Μαύρο,  σχεδόν πεθαμενί (της Κωνσταντίας Σωτηρίου)

0
466

 

Της Κωνσταντίας Σωτηρίου.

 

Δωμάτιο, πρωί. Άντρας και γυναίκα 70 περίπου χρόνων. Εκείνη κάθεται σε μια πολυθρόνα με την νυχτικιά της, έχει τα χέρια στα γόνατα και κοιτάζει έξω από το παράθυρο. Εκείνος κάθεται σε καρέκλα της τραπεζαρίας, έχει απλωμένη την εφημερίδα στο τραπέζι και διαβάζει.

 

Νομίζεις πως γέρασα.

Δεν γέρασες.

Δεν σε ρωτώ, κάνω μια δήλωση.

Αυτό δεν είναι δήλωση.

Τι είναι;

Διαπίστωση.

Διαπίστωση;

Ρητορική ερώτηση. Ρητορική ερώτηση το λιγότερο.

Που θα πει;

Τι θα πει.

Πως ρωτώ ενώ ξέρω.

Ρωτάς ενώ την ξέρεις την απάντηση.

Ξέρω δηλαδή πως νομίζεις πως γέρασα.

Δεν είπα ποτέ ότι γέρασες.

Δεν είπες αλλά το σκέφτεσαι. Είναι χειρότερο που δεν τον λες και το σκέφτεσαι.

Θέλεις να σου βάλω ένα μαξιλαράκι στο κεφάλι σου;

Όχι.

….

Άσπρο: Αθήνα: Ραφτάδικο Μπέσυς, απογευματάκι.

Νεαρή κοπέλα κάνει πρόβα νυφικού ανεβασμένη σε σκαμπό. Δίπλα της γονατισμένη η ηλικιωμένη ράφτρα, φτιάχνει το στρίφωμα με το στόμα γεμάτο καρφίτσες.

 

Σαράντα χρόνια φτιάχνω νυφικά, σαράντα χρόνια ετοιμάζω νύφες να πάνε στον γάμο τους, έφτιαξα σε νυφικά τα πάντα. Φορέματα άσπρα λευκά χρώμα περιστερί, φορέματα ιβουάρ στο χρώμα της ώχρας, φορέματα άσπρα σχεδόν μπεζ, φορέματα με μετάξι, με σατέν και κάποια με δαντέλα,φορέματα με μέση χαμηλή, φορέματα με μανίκια φουσκωτά, φορέματα με μανίκι κοντό, φορέματα αφράτα με φουρό, φορέματα στενά στη μέση με κορσάζ, φορέματα με ντεκολτέ. Θυμάμαι κάθε φόρεμα που έραψα, θυμάμαι την κάθε βελονιά. Θυμάμαι την κάθε καρφίτσα που τρύπησα. Τις νύφες μόνο δεν θυμάμαι. Δεν μπορώ να θυμηθώ το πρόσωπο καμιάς. Νομίζω ήρθαν κάποιες παχουλές, κάποιες κοντές, κάποιες με περιφέρεια και στήθος μεγάλο. Ίσως ελάχιστες να ήταν οι πολύ ψηλές  ή εκείνες με κορμό μακρύ αλλά πόδια κοντά. Θα ήρθανε πολλές μελαχρινές. Κάποιες ξανθιές. Μπορεί και μια κοκκινομάλλα. Τις νύφες δεν μπορώ καθόλου να τις θυμηθώ. Θυμάμαι τα φουστάνια μου, όλα εκείνα που έφτιαξα, τις καρφίτσες που μάσησα, που νυφικό για μένα να ράψω δεν αξιώθηκα. Αλλά δεν θυμάμαι τα πρόσωπα. Τις νύφες δεν θυμάμαι. Δεν μπορώ να θυμηθώ το πρόσωπο καμιάς.

…..

Δωμάτιο, μεσήμερι. Άντρας και γυναίκα 70 περίπου χρόνων. Εκείνη κάθεται σε μια πολυθρόνα με την νυχτικιά της, έχει τα χέρια στα γόνατα και κοιτάζει έξω από το παράθυρο. Εκείνος κάθεται σε καρέκλα της τραπεζαρίας, έχει απλωμένοένα βιβλίο στο τραπέζι και διαβάζει.

 

Όταν σε γνώρισα νομίζω πως ήμουνα πολύ όμορφη.

