Του Αλέξη Ζήρα.
Δεν είναι η πρώτη φορά που το Υπουργείο Πολιτισμού απονέμει το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων, μετά τη θέσπισή του το 1992, σε κριτικό λογοτεχνίας. Προηγήθηκαν η Νόρα Αναγνωστάκη και ο Αλέξανδρος Αργυρίου. Τη φορά όμως αυτή η επιτροπή που έχω την τιμή να είμαι πρόεδρός της αποφάσισε να απονείμει ομόφωνα το βραβείο σε έναν κριτικό που είναι στην κυριολεξία μαχόμενος: στον Δημήτρη Ραυτόπουλο.
Η λογοτεχνική κριτική είναι μια τέχνη (και την ονομάζω τέχνη γιατί στις καλύτερες στιγμές της έχει κι αυτή το συστατικό στοιχείο της δημιουργικής λογοτεχνίας, δηλαδή το ύφος ) που από τις αρχές της δεκαετίας του ʼ50 βρήκε στον Ραυτόπουλο έναν εκπρόσωπό της που της αφοσιώθηκε, σχεδόν ολοκληρωτικά. Μπορεί να μετάφρασε κατά καιρούς Γάλλους πεζογράφους που του άρεσαν (με τη Γαλλία είχε άλλοτε και έχει σταθερούς προσωπικούς δεσμούς αλλά και δεσμούς που σχετίζονται με τη διάπλαση της πολιτικής του συνείδησης και του στοχασμού του), αλλά ποτέ από όσο θυμάμαι δεν πάτησε σε δυο βάρκες, ή, αλλιώς, δεν υπήρξε ποτέ κριτικός και μαζί κάτι άλλο, ποιητής ή πεζογράφος, διαψεύδοντας έτσι τον κοινό τόπο που συχνά ακούμε ότι οι πιο ενδιαφέροντες κριτικοί μας ήταν ενδιαφέροντες γιατί ήταν λογοτέχνες.
`Οσοι υπήρξαμε νέοι ή πολύ νέοι, παιδιά ακόμα, όπως εγώ, αναγνώστες της Επιθεώρησης Τέχνης, ήταν αδύνατο να μην είχαμε σταθεί στις βιβλιοκριτικές που δημοσίευε ο Ραυτόπουλος εκεί, κείμενα μαχητικά, εν πολλοίς αφοριστικά, αλλά ταιριασμένα με μια θεωρητική, κοινωνιστικής κατεύθυνσης επιχειρηματολογία που έβλεπε το λογοτεχνικό έργο ως τόπο στον οποίο αναπαριστάνεται το κοινωνικό γίγνεσθαι μιας εποχής. Αλλά και ως ένα είδος καθρέφτη πάνω στον οποίο αντικατοπτρίζεται ο τρόπος με τον οποίο μια κοινωνία φαντάζεται τον εαυτό της. `Ηταν η περίοδος κατά την οποία νομοθέτης μιας ολόκληρης γενιάς στοχαστών ήταν ο Γκέοργκ Λούκατς, με τη βασική του θέση ότι η τέχνη νοηματοδοτείται από υπερκείμενες ηθικές αρχές και ως εκ τούτου δεν μπορεί να είναι αυτόνομη, θέση που φοβάμαι ότι δεν έχει εκλείψει ως σήμερα από ένα μεγάλο μέρος της διανόησης της αριστεράς.
