η ζωή είναι αλλού του Κούντερα. Ήδη όμως αυτά τα τελευταία σηματοδοτούσαν και μια αλλαγή, μια μετάβαση σε άλλη ηλικία αλλά και άλλη φάση της μακρόσυρτης μεταπολίτευσης.

Τα ερωτήματα που αναδύονται είναι πολλά: Μήπως η παραπάνω περιγραφή είναι ωραιοποιημένη από τη νοσταλγία της νεανικής ηλικίας; Δεν υπήρχαν δυσκολίες, ανταγωνισμός, επιπολαιότητα, φανατισμός, προσωπικές ήττες και αποτυχίες; Μήπως αυτό που ήταν όλος ο κόσμος για μας αφορούσε τελικά μικρό μέρος της νεολαίας; Διατηρήσαμε το πάθος για την ανάγνωση και, προπάντων, μπορέσαμε να το μεταδώσουμε στους νεότερους, παιδιά και μαθητές; Η απάντηση για τα περισσότερα ερωτήματα είναι προδήλως καταφατική και για τα υπόλοιπα αβέβαιη. Το μόνο σίγουρο είναι πως δεν υπήρξαμε εμείς κάτι το εξαιρετικό αλλά ήταν η πολιτική δυναμική της μεταπολίτευσης που κατόρθωσε να προωθήσει την ανάγνωση, χωρίς καμιά ειδική προωθητική δράση, όπως αυτές που χρειάστηκαν αργότερα.

Προηγούμενο άρθροΑντικείμενα Σκέψης και Περιπέτειας
Επόμενο άρθρο3+1 αστυνομικά του Μάρκαρη για την κρίση

2 ΣΧΟΛΙΑ

  1. Ας προστεθεί στα παραπάνω και η έξαρση του φεμινιστικού κινήματος. Που κάποιος είπε ότι ήταν η μόνη επιτυχημένη επανάσταση του 20ου αιώνα.
    – Δεν ξέρω, Νέτα, ποιο ήταν το ποσοστό της νεολαίας που ήταν όπως περιγράφεις, ωστόσο η ατμόσφαιρα ήταν έτσι, συμφωνώ. Και έπνεε ένας αέρας αισιοδοξίας, ήταν το όραμα της αλλαγής…

  2. Εξαιρετικά ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις και επισημάνσεις. Φοβάμαι ωστόσο ότι αφορούν μικρόκοσμους και δεν μπορούν εύκολα να γενικευθούν χωρίς τεκμηριωμένη έρευνα, όπως αναφέρεται άλλωστε. Ως υπόθεση περισσότερο, θα έλεγα ότι σε κάποιους μικρόκοσμους της ευρύτερης αριστεράς, κανείς και καμιά δεν τολμούσε να αμφισβητήσει τη σημασία της ανάγνωσης. Η σημασία αυτή τεκμηριωνόταν ίσως στην αξία της γνώσης και στην ανάγκη για ανοιχτότητα πνεύματος, ως αποτέλεσμα των πολλαπλών απαγορεύσεων της Δικτατορίας. Η αναγνωστική πρακτική με τις άπειρες διαστάσεις της παραμένει άγνωστη. Στη συνέχεια βέβαια, είδαμε την απαξίωση της ανάγνωσης τόσο από την αριστερά όσο και από τη δεξιά, γι αυτό η σύνδεση της αριστεράς της μεταπολίτευσης με την ανάγνωση αυτή καθαυτή ενδέχεται να είναι ημέτερο άκκισμα.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