Μετά όμως, μετά…(του Κώστα Καναβούρη)

0
700
«Φημονόη», η πρώτη μάντισσα του μαντείου των Δελφών, εμπνέει τον Γιάννη Μεταξά

 

του Κώστα Καναβούρη (*)

 

Στη μνήμη του Άγγελου Δεληβορριά που εκείνη τη μέρα ήταν παρών.

 

 

Με μια πρόσκληση πλαστή

 

Πόσο μπορείς ν’ανέβεις στο χρόνο πίσω για να δείς

Το πως οι τότε βλέπανε τα έργα

Που τώρα είναι μπροστά σου, στα μουσεία σου;

Χωρίς για τα δικά σου μάτια να ΄χουν γίνει;

 

Για να το κάνεις δεν θα πρέπει να κοπιάσεις;

Τόσα να μάθεις για τα τότε της ζωής!

Τα μάτια της για να δανειστείς

δεν πρέπει πρώτα και τη σκέψη της να δεις;

 

Αλλιώς, αν τίποτε δεν κάνεις απ’ αυτά,

Με μια πρόσκληση πλαστή

Σε ξένο χρόνο θα ’χεις παρεισφρήσει.

 

Τα έργα του δεν φτάνει να κοιτάζεις.

Αμίλητα θα ’ναι για σένα όλα αυτά

Αν έγκαιρα δεν έμαθες το χρόνο να διαβάζεις.

 

Διάλεξα αυτό το ποίημα ως εισαγωγή σε όσα έχω να πω, επειδή έχω τη γνώμη πως είναι ενδεικτικό και του τόνου αυτής της συλλογής και του φιλοσοφικού της υπόβαθρου, αλλά και μιας κάποιας κεντρικής ιδέας γύρω από την οποία είναι δομημένο αυτό το έργο. Φυσικά δεν προτίθεμαι να επιδοθώ στην μάτια, έτσι κι αλλιώς,  προσπάθεια επεξηγήσεων και αποχρησμοδοτήσεων που περισσότερο συσκοτίζουν παρά ωφελούν. Άλλωστε πιστεύω βαθειά εκείνο που έλεγε ο Σεφέρης: «Μη ζητάτε να σας εξηγήσουν ένα ποίημα, γιατί είναι σα να ζητάτε να σας εξηγήσουν τον εαυτό σας». Και επίσης πιστεύω ότι η ποίηση ολιγότερο απολαμβάνεται δια της κατανοήσεως και περισσότερο κατανοείται δια της απολαύσεως.

Το ζητούμενο λοιπόν είναι: έχουμε εδώ ποιητική απόλαυση; Η απάντηση είναι, ανεπιφύλακτα ναι. Και έχουμε ποιητική απόλαυση επειδή τα ποιήματα προέρχονται από στέρεα ποιητική νοημοσύνη, ακονισμένη για πολλά χρόνια σε διαφορετικών ειδολογικών μορφών γραφές. Γνωρίζοντας το δοκιμιακό έργο του Γιάννη Μεταξά, πρέπει να πω ότι δεν ήταν έκπληξη για μένα, τόσο η κατάθεση της πρώτης του συλλογής, «Κατά καιρούς» (Γαβριηλήδης), όσο και της τωρινής από τον «Ίκαρο», «Μετά όμως, μετά…». Έκπληξη θα ήταν το αντίθετο.

Γιατί στην ποίηση- το πιστεύω ακράδαντα- φτάνει κανείς από πολλούς δρόμους. Και το ποιητικό αποτέλεσμα είναι συνισταμένη πολλών παραγόντων που εκτείνονται πολύ πέραν των ορίων κάποιας «θείας» τρόπον τινά έμπνευσης.

Πριν από αρκετά χρόνια είχα υποστηρίξει αυτή την άποψη, παρουσιάζοντας εν παραλλήλω δύο βιβλία ποίησης: μια συμπληρωμένη έκδοση ποιημάτων του Κωστή Μοσκώφ, αυτού του εξαίσια αισθαντικού, αναγεννησιακού ανθρώπου και την συλλογή ενός πραγματικά σπουδαίου ποιητή. Εκείνη, λοιπόν, η παράλληλη παρουσίαση μου κόστισε τη φιλία μου με τον ποιητή. Θυμάμαι, του είχα τηλεφωνήσει για να τον ενημερώσω, όμως εκείνος την είχε ήδη διαβάσει και ήταν έξαλλος.Θεώρησε- και μου το είπε- προσβλητικό να συγκρίνω την δουλειά του, δουλειά ενός ποιητή με πορεία και έργο δεκαετιών, με εκείνη κάποιου που δεν είναι ποιητής. Δεν κατάλαβε; Δεν θέλησε να καταλάβει; Εγώ δεν διατύπωσα σωστά την άποψή μου, που σε καμμιά περίπτωση δεν ήταν αξιολογική; Δεν θα το μάθω ποτέ, γιατί δεν πρόλαβα ούτε να ρωτήσω. Μου έκλεισε το τηλέφωνο και δεν ξαναμιλήσαμε ποτέ. Μετά όμως, μετά…

Παρ’ όλα αυτά εξακολουθώ να πιστεύω ότι στην ποίηση- ευτυχώς- φτάνει κανείς από πολλούς δρόμους. Αν κοιτάξεις το στερέωμα θα αντιληφθείς ότι ο αιθέρας είναι γεμάτος από ποιήματα. Όσα και να γραφτούν, από όσους και αν γραφτούν, εκείνα που δεν θα γραφτούν ποτέ ως το τέλος του κόσμου θα είναι τα περισσότερα. Απλώς χρειάζεται ο βαθύς κόπος της ανθρωπιάς, εκείνο το «ένδον σκάπτε» για να το αντιληφθείς.

