Μεταμόρφωση
Ελευθερία Παππά (*)
Μέρος Α΄
Αυτό που μου απομένει απο συνεντεύξεις είναι τα υψηλά κόμιστρα των ταξί. Για να φτάσω σε απίθανα μέρη της Αττικής. «Σας θέλω πιο ζωηρή στην τάξη», μου λέει. Αναρωτιέμαι αν με θέλει πιο ζωηρή και αλλού. Είναι γύρω στα εξήντα, εμφανώς ατιμέλητος, με ψίχουλα στο ζιβαγκωτό του στέρνο, σάπια δόντια, άπλυτες οι εναπομείνουσες τρίχες στο κεφάλι. Μου έδωσε ενα βρώμικο χέρι για χειραψία. Μου μιλά για το λεξιλόγιο των χιλίων λέξεων που θα πρέπει να εμφυσήσω στους εταιρικούς μαθητές του. Σκέφτομαι τους ενήλικες που δεν κατάφεραν να μάθουν χίλιες αγγλικές λέξεις, τα 200 ευρώ το μήνα και τη λεωφορο Τατοΐου που θα πρέπει να διασχίζω μόνη μου στις δέκα τη νύχτα για να φύγω από τη Μεταμόρφωση. Και την πενία μου, ότι την προτιμώ. Και πιο ύστερα, μου έρχονται στο μυαλό ταινίες του ’60 με ξεπεσμένους Κερκυραίους βενετσιάνικης φάρας ή άλλο τζάκι φουφούδων με χτικιασμένο πιάνο και λιγότερο από απαστράπτοντα γαλλικά.
Όχι ότι ήμουν από κανένα τζάκι – ελιές είχε, ο καημένος ο παππούς μου. Τα αγαπούσε πολύ τα δέντρα του. Με ξένες γλώσσες πάντως μεγάλωσα, και με μπαλέτο, και με πιάνο, και με χίλια δυο άλλα – άλλες εποχές, η δικιά μου η γενιά. Και όχι ότι δεν είχα κάνει πολλές δουλειές, άπειρες δουλειές, όσο σπούδαζα, εκεί στα εξωτερικά. Ήταν διαφορετικό όμως τότε, πριν δεκατρία χρόνια. Στα δεκαοχτώ γέμιζα ράφια με αναψυκτικά, πατατάκια και καλλυντικά και έβλεπα τους τοξικομανείς να μπαίνουν στο φαρμακείο και να παίρνουν την εβδομαδιαία δόση της μεθαδόνης – βρετανικά φαρμακεία, βλέπεις, έχουν και τα γρήγορα μικρογεύματα των «λευκών κολλάρων» που εργάζονται σε εταιρείες εκεί γύρω. Προσφορά: με τρεις λίρες και πεντήντα πέννες έπαιρνες ένα κρύο σάντουιτς και ένα αναψυκτικό, της αρεσκείας σου. Εγώ βέβαια αυτά δεν τα άγγιζα. Δεν είχα μεγαλώσει έτσι, να τρώω πρόχειρα. Μου είχαν δώσει και μια φανταχτερή φούστα, με βολάν, απ’ την αλυσίδα φαρμακείων, εν είδει στολής, με έκανε να νοιώθω σαν τη Μαίρη Πόππινς. Α… μου λείπει μόνο η ομπρέλα για να πετάξω….! Ήμουν δεκαεννιά χρονών, και αυτό το παρόν – το γνώριζα, ήξερα τον εαυτό μου καλά – δεν θα ήταν το μέλλον. Όταν ερχόταν η μέρα της μεθαδόνης, που έμπαιναν για τη δόση τους, άτομα που ο ίσκιος τους με αλάφιαζε, έκανα δέκα βήματα πίσω, κούρνιαζα δίπλα στα ράφια ή τα ψυγεία, έσφιγγα τις μπουνιές και σκεφτόμουν ότι σε λίγα δευτερόλεπτα θα έχει τελειώσει, αναλογιζόμουν ότι το ίδιο βράδυ θα ήμουν πίσω στην εστία. Έπιναν μονορύφι το περιεχόμενο από ένα μικρό πλαστικό ποτηράκι που άφηνε η φαρμακοποιός στον πάγκο, και χωρίς λέξη έκαναν μεταβολή, και η υποβλητική φιγούρα, αργόσυρτα, φορώντας στρώματα από ρούχα, το ένα πάνω από το άλλο, ότι τους ανήκε σε αυτό τον κόσμο, χανόταν απ’ το οπτικό μου πεδίο, προς την αποβάθρα των φέρυ του ποταμού. Έφερνε μια αχλή, αυτό το σκηνικό, στην όψη της χώρας που νόμιζα μέχρι τότε ότι γνώριζα.