Ήσουνα απίστευτα όμορφη.

Ψέματα. Ποτέ δεν ήμουν όμορφη. Είχα πάντα τύπο αλλά δεν ήμουν όμορφη.

Οι γυναίκες με τύπο είναι γοητευτικότερες.

Άρα είχα τύπο.

Είχες ναι. Ξεχώριζες πολύ.

Ότι ξεχώριζα, ξεχώριζα.

Όλες σε βλέπανε, ζηλεύανε.

Μόνο οι γυναίκες ζηλεύανε. Οι άντρες δεν με κοιτούσανε.

Σε κοιτούσανε. Πώς δεν κοιτούσανε. Όλοι σε βλέπαμε. ΟΙ γυναίκες με τύπο είναι οι γοητευτικότερες. Είχες τύπο.

Είχα τύπο αλλά δεν ήμουνα τόσο όμορφη.

Δεν είπα πως δεν ήσουνα όμορφη. Ήσουνα απίστευτα όμορφη. Γυναίκα με τύπο και απίστευτα όμορφη.

Είχα τύπο, δεν ήμουνα όμορφη.

Ήσουν απίστευτα όμορφη.

Νόμιζα πως όταν  σε γνώρισα ήμουν πολύ όμορφη.

Είσαι ακόμα πολύ όμορφη.

Μη.

 

Μαύρο: Νέα Υόρκη, Μπρονξ, πρωί, κομμωτήριο για άφρο μαλλιά,Τζαμάλα.

Μια νεαρή μαύρη γυναίκα , με πλούσιο άφρο μαλλί, στέκεται στην πόρτα του μαγαζιού  και καπνίζει το πρώτο τσιγάρο της ημέρας.

Νομίζουν πώς μπορώ να κάνω θαύματα. Έρχονται κουνάμενεςσυνάμενες και θέλουν να τους κάνουν θαύματα. Έρχονται με τα μαντίλια στο κεφάλι, κάθονται με αγωνία στο σκαμπό. Με κοιτάνε στα μάτια. Ίσια, μου λένε. Ολόισια. Ολόισια και μακριά. Έτσι να το κάνουμε. Έτσι να με κάνεις. Εγώ ανοίγω τα μαντίλια και βλέπω το κακό. Τρίχες σκληρές, μαύρες κατσαρές, τραυματισμένες  από τα χρόνια που παλεύουν με ζεστά σεσουάρ, καυτά ψαλίδια, ρολά και εξτένσιονς. Αδελφούλα, δύσκολα. Αδελφούλα δεν γίνεται. Αδελφούλα το μαλλί είναι καμένο. Συμβουλή, να τα κάνουμε κούρεμα, να τα αφήσεις σγουρά, αδελφούλα ειρήνη, άσε τα μαλλιά σου άφρο. Εκείνες με κοιτάνε στα μάτια. Ίσια, μου λένε. Ολόισια. Ολόισια και μακριά. Έτσι να το κάνουμε. Έτσι να με κάνεις. Εγώ κοιτάζω το κεφάλι τους. Αδελφούλα, δεν γίνεται. Αδελφούλα κάηκες. Αδελφούλα αυτό τον πόλεμο δεν τον κερδίζουμε. Εκείνες με κοιτάζουν με λαμπερά μάτια. Ολόισια και μακριά. Έτσι να τα κάνουμε. Έτσι να με κάνεις. Μερικές φορές μου αρπάζουν το χέρι. Το σφίγγουνε. Ολόισια. Αδελφούλα, της κάνω. Χάσαμε. Τον πόλεμο, τον χάσαμε. Κάηκες. Δεν γίνεται. Ολόισα λέει, εκείνη. Έτσι να με κάνεις. Μου αρπάζει το χέρι. Μια ώρα μετά χαρούμενη φεύγει. Ανοίγω τα παράθυρα να μπει ο αέρας. Βγαίνω στην πόρτα να καπνίσω το δεύτερο τσιγάρο. Σκοντάφτω στο κατώφλι, ξέχασε το μαντήλι της. Το φυλάω για την άλλη φορά. Αδελφούλα αυτό τον πόλεμο δεν τον κερδίζουμε.Αδελφούλα κάηκες.