Ο νευρώδης, εύπλαστος, αιχμηρός και πάντοτε ευπρόσιτος κριτικός λόγος του Ραυτόπουλου, στοιχεία της καθαυτό λογοτεχνικής έκφρασής του που διατήρησε και διατηρεί ως τώρα, μπορώ να πω, κοιτώντας αναδρομικά τις δεκαετίες που πέρασαν έκτοτε, ότι κατά κάποιο τρόπο ήταν η πιο καλή απόδειξη της σχετικά πρώιμης ανεξαρτησίας του από τα ιδεολογήματα της μεταπολεμικής αριστεράς και της αισθητικής της. Τόσο στην πρώτη του συναγωγή μελετών και βιβλιοκρισιών, Οι ιδέες και τα έργα (1965), όπως και στα βιβλία που έβγαλε μετά το τέλος της δικτατορίας, Τέχνη και εξουσία (1985) και Κρίσιμη λογοτεχνία (1986) όπου συγκέντρωσε άρθρα της προηγούμενης εικοσαετίας, ήταν σαφές ότι μεγάλωνε ολοένα και περισσότερο η απόκλισή του από αυτό που ήταν ένα από τα μονιμότερα προβλήματα στην κοινωνιστική ερμηνεία της λογοτεχνίας και της τέχνης: την υποταγή του νοήματος τους στην ιδεολογία. Αλλά και στην υποταγή της μορφής στο θέμα, που είναι, σύμφωνα με την ακόμα ισχύουσα και μάλιστα αναθερμασμένη λόγω της οικονομικής κρίσης λενινιστική αντίληψη, ότι το θέμα αποτελεί τον καθρέφτη της κοινωνικής πραγματικότητας.
Νομίζω ότι η προϊούσα αντίθεση και ρήξη του Ραυτόπουλου με αυτές τις θέσεις πήραν το ώριμο σχήμα και την κατεύθυνσή τους κατά τη διάρκεια της αυτοεξορίας του στη Γαλλία και της καθημερινής του σχεδόν συνάφειας με την εμβληματική μορφή του `Αρη Αλεξάνδρου. Η αλλαγή του κριτικού του προσανατολισμού θα έλεγα πως σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στο ότι παρακολούθησε από κοντά τις ανατροπές στον πολιτικό χάρτη της Ευρώπης, την εισβολή στην Πράγα, τον Μάη του 68, τη διάσπαση του ΚΚΕ. Και, παράλληλα, οφείλεται ίσως στην άμεση γνώση του τρόπου με τον οποίο ο `Αρης Αλεξάνδρου έκανε τη δική του παρέμβαση στο πεδίο της λογοτεχνικής δημιουργίας, γράφοντας το μυθιστόρημά του Το κιβώτιο. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι με Το κιβώτιο και με τον συγγραφέα του, ο Ραυτόπουλος ασχολήθηκε ιδιαίτερα στη γνωστή μονογραφία του `Αρης Αλεξάνδρου, ο εξόριστος. Αυτό που λέει με διάφορους τρόπους στο μυθιστόρημά του ο Αλεξάνδρου, ότι δηλ. το νόημα της αποστολής ενός ανθρώπου δεν πρέπει να είναι χρηστικό γιατί τότε είναι ουσιαστικά ανώφελο, ο Ραυτόπουλος το μεταφέρει πολύ συχνά στα κριτικά κείμενά του ως προβληματισμό για το νόημα της ίδιας της λογοτεχνίας. Αν οποιαδήποτε μορφή της τέχνης είναι χρηστική, δηλαδή ένα εργαλείο που υπηρετεί άλλους σκοπούς, πολιτικούς, ιδεολογικούς, οικονομικούς, τότε η τέχνη είναι αμφίβολο αν μας χρειάζεται. Είναι α-νόητη, ανώφελη, ανούσια, γιατί δεν είναι ελεύθερη να μιλήσει με τη δική της γλώσσα, δεν είναι ελεύθερη να έχει τον δικό της ορίζοντα και γιατί δεν μπορεί να δείξει τη δική της αλήθεια, τη δική της ομορφιά.
Αυτά είναι μερικά από τα χαρακτηριστικά που καθιστούν τη συμβολή του Δημήτρη Ραυτόπουλου στο πεδίο της σύγχρονης λογοτεχνικής κριτικής ιδιαίτερα σημαντική, και αυτά είναι μερικά από τα κίνητρα που μας έκαναν στην επιτροπή να αποφασίσουμε να του απονείμουμε το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων, μια διάκριση που πέρα από όλα τα άλλα ίσως έχει με αυτή τη βράβευση και ένα νόημα ανάταξης και αντίθεσης στα φαινόμενα σύγχυσης του καιρού μας, προπάντων για τις νεώτερες γενιές.