Και τα βράδια, μετά τις βάρδιες – δις εβδομαδιαίως – δεν έτρωγα. Το δείπνο σερβιριζόταν μέχρι τις εφτάμιση – αγγλικές συνήθειες, αυτές –ενώ η βάρδιά τελείωνε στις οκτώ. Ποιος θα ήθελε να φάει εκείνο το απαίσιο μείγμα σε πηχτό χυλό; Δεν με ένοιαζε που δεν θα έτρωγα βραδινό. Η πουτίγκα βέβαια θα μου έλειπε. Μερικές φορές έτρωγα δύο πουτίγκες, για την ακρίβεια – μια ως κύριο πιάτο, και μία ως επιδόρπιο. Με παχύρευση γλυκιά σάλτσα, σε δύο γεύσεις, ή βανίλια, ή σοκολάτα. Τα μεσημέρια συνήθως δεν έτρωγα, ή αγόραζα πακέτα με πολλές τάρτες, αυτές τις χριστουγεννιάτικες, γεμισμένες με καρυκευμένη κομπόστα φρούτων, σε πακέτα των 40 πεννών, και έτσι χόρταινα. Οκτώ τάρτες με 40 πέννες της λίρας. Κανονικά τρως μία, μετά το χριστουγεννιάτικο γεύμα, συνοδευόμενη από ένα ποτήρι ζεστό κρασί αρωματισμένο με μπαχαρικά, γαρύφαλλο, κανέλα. Όμως με παίνευα για την εξυπνάδα μου να χορταίνω με 40 πέννες, αφού το μεσημεριανό γεύμα δεν καλυπτόταν από τα δίδακτρα της εστίας. Ήταν το αναγκαίο παρόν. Αλλά άλλο τότε. Τότε ήμουν δεκαοκτώ – δεκαεννιά χρονών, μικρόσωμη και αδύνατη. Αεικίνητη. Εκείνο το παρόν όμως δεν θα ήταν το μέλλον μου. Το ήξερα.
Δεν θα ήταν;
Εγώ δεν ανήκα εκεί, στο φαρμακείο, με τους άλλους πωλητές που συλλάβιζαν στην ανάγνωση (στη δικιά τους τη γλώσσα!), μην έχοντας καλά-καλά τελειώσει το σχολείο. Ήταν λύση ανάγκης. Εγώ ανήκα στην πανεπιστημιακή μου σχολή, στην εστία μου. Με τους συμφοιτητές μου, που πήγαιναν στην Καραϊβική για τις διακοπές του Πάσχα, γυρίζοντας με κοχύλια στα μαλλιά και ηλιοκαμένο δέρμα, και στις Άλπεις τα Χριστούγεννα, για σκι σε σαλέ της Ελβετίας και της Γαλλίας.
Βέβαια, εμένα δεν μου πολυμιλούσαν. Εγώ ήμουν ξένη. Δεν είχα πάει σε οικοτροφείο μαζί τους, σε κανένα από τα γνωστά τους σχολεία. Ήμουν μια από τους τέσσερις ξένους εκεί. Αόρατη, σχεδόν. Ή, ορατή για τους λάθους λόγους.
