Του Σπύρου Κακουριώτη.
Η συμπλήρωση 50 χρόνων από το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου υπήρξε ευκαιρία για μια χαρτογράφηση των μελετών που διαθέτουμε σήμερα για την περίοδο της χούντας, αλλά και των κατευθύνσεων στις οποίες προσανατολίζεται η ιστορική έρευνα.
Αναμφίβολα, η σημαντική αυτή περίοδος της μεταπολεμικής μας ιστορίας, που αποτελεί τομή, καθώς συνιστά την κορύφωση και παράλληλα το οριστικό τέλος της μετεμφυλιακής «καχεκτικής δημοκρατίας», όπως προσφυώς έχει ονομαστεί, υστερεί συγκρινόμενη με τον πλούτο των ερευνών που διαθέτουμε για την κρίσιμη δεκαετία του ’40.
Παράλληλα όμως, τόσο τα συνέδρια όσο και οι σχετικές εκδόσεις που έχουν μέχρι στιγμής πραγματοποιηθεί με αφορμή την φετινή επέτειο, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, φανερώνουν ένα ερευνητικό πεδίο πολύ πιο ευρύ απ’ όσο δέκα ή είκοσι χρόνια νωρίτερα. Ένα πεδίο που εκτείνεται πέρα από τα όρια της (σχετικά κορεσμένης) πολιτικής και διπλωματικής ιστορίας, στον ευρύτερο και πολυποίκιλο χώρο της κοινωνικής ιστορίας.
Για τις έρευνες στο πεδίο αυτό, οι μαρτυρίες συνιστούν πολύτιμη πρωτογενή πηγή. Είναι αλήθεια πως, πάντα σε σύγκριση με τη δεκαετία του ’40, το υλικό που έχουν στα χέρια τους οι μελετητές δεν είναι άφθονο. Θα μπορούσαμε να πούμε, πολύ χονδρικά, πως στη σχετική βιβλιογραφική παραγωγή σημειώνονται δύο κορυφώσεις: τα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια, όπου κυρίως κατατίθενται μαρτυρίες σχετικά με τις φυλακές και τα βασανιστήρια –κάποιες από αυτές εκδόσεις του εξωτερικού, που μπορούν πλέον να κυκλοφορήσουν ελεύθερα στην Ελλάδα– και μία δεύτερη περί την 30ή επέτειο του Πολυτεχνείου, οπότε και κυκλοφόρησαν αρκετές μαρτυρίες εκ μέρους των «πρωταγωνιστών» του φοιτητικού κινήματος.
Με αυτά τα δεδομένα, η έκδοση από τον Στέλιο Κούλογλου του ανά χείρας τόμου, στον οποίο περιλαμβάνονται 69 συνεντεύξεις που είχε καταγράψει προκειμένου να παρουσιαστούν στην τηλεοπτική του εκπομπή «Ρεπορτάζ χωρίς σύνορα», επιμελημένες έτσι ώστε να αποτελούν ενιαία πρωτοπρόσωπη αφήγηση, είναι εξαιρετικά χρήσιμη.
Πρόκειται, και εδώ, για μαρτυρίες «πρωταγωνιστών», που προέρχονται, κυρίως, από την πλευρά των θυμάτων, αλλά και κάποιες εκ μέρους των θυτών. Ουσιαστικά σχεδόν όλες αφορούν δύο περιόδους: του πραξικοπήματος και των πρώτων μηνών της δικτατορίας, αφενός, και εκείνη της συγκρότησης του φοιτητικού κινήματος και της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, αφετέρου. Στο σύνολό τους, επιχειρείται να συγκροτήσουν μια ενιαία αφήγηση, ξεκινώντας από το ερώτημα «πώς φτάσαμε στο πραξικόπημα» και καταλήγοντας στην τραγωδία της Κύπρου.
Δύσκολα θα μπορούσε να μελετήσει κανείς το υλικό αυτό με τα εργαλεία της προφορικής ιστορίας: οι συνεντεύξεις, όπως τονίζει ο επιμελητής τους, ξαναδουλεύτηκαν και συμπληρώθηκαν με νέο υλικό και επαναληπτικές συνεντεύξεις, με αποτέλεσμα πολλά από τα στοιχεία που για την προφορική ιστορία και τη μελέτη της μνήμης θεωρούνται κρίσιμα να έχουν χαθεί. Έτσι, δύσκολα ο αναγνώστης μπορεί να παρακολουθήσει την ανάδυση μέσα από το κείμενο των στρατηγικών της μνήμης που επεξεργάζεται ο κάθε πληροφορητής προκειμένου να ανασυστήσει τη δράση του και να την εντάξει στα συλλογικά αφηγήματα που έχουν διαμορφωθεί δεκαετίες μετά…
Επιπλέον, το ίδιο το μέσο –η τηλεόραση– επιβάλλει τη δική της συνθήκη στον κάθε πληροφορητή: λίγες, ελάχιστες είναι οι μαρτυρίες εκείνες που λειτουργούν αυτοϋπονομευτικά για την αφήγηση, που διακρίνονται από μια ειρωνική αποστασιοποίηση που θα επέτρεπε όχι μονάχα τον αναστοχασμό της δράσης του υποκειμένου τότε, αλλά και της σημερινής στάσης του απέναντι στα γεγονότα· με κορυφαία, βέβαια, παραδείγματα τις αφηγήσεις χουντικών και «χουντισάντων», που διακρίνονται για την απόλυτη έλλειψη «μεταμέλειας» για όσα έπραξαν –τα οποία, ας μην το ξεχνάμε, έληξαν με μια εθνική τραγωδία: την κατοχή και τη διχοτόμηση της Κύπρου.