 

Δωμάτιο, βράδυ. Άντρας και γυναίκα 70 περίπου χρόνων. Εκείνη κάθεται σε μια πολυθρόνα με την νυχτικιά της, έχει τα χέρια στα γόνατα και κοιτάζει έξω από το παράθυρο. Εκείνος κάθεται σε καρέκλα της τραπεζαρίας, έχει μπροστά του ένα πιάτο σούπα και τρώει.

Θα μπορούσες να παντρευτείς μιαν άλλη; Θα παντρευόσουν μια άλλη γυναίκα;

Όχι.

Δεν λέω τώρα, τότε. Αν μπορούσες να διαλέξεις. Θα με παντρευόσουν ξανά;

Ίσως.

Ίσως;

Αν ξαναπαντρευόμουν θα παντρευόμουν σίγουρα εσένα.

Δεν καταλαβαίνω.

Λέω πως μπορεί να μην παντρευόμουν καθόλου. Να αποφάσιζα αυτό. Τότε. Αλλά αν παντρευόμουν, σίγουρα θα παντρευόμουν εσένα.

Κι αυτό είναι κομπλιμέντο για μένα;

Είναι.

Άρα σε έκανα να με παντρευτείς ενώ δεν ήθελες να κάνεις ποτέ γάμο;

Άρα με έκανες να παντρευτώ ενώ πριν δεν σκεφτόμουν ποτέ τον γάμο.

Και πώς αυτό να το εκλάβω; Ότι σε παγίδεψα να κάνεις ένα γάμο;

Ότι σε ήθελα τόσο που προχώρησα σε ένα γάμο.

Με ήθελες τόσο πολύ.

Σε ήθελα τόσο πολύ.

Κι αν διάλεγες τώρα;

Αν διάλεγα τώρα τι;

Αν διάλεγες τώρα θα με παντρευόσουν; Θα με ήθελες τώρα ξανά;

Είμαι εδώ τώρα. Δεν είμαι;

Νομίζεις πως γέρασα.

Δεν γέρασες.

Νομίζεις πως γέρασα.

Κανένας δεν γέρασε. Είμαστε όλοι εδώ.

Δεν.

 

Πορτογαλία, απόγευμα, γραφείο κηδειών.  Γυναίκα γύρω στα σαράντα, ντυμένη φανταχτερά, βρίσκεται μπροστά από πτώμα ηλικιωμένης γυναίκας και προχωρεί σε ετοιμασίες.

 

Έχω ευθύνη εγώ. Και από τους παπάδες, και τους δικηγόρους και τους νεκροθάφτες. Την μεγαλύτερη ευθύνη την έχω εγώ. Εγώ θα σου δώσω πίσω τον άνθρωπο σου. Και κοίτα, θα σου τον δώσω σπουδαίο. Όμορφο. Περιποιημένο. Και τα μαλλάκια του θα φτιάξω, και τα μαγουλάκια θα γεμίσω. Βαμβάκι, γόμες, κοκκινάδια. Εσένα μην σε νοιάζει. Ξέρω εγώ. Σημασία έχει τι θα μείνει στο τέλος. Αυτό που θα δεις. Που θα θυμάσαι. Η τελική εικόνα. Το μάγουλο του τελευταίου ασπασμού. αυτό που θα πάρεις μαζί σου. Αυτό που θα κοιτάξεις. Που θα νιώσεις.  Και ο άνθρωπος σου να φύγει καλά. Με αξιοπρέπεια. Με το καλό του το κοστούμι. Με την γραβάτα του. Με το φόρεμα το καλοκαιρινό. Με το καλσόν. Με το ταγιεράκι. Ευπρεπισμένος. Όμορφος. Να νιώσεις κι εσύ πως έκανες ότι μπορούσες. Έχω ευθύνη εγώ. Την μεγαλύτερη. Και τα κάνω όλα. Και μισοτιμής. Μαλλιά και πρόσωπο, μακιγιάζ και κτένισμα. Και ντύσιμο. Και άλλα. Για τα άλλα, μην ρωτάς. Ξέρω εγώ. Έχω ευθύνη. Την μεγαλύτερη. Μην ανησυχείς.

 

Προηγούμενο άρθροΠοίηση τον Οκτώβριο -Τ.Λειβαδίτης, Ανθή Μαρωνίτη, Λ.Πούλιος, Π.Μπουκάλας(του Θ.Χατζόπουλου)
Επόμενο άρθροΟι περιπέτειες του ιδιωτικού στην Ελλάδα (συνέδριο 13 και 14 /10)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