Στις δικές τους διακοπές έμενα σε μια καθόλα άδεια εστία. Τα πρωινά έψαχνα για περιστασιακές δουλειές, και τα βράδια διάβαζα στην τρύπα που ήταν το δωμάτιο μου. Μόνη σε μια τεράστια, άδεια εστία με γήπεδα, τεράστιες εκτάσεις πρασίνου σε προάστιο της πόλης. Γρασίδι για χιλιόμετρα, μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι, γρασίδι βρεγμένο που νότιζε τα παντελόνια μέχρι το γόνατο. Και κόκκινο τούβλο. Όλο τούβλο. Πόσο γκρίζα μου φαινόταν η Αθήνα τότε στη θύμηση! Μια φορά μόνο έτυχε να νοικιάσουν την άδεια εστία σε ένα κλαμπ ενηλίκων, προσωρινά, λόγω των διακοπών. Μεθυσμένοι, είχαν ανοίξει την πόρτα στο μοναδικό δωμάτιο που είδαν με φως και με ρώτησαν τι κάνω. Αργά τη νύχτα. «Διαβάζω για την κοσμολογία των Μάγια». Είχα δοκίμιο να γράψω. «Ποιοί είστε;» Ξεκαρδισμένος, ο τριαντάρης, ξερακιανός άντρας, με την έφηβη που διάβαζε σε μια άδεια εστία για τους Μάγια, μεταμεσόνυκτια, μου απάντησε «Είμαστε από ένα κλαμπ οριγκάμι», εκτοξεύοντας προς το μέρος μου ένα χάρτινο πουλί, σαν σαΐτα, και εξαφανίστηκε. Διπλωμένη κόλλα χαρτί. Ιαπωνική τέχνη. Εγώ μόνο βαρκούλες είχα μάθει να φτιάχνω, ως παιδί. Τι ήταν πιο αστείο, λοιπόν, η δικιά μου ή μελέτη ή αυτό, ένα παχνίδι, κοτζάμ μεγάλοι άνθρωποι; Έφυγε και δάκρυσα. Που είχε βάλει τα γέλια μαζί μου.
Μα δεν με πείραζαν πολύ, όλα αυτά, όλα ήταν καινούρια, η χώρα η βροχερή και πράσινη, οι παρέες. Ήταν το παρόν που θέριευε, αλλά που θα περνούσε. Όλα ήταν το μέσο, γιατί εκεί που θα έφτανα, οι δυσκολίες αυτών των χρόνων δεν θα με άγγιζαν. Ούτε η δουλειά στο φαρμακείο, ούτε οι βάρδιες στις αποθήκες των Βασιλικών Ταχυδρομείων που ξεκινούσαν στις έξι το πρωί, ένα χρόνο μετά – ως έκτακτη εργάτρια βέβαια, για τα Χριστούγεννα, εγώ, λιλιπούτεια, ξεδιάλεγα τους φακέλους σε θυρίδες, μα η πλειοψηφία ήταν γεροδεμένοι, μετανάστες άντρες από την Αφρική, που χειρίζονταν όγκους από δέματα, το ένα μετά το άλλο, σε ακατάπαυστη συνέχεια οκταώρου, με μόνο ένα διάλλειμα με γρήγορο τσάι σε πλαστικό ποτηράκι και κολατσιό από το σπίτι, δουλειά που είχαν βιώσει μέχρι το μεδούλι. Ούτε, πιο μετέπειτα, με πείραζε που έπαιρνα δυο τρένα για να φτάσω στην επαρχία, σε εταιρεία εμπορίας χαρτιού και που μιλούσα σε ευέξαπτους συμπατριώτες στην Ελλάδα. Εμποροσυναλλαγές σε χαρτί, αποκλειστικά για την εκτύπωση αποδείξεων από μηχανήματα αυτόματης ανάληψης. Για φαντάσου. Μια ολάκερη εταιρεία έστεκε ως μεσάζων σε αγοραπωλησίες χαρτιού απόδειξης για μηχανήματα αυτόματης ανάληψης. Ούτε και εκεί ανήκα, και εκεί ήμουν προσωρινή.
Η αγγλική εστία πέρασε, οι μετέπειτα σπουδές σε κολλέγιο του Καίμπριτζ τέλειωσαν, πέρασαν και τα χρόνια στα κανάλια του Άμστενταμ, με τα κομψά κτίρια του 17ου αιώνα, τις τριγωνικές προσόψεις της οροφής – παραμυθένιο τοπίο κουκλόσπιτων πάνω στα νερά, χτισμένα στις πλάτες, των ρακένδυτων Ινδονήσιων, λιπόσαρκες γυναίκες και άντρες που δούλευαν για αποικιοκράτες δυο φορές το μπόι τους… Και περνώντας και αυτό, η ζωή έγινε το καθημερινό, θλιβερό ατένισμα μπαλκονιών με αυτοσχέδιες σίτες.