Η συγκυρία μέσα στην οποία πραγματοποιήθηκαν οι συνεντεύξεις αυτές προσδιορίζει, επίσης, σε μεγάλο βαθμό το περιεχόμενό τους: Καθώς μεγάλο μέρος τους πραγματοποιήθηκε μετά τη σύλληψη των μελών της Ε.Ο. 17Ν, η επιδίωξη του επιμελητή να διαχωρίσει την «αληθινή 17 Νοέμβρη», δηλαδή τη γενιά του Πολυτεχνείου, από την «καπηλεία» της, δηλαδή τη μεταπολιτευτική ένοπλη δράση, όπως επίσης (επικαιροποιώντας τον διαχωρισμό) να αποσείσει τις ευθύνες για την κατάρρευση της χώρας μετά το 2009 από τις πλάτες της «γενιάς του Πολυτεχνείου», λειτούργησε υπονομευτικά για την αναφορική αξία των συνεντεύξεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι, μέσα σε 500 σελίδες, σχεδόν δεν γίνεται αναφορά στις «δυναμικές ενέργειες» ενάντια στο δικτατορικό καθεστώς, ενώ και όσοι το κάνουν επιχειρούν να υποβαθμίσουν και να «απαλύνουν» την τότε δράση τους. Καθόλου περίεργο βέβαια, όταν ένα ολόκληρο αστυνομικό, διπλωματικό και μιντιακό κατεστημένο επιχειρούσε να συνδέσει ευθέως την αντιδικτατορική δυναμική αντίσταση με την τρομοκρατία, οι τότε δρώντες να επιδιώκουν την αποσύνδεσή τους, ακόμη και εις βάρος της ίδιας της δικής τους δράσης. Με τον τρόπο αυτό όμως, η διπλή αποσύνδεση καταλήγει να υποβαθμίζει τον ρόλο που διαδραμάτισε η «γενιά του Πολυτεχνείου» στη Μεταπολίτευση, παραγνωρίζοντας το τεράστιο συμβολικό κεφάλαιο που της προσπόρισε η αντιδικτατορική δράση της, αλλά και τις χρήσεις του τα χρόνια που ακολούθησαν.
Όπως είπαμε και παραπάνω, οι μαρτυρίες επικεντρώνονται στα χρόνια του πραξικοπήματος και σε εκείνα της ανοιχτής εκδήλωσης του φοιτητικού κινήματος. Οι ενδιάμεσοι κρίκοι, που από τη σκοπιά της κοινωνικής ιστορίας της περιόδου έχουν και το μεγαλύτερο ενδιαφέρον, ελλείπουν. Για παράδειγμα, απουσιάζουν σχεδόν πλήρως οι μαρτυρίες όσων δραστηριοποιήθηκαν ενάντια στη χούντα στο εξωτερικό –δράση που αποτέλεσε μια σημαντική πτυχή της αντιδικτατορικής αντίστασης. Επιπλέον, σε ελαχιστότατες μαρτυρίες υπάρχουν ψήγματα αφηγήσεων για την καθημερινότητα στα μαύρα χρόνια της χούντας, για τις αλλαγές στο πολιτισμικό τοπίο και τα καταναλωτικά πρότυπα, εξελίξεις που διαμόρφωσαν, τελικά, τη «γενιά του Πολυτεχνείου». Το χάσμα επιχειρεί να γεφυρώσει ο καθηγητής Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος στο επίμετρό του, θέλοντας να σκιαγραφήσει τη «σιωπηλή πλειοψηφία» και τις μεταλλάξεις της μέσα στην επταετία, οι οποίες, μην λησμονούμε, καθόρισαν και το τοπίο της μεταπολίτευσης.
***
Στην ίδια σειρά «Μαρτυρίες – Βιογραφίες» των εκδόσεων της Εστίας κυκλοφόρησε, σε ένα ξεχωριστό βιβλίο, η μαρτυρία ενός από τους αφηγητές στον τόμο του Στέλιου Κούλογλου: το Οδοιπορικό προς την ελευθερία, του Γιάννη Στεφανίδη. Στέλεχος της αριστεράς και της Νεολαίας Λαμπράκη στη Θεσσαλονίκη, ο συγγραφέας βρέθηκε πιασμένος στα δίχτυα του παρακράτους όταν ο αντισυνταγματάρχης Γ. Παπαδόπουλος, με το «σαμποτάζ του Έβρου», έκανε πρόβα τζενεράλε για το πραξικόπημα και τις συλλήψεις που θα ακολουθούσαν δυο χρόνια μετά. Στη μαρτυρία του, γραμμένη χρόνια μετά τα γεγονότα, καταγράφει τη δράση του και αποδίδει την βαριά από «εθνικοφροσύνη» ατμόσφαιρα της προδικτατορικής Θεσσαλονίκης, στο χώρο της νεολαίας και των σπουδαστών τεχνικών σχολών, όπου δραστηριοποιούνταν πολιτικά ο Γ. Στεφανίδης, με κορυφαίες εμπειρίες τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη και τη σύλληψή του για το «σαμποτάζ του Έβρου», τις κινητοποιήσεις των Ιουλιανών μέχρι και την επιβολή της δικτατορίας.
info
Στέλιος Κούλογλου
Μαρτυρίες από τη δικτατορία και την αντίσταση
Επιστημονική επιμέλεια, επίμετρο: Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος
Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2017
σελ. 508
Οδοιπορικό προς την ελευθερία, 1957-1967
Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2017
σελ. 240