Μελαγχολικός Τρικούπης (του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου)

0
552

                                

 

Του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου.

Επιστροφή στα κεκανονισμένα με μια καλοκαιρινή ανάγνωση: τον Χαρίλαο Τρικούπη (εκδόσεις Πόλις) της Λύντιας Τρίχα. Το βιβλίο δεν είναι πρόσφατο (κυκλοφόρησε στα τέλη της περασμένης χρονιάς), αλλά δεν έχει χάσει ακόμη την αύρα του (και θα κάνει σίγουρα πολύ καιρό να τη χάσει) μια και αποτελεί μιαν υποδειγματική πολιτική βιογραφία, είδος που εξακολουθεί να σπανίζει (όπως και η βιογραφία γενικότερα) στα καθ’ ημάς. Λιγότερο ευνοημένος στη συζήτηση των ιστορικών από τον Βενιζέλο, ο Τρικούπης βρίσκει εδώ μια βιογράφο η οποία ξέρει πώς να ξετυλίξει σαν μυθιστόρημα τη δημόσια και την ιδιωτική ζωή του, χωρίς να απομακρύνεται από τον βασικό της στόχο, που είναι η τοποθέτησή του στο πλαίσιο μιας μόλις αφυπνιζόμενης κοινωνίας, μιας κοινωνίας βαριά εξαρτημένης από τις βαθύτερες, τις εκ γενετής αδυναμίες της.

Μέσα στην πυκνή εικοσαετία του πολιτικού του βίου (1875-1895), ο Τρικούπης θα επιφέρει μεταβολές αδιανόητες για τα αμέσως προηγούμενα χρόνια: θα υπερασπιστεί το Σύνταγμα και τον κοινοβουλευτισμό (δια της αρχής της δεδηλωμένης, του σχηματισμού δηλαδή κυβέρνησης από το κόμμα που πλειοψηφεί στο κοινοβούλιο), θα προσπαθήσει να αλλάξει τον εκλογικό νόμο (έτσι ώστε να εκλείψουν ή έστω να περιοριστούν οι προσωπικές αποβλέψεις των βουλευτών), θα θελήσει να επιβάλει το μοντέλο του κόμματος αρχών έναντι των τυχάρπαστων συνασπισμών, θα αγωνιστεί να φτιάξει επαγγελματικό στρατό, θα επιδοθεί σε πρωτοφανή σιδηροδρομικά και οδοποιητικά έργα και θα παλέψει να εκσυγχρονίσει τη δημόσια διοίκηση.

Ο Τρικούπης είναι ένας πεπεισμένος, ανυποχώρητος εκσυγχρονιστής. Κάθε του πράξη και ενέργεια ξεκινάει από τον εκσυγχρονισμό και καταλήγει σ’ αυτόν, με τη διαφορά πως τα όρια της τρικουπικής διακυβέρνησης θα δοκιμαστούν ακριβώς στην εξακολουθητική του δύναμη και την τελική του εμβέλεια. Και πώς να μη γεννηθούν εν προκειμένω οι πρώτες σκεπτικιστικές αναρωτήσεις και ο αναπόφευκτος συσχετισμός με το σήμερα; Πόσον εκσυγχρονισμό άντεχε η ελληνική κοινωνία, πολιτική και οικονομία στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα; Πόσον εκσυγχρονισμό άντεξαν τα ίδια μεγέθη επί Βενιζέλου και πόσον εκσυγχρονισμό αποδείχθηκε ικανή να αντέξει η Ελλάδα κατά τη μεταπολεμική και τη μεταπολιτευτική περίοδο; Για να επιτύχει τον εκσυγχρονισμό, ο Τρικούπης χρειαζόταν από τη μια μεριά μεγάλα κεφάλαια και ισχυρές επενδύσεις και από την άλλη μια κρατική μηχανή η οποία θα μπορούσε να απαλλαγεί από τις χρόνιες υστερήσεις της. Δεν κατόρθωσε να εξασφαλίσει ούτε το ένα ούτε το άλλο, φτάνοντας στο «Δυστυχώς επτωχεύσαμεν» (αν το είπε όντως) του 1893. Από αυτό το σημείο και πέρα, έπεσε στις ατέρμονες διαπραγματεύσεις με τους πιστωτές για τις οποίες έχει πολλά να πει και η εμπειρία των ημερών μας.

Η μελαγχολική αδυναμία του Τρικούπη να φέρει εις πέρας το εκσυγχρονιστικό του όραμα (μια από τις ελάχιστες περιπτώσεις για τις οποίες μπορούμε ακόμη να καταφύγουμε σε αυτή τη λέξη) μοιάζει πολύ με τη μελαγχολική αδυναμία της μεταπολιτευτικής περιόδου να αξιοποιήσει κρίσιμες δυνατότητες και ευκαιρίες, να προχωρήσει και να ολοκληρώσει πράγματα τα οποία έμειναν μισά κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960. Φυσικά, πρόκειται μόνο για ιστορικές αναλογίες. Όσο για τον Τρικούπη, παραμένει το φωτεινότερο παράδειγμα της πίστης στον κοινοβουλευτισμό και το Σύνταγμα. Αυτά, ευτυχώς, όχι μόνο δεν τα απεμπολήσαμε, αλλά και τα θεμελιώσαμε γερά στη μεταπολίτευση: τόσο που να συνιστούν και τις μοναδικές ίσως αξιόπιστες εγγυήσεις μας για το μέλλον.

Προηγούμενο άρθροΗ αλεπού της Βίκυς Τσελεπίδου (του Κ.Παπαγιάννη)
Επόμενο άρθροΜια αριστερή γροθιά στη ζωή (του Σταύρου Χατζηθεοδώρου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