Της Κατερίνας Γούλα.
Tο αγαπημένο λιμάνι του Ζαν-Κλωντ Ιζζό, η Μασσαλία με τις ράθυμες συνήθειες, τους φασαριόζους ψαράδες ζαλισμένους απ’τον αμείλικτο ήλιο και το αλκοόλ με το άρωμα του γλυκάνισου, τα οπαδικά πάθη και το φως που συγκίνησε τους μεγάλους ζωγράφους ανέλαβε το ρόλο της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης για το 2013, μαζί με το Κόσιτσε της Σλοβακίας. Η “ευκαιρία” αυτή αξιοποιήθηκε από τις αρχές και όποιους άλλους τη μετέφρασαν σε ιδιωτικά οφέλη σαν μια σαρωτική αλλαγή στην πόλη η οποία είδε τα στενά σοκάκια της να μετατρέπονται σε αδιαφοροποίητα ανοιχτά και άρα ελεγχόμενα δημόσια μέρη, το παλιό κτήριο που χρησίμευε ως κέντρο υποδοχής και περίθαλψης των μεταναστών που ξεβράζονταν στο λιμάνι της σε σικάτη πινακοθήκη, το χώρο του J4 όπου άραζαν οι άστεγοι και κολυμπούσαν οι κάτοικοι του κέντρου ακριβώς κάτω από την πινακίδα “Απαγορεύεται το κολύμπι” πλάι στο φρούριο του Saint-Jean στο νέο μουσείο των πολιτισμών της Ευρώπης και της Μεσογειου∙ είδε επίσης τα παγκάκια του Vieux-Port όπου έβρισκαν καταφύγιο οι clochards να ξηλώνονται, τα δεντράκια όλα να ξεριζώνονται έτσι που να μην έχεις άλλο καταφύγιο από τον δυνατό ήλιο παρά τα απέναντι καφέ του λιμανιού, και χώρους εναλλακτικούς όπως η Friche και η συνοικία Belle de Mai να αγκαλιάζονται δήθεν από τα φετινά πολιτιστικά κονδύλια. Οι Μασσαλιώτες ισχυρίζονται ότι “εδώ δεν είναι Γαλλία” αλλά η Γαλλία σκέφτηκε ότι καλό θα ήταν να “εξανθρωπίσει” ή να “εξευγενίσει” λίγο τη μαύρη τρύπα του διεκδικητικού Νότου της και να εξασφαλίσει έτσι συχνότερα ταξιδάκια από μπουχτισμένους Νορμανδούς ή Βρετόνους που διψάνε για λίγο ήλιο και θάλασσα αλλά αποθαρρύνονται από τις ιστορίες για τα Quartiers Nord, τη βία (άσχετα αν αυτή τις περισσότερες φορές πρόκειται για κρατική καταστολή) και τη Μαφία που λατρεύουν τα ΜΜΕ ηδυνόμενα στην παρουσίαση της Μασσαλίας σαν άβατο. Η Μασσαλία απλώς θα σου δώσει αυτό που πας γυρεύοντας να βρεις.
