Του Γιάννη Ν. Μπασκόζου.
Αρχές καλοκαιριού και κόβω βόλτες στα βιβλιοπωλεία. Μπαίνω σε ένα μικρό, πολύ ενημερωμένο βιβλιοπωλείο του κέντρου. Δοκίμια, ξένη καλή λογοτεχνία, ποίηση. Ο υπάλληλος μου λέει: «μπαίνουν όλο και πιο λίγοι, λίγη κίνηση το πρωί 12-2 , το μεσημέρι και το απόγευμα είμαστε μόνοι μας». Περνάω έξω από μια μεγάλη αλυσίδα. Συναντώ έναν εκδότη, από τους καλούς. Κοιτάμε μαζί τη βιτρίνα. Παντού μπεστ σέλερ. «¨Όλοι κυνηγάνε την επιτυχία» , του λέω, λίγο ειρωνικά. «Δεν ξέρω πόσοι θα βγάλουμε τη χρονιά», γυρίζει και λέει με ένα ύφος στενοχωρημένο.
Βλέπω τους ισολογισμούς, ακόμα και των εκδοτών που φαίνονται πολύ δραστήριοι, τα στοιχεία δεν είναι ενθαρρυντικά. Μεγάλες επισφάλειες, ζημιές, μείωση ρευστότητας. Αυτό το τελευταίο είναι το μείζον, δεν υπάρχει ρευστότητα. Όλοι χρωστάνε σε όλους. Ένα γαϊτανάκι που αν κάποτε σπάσει θα παρασύρει κάποιους στο χάος. Ένας βιβλιοπώλης της περιφέρειας μου λέει: «κι άλλες απολύσεις από το δημόσιο σημαίνει για μας κι άλλες απώλειες. Οι δημόσιοι υπάλληλοι ήταν πάντα ένα παραδοσιακό κοινό, αγόραζε βιβλία λίγο πριν φύγει για διακοπές». Πότε άρχισαν άραγε όλα αυτά; Η κρίση είναι παλιά αλλά έχει επιδεινωθεί τελευταία. Μία εκδότρια κι ο βιβλιοπώλης της περιφέρειας συμφωνούν: «μετά την Κύπρο άρχισαν όλα. Σα να δόθηκε ένα σύνθημα και ο κόσμος άρχισε να φυλάει τα χρήματά του, ελάττωσε τις προμήθειες του σε βιβλία».
Τα ράφια στην εφημερίδα τέτοια εποχή ξεχείλιζαν βιβλία. Οι μεγάλοι και μεσαίοι εκδότες φυλάγανε τα καλύτερα τους για την αρχή του καλοκαιριού. Σήμερα είναι ελάχιστα τα βιβλία αυτά που μας περιμένουν στη θυρίδα μας.
Επιχειρώ μια σκέψη που τη βρίσκουν πιθανή πολλοί από τους συνομιλητές μου. Μετά την κρίση θα μείνουν λίγοι μεγάλοι εκδότες που στην πλειονότητα τους θα πωλούν μυθιστορήματα μιας χρήσης , παγκόσμια μπεστ σέλερ και ελάχιστα καλά βιβλία για «ξεκάρφωμα». Θα μείνουν επίσης λίγοι , καλοί εκδότες, χειρώνακτες, με την έννοια ότι θα βγάζουν λίγα, πολύ καλά, βιβλία το χρόνο αλλά θα τα δουλεύουν μόνοι τους. Δεν είναι και τώρα λίγοι οι μικροί εκδότες που κάνουν επιμέλεια, διορθώσεις, φτιάχνουν εξώφυλλα , παρακολουθούν την παραγωγή στο τυπογραφείο μόνοι τους. Κάποιοι τα διακινούν και οι ίδιοι. Τα φορτώνουν στο μηχανάκι και δειγματίζουν στα βιβλιοπωλεία. Δίνουν μια μάχη επιβίωσης σκληρή. Αλλά και οι μεγαλύτεροι, με τους υπαλλήλους και τις πολλές υποχρεώσεις δίνουν τη δική τους μάχη. Αυτοί που ο Τζαβάρας τους έλεγε «εμπορικούς», λες και είναι κακό να βγάζεις βιβλία που πουλάνε.
Ένα πράγμα δεν έχουν καταφέρει όλοι αυτοί: να είναι ενωμένοι. Χωρισμένοι σε 4-5 σωματεία, που επηρεάζουν ελάχιστους, αδυνατούν να συνεννοηθούν για απλά πράγματα. Π.χ. να κάνουν ένα φεστιβάλ βιβλίου μαζί. Αντίθετα επιχειρούν κάθε ομάδα το δικό της. Δεν έχουν βέβαια όλοι την ίδια ευθύνη. Αλλά σημασία έχει ότι κανείς δεν επιχειρεί το αυτονόητο: τη συσπείρωση και την κοινή προσπάθεια.
Ναι, η αλήθεια είναι ότι η αγοραστική κίνηση στον χώρο του βιβλίου ίσως να έχει υποστεί βαθμιαία τα δικά τις πλήγματα. Δεν μπορώ να μιλήσω για τους εκδοτικούς οίκους, αλλά ως αναγνώστρια θα πω το εξής: Εκείνος που θέλει να αγοράσει βιβλία, γιατί θεωρεί ότι είναι ένα μοναδικό μέσο για περάσει ευχάριστα τις ώρες της μέρας του, πιστεύω πως θα το κάνει. Επειδή αγαπά το βιβλίο, επειδή έχει μάθει να ζει, κρατώντας το στα χέρια του. Αυτό που με προβληματίζει είναι ότι μάλλον οι προτιμήσεις των ανθρώπων έχουν αρχίσει να αλλάζουν, ίσως δηλαδή ο σύγχρονος Έλληνας επιθυμεί πλέον να διοχετεύει αλλού το ποσό που κρατά για την προσωπική του ικανοποίηση. Ειδάλλως, ο “πιστός” αναγνώστης είμαι σίγουρη πως πάντα θα βρίσκει τον τρόπο να εξασφαλίζει την συντροφιά ενός καλού βιβλίου..