Δεν με είχα φανταστεί έτσι στα 30, άνεργη, με έξι ξένες γλώσσες, με χρόνια προυπηρεσίας, με τόσο, τόσο, διάβασμα, να κάθομαι κλεισμένη σε ένα σπίτι, ψάχνοντας διαρκώς για δουλειά και μετρώντας κέρματα. Πάλι καλά που υπήρχε αυτό το σπίτι συγγενή να με φιλοξενήσει, άδειο, στην Αθήνα. Να κοιτάζω τον ακάλυπτο, στεριώνοντας τα μάτια στα θλιβερά μπαλκόνια, γκρίζα, στενά, παρατημένα, πολλά χωρίς ίχνος ζωής. Κανένα παλιό παπούτσι ξεχασμένο μαρτυρούσε ζωή πρν καιρό. Όπως και τα γυαλάκια που είχαν κρεμάσει με κλωστές από τα μέταλλα της τέντας, εκεί απέναντι στα αριστερά, και αντανακλούσαν το φως παιχνιδιάρικα στο δωμάτιο μου. Ποιος άραγε να είχε την ιδέα και το κέφι; Σε ποια εποχή; Η μπαλκονόπορτα του διαμερίσματος αυτού παρέμενε σφαλιστή. Πολλά είχαν πλαστικές σίτες στερεωμένες πάνω στα κάγκελα των μπαλονιών – ξένοι οι ένοικοι, άλλα ήθη. Η ζωή τους δεν είναι για τα αδιάκριτα βλέμματα τα δικά μου. Κανενός. Τότε θυμόμουν τα μεγαλεπήβολα αρχοντικά του 17ου αιώνα στα κανάλια του Άμστερνταμ – Σίνγκελ και Χέρενγκραχτ, Κάιτζεργκραχτ και Πρίνσεγκραχτ. Εγώ ζούσα για χρόνια σε κτίριο με πρόσοψη στο Σίνγκελ. Επαύλεις με τεράστια παράθυρα, πολλά στο ύψος του βλέμματος των περαστικών, 17ου αιώνα, 18ου, μερικές, το αργότερο. Κανείς δεν τραβούσε τις κουρτίνες. Μπορούσες να κρυφοκοιτάξεις στο εσωτερικό – ω, μα ήταν φαντασμαγορικά, όλα, πίνακες τέχνης, έπιπλα, διακόσμηση, σαν να είχε γυρίσει πίσω ο χρόνος, ή σαν να παρατηρούσες έκθεση σε μουσείο..
«Αναρωτιόμουν», ρωτούσε τότε μια γερμανίδα συνάδελφος έναν μεσήλικα ολλανδό συνάδελφο, «γιατι οι ολλανδοί δεν τραβούν ποτέ τις κουρτίνες στα σπίτια τους;», «Διότι..» μειδίασε αυτός, «οι γείτονες σε αντίθετη περίπτωση θα θεωρήσουν ότι γίνονται όργια πίσω από τις κουρτίνες!» Πάντα έτσι εκείνος, ανευλαβή, σκωπτικά σχολια. Ευθείς, ολίγον τι άγαρμποι, ή κατ’ έπίφαση μόνο ευθείς, αλλά με τέλως παντων μια επίφαση που απαιτεί μη τραβηγμένες κουρτίνες.
Τώρα ατενίζω αυτοσχέδιες σίτες σε μπαλκόνια. Από πεταμένα πλαστικά, ή μέταλλα, που διασώζουν τμήματα επιγραφών. Σκεφτόμουν ότι έπρεπε να παίρνω το τραμ από το Σύνταγμα, πιο συχνά, να φτάνω στην παραλιακή, να αγναντεύω το μπλε, να σπάει το γκρίζο των θλιβερών μπαλκονιών. Της ζωής μου.