Ο κόσμος της αντέδρασε βαφτίζοντας την πόλη Capitale de la Rupture και όχι de la Culture, κοροϊδεύοντας τις στομφώδεις εκδηλώσεις που έρχονταν σε καταφανή αντίθεση με τα εστιασμένα αλλά ζωτικά προβλήματα φτώχειας κι ανεργίας που αντιμετωπίζει, σχολιάζοντας χαιρέκακα τα έργα που αναστατώνουν το κέντρο της πόλης και αμφίβολο είναι αν θα ολοκληρωθούν πριν το πέρας του 2013. Το αστείο της ανάπλασης και της μεταμόρφωσης της πόλης δίνει και παίρνει στις φτωχές συνοικίες της που λίγο νοιάζονται για τις επισκέψεις των Παριζιάνων ιθυνόντων και τα εγκαίνια των γκαλερί. Μετά τη γειτονιά του Panier και την οδό République, που καθαρίστηκαν από Ναπολιτάνους, Αλγερινούς, Τυνήσιους και Κομοριανούς και γέμισαν ακριβές μπουτίκ και γκουρμέ ρεστοράν επαληθεύοντας το φόβο της μετατροπής της πόλης σε θέαμα, όλο το κέντρο που γλιστρά ορμητικά πάνω στην Canebière για να κατηφορίσει προς τη θάλασσα, το λιμάνι με την πρωινή ψαραγορά, τα φασαριόζικα cafés-tabac, τα αραβικά μαγαζάκια της Belsunce και οι γραφικές φιγούρες του Σταθμού Saint Charles βιώνουν την ίδια απειλή, την ώρα που η περίθαλψη στις “καταδικασμένες” συνοικίες είναι σκανδαλωδώς κακή, οικογένειες Ρομά κατασκηνώνουν σε οδικούς κόμβους τσαλακώνοντας την εικόνα της πόλης, η κοινωνική αναπαραγωγή του αποκλεισμού και της γκετοποίησης των παιδιών των μεταναστών παραμένει ισχυρότατη και οι καλλιτεχνικές προσπάθειες περιθωριακών χώρων, συλλόγων και φεστιβάλ μνημονεύονται από τους επίσημους πολιτιστικούς φορείς μόνο όταν τους συμφέρει να τονίσουν την έντονη και ζωντανή πολυχρωμία της Μασσαλίας.
Αξιολογώντας τις προθέσεις των εγχειρημάτων αυτών ως τέτοιες, κάποιος μπορεί να μη θελήσει καν να αντικρύσει την εκβασή τους. Αλλά κάτι τέτοιο είναι μάλλον απλώς άγονο και κοντόφθαλμο. Η χρονιά σημαδεύτηκε από σημαντικές στιγμές όπως η έκθεση φωτογραφιών του Koudelka με ελληνικά και ρωμαϊκά αρχαιολογικά μηνμεία, έργο που ολοκληρώθηκε μέσα σε 21 χρόνια περνώντας από 19 χώρες της Μεσογείου, η έκθεση Ici-Ailleurs που προσπάθησε να αναδείξει όχι μόνο την αρμονία αλλά και τη διχόνοια, την ομόνοια αλλά και την πολυφωνία της Μεσογείου, η ολοκαίνουργια έκθεση του MuCEM που δεν έπεσε στην παγίδα της ανάδειξης της Μεσογείου ως έναν ειδυλλιακό εύφορο τόπο λουσμένο στο φως και στην αλμύρα αλλά τόλμησε να ρίξει φως στο αδικαιολόγητο αιματοκύλισμα της αποκιοκρατίας που ακόμη την τυραννά, τις πρόσφατες δικτατορίες της και τις εξεγέρσεις τους, τη διπλή έκθεση, στη Μασσαλία και στην Αιξ, “Le Grand Atelier du Midi” με 200 περίπου αριστουργήματα γεννημένα μέσα στο φως της Προβηγκιανής εξοχής και των βραχωδών ορμίσκων της Κυανής Ακτής, με χρώματα συγκλονιστικά, σαν φυσίγγια φωτός καταδικασμένα να απελευθερώσουν χρώμα.
Ο Ιζζό έγραφε ότι η Μασσαλία είναι ο τόπος όπου ο καθένας, όποιο κι αν είναι το χρώμα του κι η καταγωγή του, μπορούσε να φτάσει αδέκαρος, με τα υπάρχοντά του όλα σε μια μόνη βαλίτσα και να γίνει μεμιάς ένα με όλους τους υπόλοιπους ανθρώπους, να αναφωνήσει κατεβαίνοντας από το καράβι ή το τρένο του “Εδώ είμαι. Στον τόπο μου βρίσκομαι”. Ας ελπίσουμε ότι αυτό δε θα αλλάξει.