Αυτή την διαδρομή έχει διανύσει ο Γιάννης Μεταξάς. Δεν είναι ο μόνος. Εκτός από την περίπτωση του Κωστή Μοσκώφ, ενδεικτικά θα μπορούσαμε να αναφέρουμε τον Ζήσιμο Λορεντζάτο και τα «Ποιήματα» (πάλι από τον «Ίκαρο» το 2006), αλλά και το μεγάλο Στυλιανό Αλεξίου με την συλλογή «Στίχοι επιστροφής» («στιγμή», 2012 ) που περιλαμβάνει 60 ποιήματα τα οποία γράφτηκαν σε μια περίοδο 60 χρόνων. Πρόκειται για τα μοναδικά βιβλία ποίησης που εξέδοσαν.

Δεν είναι σεμνότητα. Είναι σεμνή κατάθεση επιχειρήματος υπό την Αριστοτελική έννοια που δεν διαχωρίζει το ποίημα απο το (φιλοσοφικό) επιχείρημα το οποίο κατατίθεται ως κτήμα κοινό στη δημόσια σφαίρα του λόγου.

Αυτό ακριβώς κάνει ο Γιάννης Μεταξάς: Καταθέτει το επιχείρημά του στον καιρό που διαρκώς υπάρχει και φεύγει ως λυγρή πραγματικότητα, ανάμεσα στο «ούπω» και στο «μηκέτι». Ανάμεσα στο «όχι ακόμα» και στο «ποτέ πια», που πριν προλάβεις να το συλλάβεις έγινε κιόλας χρόνος. Είναι το ίδιο «κάτι» στο οποίο αναφέρεται ο Γιάννης Ρίτσος στο ποίημά του «Φημονόη», την πρώτη μάντισσα του μαντείου των Δελφών. Όταν της έδειξαν, γράφει ο Γιάννης Ρίτσος (το διηγούμαι), γραπτή την ερμηνεία των λόγων της, η Φημονόη απόρησε. «Ποιός τα είπε αυτά», ρώτησε τους ιερείς και τους εξηγητές που από καταβολής κόσμου αλωνίζουν όπως αυτοί θέλουν στο ιερό της γνώσεως που είναι εξουσία και μοιράζουν κατά πως συμφέρει τα ψιχία στους αδαείς και έκθαμβους μπροστά στο ανεξήγητο μεγαλείο αυτής της εξουσίας. «Ποιός τα είπε αυτά», ρώτησε λοιπόν η Φημονόη. Κι όταν της είπαν «εσύ», εκείνη πρόσθεσε: «ναι, μα εγώ εννούσα και κάτι ακόμα. Κι είναι γι’ αυτό το «κάτι ακόμα», γράφει ο Γιάννης Ρίτσος, που οι ποιητές γράφουν «πενήντα τόσα χρόνια ή και αιώνες με την κρυφή ελπίδα πως ούτε η Φημονόη ήξερε αυτό το κάτι ακόμα». Κι είναι γι’ αυτό το «κάτι»,που έρχεται ο Γιάννης Μεταξάς πενήντα τόσα χρόνια (ή και αιώνες) μετά την «Φημονόη» για να γράψει καταληκτικά στο ποίημα του, «Μέσα στη μνήμη της αφής»:

 

«Υγρό κι αστέγνωτο το δάκρυ

για να μην πάψει να θυμίζει

αυτό το τόσο, το πανάκριβο, το κάτι»

 

Είναι επειδή ο ποιητής γνωρίζει ότι μονάχα με την υγρασία της βαθιάς υπαρξιακής λύπης μπορείς να γεωργήσεις τη φοβερή στιγμή που ανοιγοκλείνουν οι Συμπληγάδες του «ούπω» και του «μηκέτι». Μονάχα με το δάκρυ του ανείπωτου που δεν έχει άλλο τρόπο να ειπωθεί παρά μονάχα με την τέχνη του ανείπωτου, δηλαδή με την ποίηση, μ’ αυτή την τέχνη του επιχειρήματος που ταυτόχρονα είναι κι ένα καινούργιο ερώτημα μπροστά στο δέος του άγνωστου χρόνου, μπροστά στο δέος ενός παρελθόντος που έρχεται πάντοτε από το μέλλον, μονάχα με το ποίημα μπορείς να απαντήσεις. Το ποίημα, λοιπόν, γίνεται έτσι η απάντηση στο ερώτημα που το ίδιο έθεσε και που δεν μπορούσε να απαντηθεί με διαφορετικό τρόπο.