Η μέρα, κάθε μέρα, ίδια. Σηκωνομαι αργά, μεσημέρι – πώς να με πάρει ο ύπνος το βράδυ άλλωστε , χείμαρρος οι μεταμεσονύκτιες σκέψεις – κουβαλώ τον πανάρχαιο υπολογιστή σε κάποιο καφέ, να δώ κόσμο, να ψάξω για δουλειά….Εκεί έχει πρόσβαση στο διαδίκτυο… Αν νοιώθω κιμπάρισσα, αγοράζω και εφημερίδα με μικρές αγγελίες. Καφές και εφημερίδα. Ούτε εβδομηντάρης παππούς να ήμουν. Πάντα το μετανιώνω μετά, αυτό για την εφημερίδα. Γιάτι κάνει τρία ευρώ. Και γιατί με στέλνει εδώ και εκεί στην Αττική για «συνέντευξη», για να μου πουν με τρόπο για τα «μαύρα». Τα βράδια περιφέρομαι στους δρόμους της Αθήνας. Όχι άσκοπα. Συλλογίζομαι βαδίζοντας, καίω την περίσσεια ενέργεια. Ξαναγνωρίζω την πόλη μου μετά από τόσα χρόνια – άλλη όψη έχει τώρα, σκοτεινή, παράξενη. Ή είναι η δικιά μου η καταχνιά που την κάνει να φαίνεται έτσι;
Έκανε το σταυρό του και έπεσε να κοιμηθεί. Βράδυ πια. Μόνο που το κρεβάτι του είναι μια κουβέρτα στο πεζοδρόμιο της Μιαούλη με τα αφρικανικά τύμπανα από την πλατεία Μοναστηρακίου να ηχούν δυνατά και τους νυκτόβιους σαν και εμένα να περιφέρονται.
Μα και πάλι, μέσα μου, το ξέρω, ξάστερα το ξέρω, το παρόν αυτό δεν θα είναι το μέλλον.
Μέρος Β΄
Συχνά σκέφτομαι ότι η αστική αρχιτεκτονική αυτής της μεγαλούπολης των δέκα εκατομμυρίων, των πανύψηλων, μονοκόμματων ουρανοξυστών, και η σκια που φέρνουν, έχει σκοπό να αναπαραστήσει, ή είναι εμπνευσμένη από το τροπικό δάσος που αντικατέστησε. Με τα πανύψηλα δέντρα με λεπτούς κόρμους, που θεριεύουν 90 μέτρα από τη γη. Φαντάζομαι τους μεγάλους χειμάρρους που θα έρρεαν την εποχή των βροχών – καταρρακτώδεις οι βροχές τότε – τα ρυάκια και τις λίμνες στο όλο λόφους υψίπεδο, κάτω από την πυκνή, οργιαστική βλάστηση. Την παχιά ομίχλη που κάλυπτε όλο το υψίπεδο. Σε πανσέληνο, όπως σήμερα, οι Τουπί-Γκουαρανί, σε έκσταση, θα εκτόξευαν τα βέλη στο σκοτεινό ουρανό, προς τη Ζασί, τη σελήνη θεά τους. Τα ζακαρέ θα κρύβονταν στους βάλτους. Τα πολύχρωμα αρά, οι ζακουτίνγκσας, ακόμα και τα φοβερά γεράκια θα κούρνιαζαν στις φωλιές τους. Οάνεμος θα ψιθύριζε ανάμεσα από τα φυλλώματα των χαμηλών τακουαρασού και της αγέρωχης ζεκιτιμπά. Η νύχτα στο δάσος θα ήταν σιωπηλή, μυστηριακή, επιβλητική.
Τεντώνοντας το βέλος στο τόξο, γυρίζω το βλέμμα. Βλέπω από μακριά το στημένο στόχο. Πυκνή η βλάστηση, αλλά είμαι στην πόλη. Τα ζακαρέ ακόμα προβάλλον από τον μολυσμένο ποταμό, μία, δύο φορές το χρόνο. Λίγα έχουν απομείνει. Ο μεσήλικας της φυλής των Τερενά, ξένος στην πανάρχαια γη των Γκουαρανί, μου εξηγεί για τα παιχνίδια που παίζουν, της φυλής τους, δεν ξέρω αν καταλαβαίνει ότι δεν είμαι από εδώ, του λέω ότι είμαι ξένη, μετανάστρια, από μακριά, πολύ μακριά. Την Ελλάδα, δεν την έχει ποτέ του ακούσει. Μακριά, πολύ μακριά είναι. Αυτό μόνο φτάνει να ακούσει. Δεν ξέρω αν καταλαβαίνει τον όρο, την προφορά μου, τη γλώσσα. «Οικονομική μετανάστρια», βιάζομαι να συμπληρώσω, σε μια γλώσσα που δεν είναι ούτε η δικιά μου, ούτε η δικιά του. Θέλω να βάλω τον εαυτό μου αμέσως στη θέση του αδυνάτου, του μετανάστη, του εκπτοπισμένου στα μάτια του. Νοιώθω, κάπως, ότι έχω ευθύνη γι΄αυτό που συνέβη, που συμβαίνει. Γιατί ο λευκός άνθρωπος τους πήρε τη γη. Δεν είναι παλιές οι ιστορίες για τους Ινδιάνους, πάνω από 300 φυλές, ακόμα, παρά τους νόμους, εκτοπίζονται, χάνουν τη γη τους. Και όμως, ακόμα η Ζασί προβάλλει φέγγοντας όταν ο Τουπά κουρασμένος θέλει να κοιμηθεί μέχρι τη χαραυγή. Κάθε μέρα. Μου αποκρίνεται ο γηραιός Τερενά, και αυτός μετανάστης είναι, από το νότο, η γυναίκα του άλλης φυλής, έχουν διαφορετικές γλώσσες, μεταξύ τους μόνο με τη γλώσσα του λευκού μπορούν να συνεννοηθούν. «Και τα παιδιά σας;», ρωτώ. Τα παιδιά μιλούν μόνο τη γλώσσα του λευκού.
Μήνες περνούν. Περπατώντας, όπως στους πολλούς απογευματινούς μου περιπάτους τα σαββατοκύριακα, έπιασε το ματι μου έναν γερασμένο άντρα, με θωριά ανθρώπου αποκαρδιωμένου, αποκαμωμένου από τη ζωή, από αυτούς που η ταλαιπωρία του βίου τους έχει αφομοιωθεί με το είναι τους, να καπνίζει, καθιστός σε παγκάκι, και έτσι ξερακιανός και μαυριδερός που μου φάνηκε, ηλιοκαμένος, και που κάπνιζε φορώντας κασκέτο, μου θύμισε τον παππού μου, που κοντά ενενήντα χρονών και αξημέρωτα έφευγε να πάει να εργαστεί στις ελιές του, να φροντίσει τα δέντρα του. Τον είχα ξαναδεί αυτό το γέρο, σέρνει πάντα κατι σαν ξύλινη λατέρνα, που παίζει μουσική και που έχει μια κρύπτη εντοιχισμένη με έναν ζωντανότατο, καταπράσινο παπαγάλο. Κουΐού-κουΐού τους λένε εδώ. Τη σέρνει από εδώ, τη σέρνει από εκεί την ξύλινη κατασκευή του, ζητώντας πενταροδεκάρες. Είπα να του αφήσω ένα νόμισμα, τον λυπήθηκα. Με ρώτησε αν θελω να επιλέξω. Δεν ξέρω τι θα επέλεγα, η σκηνή μου θύμιζε μαγικό ρεαλισμό, αλλά ήμουν ενστικτωδώς σίγουρη ότι θα επέλεγα την τύχη μου! Και αυτοστιγμεί ο γέρος άντρας άνοιξε ενα συρτάρι στην ξύλινη κατασκευή, με ρώτησε αν ειμαι παντρεμένη ή ανύπαντρη, και έβγαλε ενα χαρτάκι αφουγκραζόμενος την απάντηση, επιλέγοντας το από δύο μακρόστενες σειρές με πολύχρωμα χαρτάκια, και δίνοντάς το στον παπαγάλο να το «ασπαστεί» με το ράμφος του, μου το σφήνωσε στην παλάμη. Σε στίχους διαβάζω το μέλλον μου, θα κάνω δύο παιδιά λέει – μόνο αυτό για το μέλλον. Δεν λέει τίποτα γι΄αυτά τα παιδιά, που θα ζήσουν, τι θα είναι το άλλο τους μισό. Το βλέπω ολλανδικό και φρισλανδικό, γεννεαλογικό δέντρο αποικιοκρατών. Τι θα τους λέω για το παρελθόν; Ίσως να τα πηγαίνω πιο πίσω στο χρόνο, πίσω, πίσω σε εποχές πριν από τις αποικίες, θα τους λέω για τους γενναίους και ηρωικούς αγώνες των προγόνων τους εναντίον των Ρωμαίων που πήγαν να κατακτήσουν τα φρισλανδικά βοσκοτόπια και βρήκαν αντίσταση τρανή. Μια μεταμόρφωση του παρελθόντος, αφού για το επικείμενο μετά, ποιος ξέρει.
(*)Η Ελευθερία Παππά έχει γεννηθεί στην Αθήνα. Σπούδασε ανθρωπιστικές επιστήμες, ενώ ζει και εργάζεται μόνιμα στο εξωτερικό.