Και ο Γιάννης Μεταξάς σχεδόν δεν μπορούσε να μη γράψει ποίηση. Ύστερα από μια κορυφαία επισημονική πορεία, μια εξαίσια διαδρομή στον δοκιμιακό λόγο που σίγουρα θα συνεχιστούν, δεν γινόταν να μην απαντήσει στα ερωτήματα που βασανίζουν τους βαθείς και σοβαρούς ανθρώπους παρά, ή μάλλον ΚΑΙ, με τον τρόπο της ποίησης.

Γράφει στο δοκίμιο του «Η ρητορική των ερειπίων» ένα κορυφαίο έργο που κι αυτό  μιλάει με τον τρόπο του, με τα μέσα του είδους του, ακριβώς για την ανθρώπινη περιπέτεια  που συμβαίνει ανάμεσα στο «ούπω» και το «μηκέτι»: «Όλα τα πράγματα μιλάνε. Και τα ερείπια, μη νομίζετε, βουβά δεν είναι. Οι μορφές τους, ελλειματικές από βάρβαρες πράξεις ή από φθορές και αμέλειες ή ανεκπλήρωτες προθέσεις αποκτούν τώρα επιγενόμενες ελλειπτικές εκφράσεις».

Μόνο τυχαία λοιπόν δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η πρώτη του συλλογή τιτλοφορείται «Κατά καιρούς». Μόνο τυχαίο δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι και η τωρινή τιτλοφορείται «Μετά όμως, μετά…» με αποσιωπητικά στο τέλος. Μια αδιόρατη υπόμνηση, ένα σιωπηλό νεύμα σ’ αυτό το «κάτι». Στην φεύγουσα κόρη που ονομάζεται ομορφιά και που αυτή είναι η μοίρα μας, το μερτικό μας δηλαδή στην ομορφιά του κόσμου. Στην ομορφιά, που η αναζήτησή της, είναι ακριβώς η αναζήτηση της αλήθειας μας. Και γι’ αυτό πρέπει να γίνεται με τη σοβαρότητα της ποιητικής αξιοπρέπειας. Κι αν είμαστε ποιητές είτε γράφοντας, είτε διαβάζοντας τότε ίσως σταθούμε τυχεροί στην αναζήτηση της αλήθειας.

Ίσως να έχουμε κι εμείς, «Μια τύχη κόκκινη», όπως έγραψε ο Γιάννης Μεταξάς:

Σαν κάδρο πίνακα γινότανε

εκείνο το μικρό παραθυράκι

κάθε φορά, την Άνοιξη, στη Μίνωος,

που πίσω από το τζάμι

ανέβαινε ένα κόκκινο γεράνι.

 

Μα όταν το λουλούδι εμαραινότανε

κι όσο καιρό τώρα αζωγράφιστο το τζάμι αφηνόταν,

το κάδρο ξαναγύριζε παράθυρο

κι η ομορφιά χανόταν.

 

Όμως, ακόμα και μετά

την ομορφιά δύσκολα θα ξεχάσεις

όταν, έστω για λίγο, μια τύχη κόκκινη σε κάλεσε

εσύ τη ζωγραφιά να υπογράψεις.

Να λοιπόν γιατί οφείλουμε ευχαριστίες στον ποιητή. Γιατί με τη συλλογή του πρόσθεσε ένα ακόμη επιχείρημα στην αναζήτηση της ομορφιάς και της αλήθειας. Και στην ανάγκη αυτής της αναζήτησης: Επειδή είτε υπογράφεις την ομορφιά πάνω στο τζάμι, είτε πάνω στο φευγαλέο γεράνι, είτε πάνω στην οθόνη του υπολογιστή, πάντοτε μέσα στη χούφτα θα υπάρχει ένας ίσκιος που θα ζητάει αποκρυπτογράφηση και θα λαχταράει να πετάξει. Γι΄αυτό στην ποίηση φτάνουμε από παντού. Όσο για το τι γίνεται μετά; Ε, αυτό μας το λένε τα αποσιωπητικά του τίτλου: Θα έρθουν άλλοι ποιητές για να το πούνε. Γι΄αυτό η ποίηση δεν πρόκειται να πεθάνει ποτέ.

 

 

info: Γιάννης Μεταξάς, «Μετά όμως, μετά…», εκδ. Ίκαρος

 

(*) Παρουσίαση της ποιητικής συλλογής από τον Κώστα Καναβούρη στο Ίδρυμα Θεοχαράκη, 28 Φεβρουαρίου 2018.

Προηγούμενο άρθροΔραμάιλο, ο δρόμος προς τη Δράμα του Κ.Συφιλτζόγλου (του Γιώργου Λίλλη)
Επόμενο άρθροΒιβλία γνώσεων στα βιβλιοπωλεία (της Μαρίζας Ντεκάστρο)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