Μαρίνα Αμπράμοβιτς, ζωή στα όρια (της Δήμητρας Ρουμπούλα)

1
1682

 

της Δήμητρας Ρουμπούλα.

«Πόσοι καλλιτέχνες της περφόρμανς χρειάζονται για να αλλάξουν μια λάμπα; Δεν ξέρω, εγώ μόνο έξι ώρες ήμουν εκεί». Το ανέκδοτο ανέφερε η ίδια η ιέρεια αυτής της άυλης τέχνης, της περφόρμανς, η Μαρίνα Αμπράμοβιτς στην ομιλία της στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης, το 2010, στη λήξη του “The artist is present”, μιας ρετροσπεκτίβας της δουλειάς της, που διήρκεσε 736 ώρες, οχτώ ώρες τη μέρα, επί τρείς μήνες, με εκείνη καθισμένη σε μια καρέκλα, ακίνητη, χωρίς φαγητό, νερό, διαλείμματα, (η προπόνηση εκπονήθηκε από τη ΝΑΣΑ), κοιτάζοντας απλώς  κάποιον από το κοινό που καθόταν στην απέναντι καρέκλα όση ώρα ήθελε εκείνος χωρίς να της μιλάει ή να την αγγίζει. Ή αλλιώς λειτουργώντας ως καθρέπτης του πόνου και της χαράς του κοινού – 750.000 άνθρωποι στάθηκαν στην ουρά για να καθίσουν απέναντι σε μια από τις σημαντικότερες εκπροσώπους της σύγχρονης τέχνης. Η καταπόνηση ήταν τεράστια. Αλλά τούτη η γυναίκα ήταν κόρη ανταρτών και είχε εκπαιδεύσει το σώμα της όσο κανείς άλλος.

Ζωή και τέχνη είναι έννοιες σχεδόν ταυτισμένες για την Σέρβα Μαρίνα Αμπράμοβιτς. Βιογραφία και τέχνη συμπλέουν και στην συναρπαστική αυτοβιογραφία της, «Περνώντας από τοίχους» (εκδόσεις Ροπή, μτφρ. Αφροδίτης Γεωργαλιού). Η αντάρτικη κληρονομιά της και η τραχύτητα που της κληροδότησαν οι γονείς της, ήρωες πολέμου, ήταν αυτά, όπως λέει, που την έκαναν στις πολύωρες και εξοντωτικές περφόρμανς της να «περνά μέσα από τοίχους». Την οδήγησαν να διασχίζει την πύλη που μεταμόρφωνε τον σωματικό πόνο και τον φόβο σε κάτι άλλο, σχεδόν μεταφυσικό. Την κατεύθυναν να υπερβαίνει τα όρια και κάθε φορά να νιώθει πως  η κλίμακα ήταν μεγαλύτερη, δεν υπήρχαν όρια. «Μόλις μπεις σ΄ αυτή την άλλη νοητική διάσταση, έχεις απεριόριστη ενέργεια, βρίσκεσαι σ΄ ένα σημείο  όπου μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις (…) Όταν πετυχαίνεις τέτοια ελευθερία, νιώθεις να συνδέεσαι με μια κοσμική συνείδηση».

Όσο τολμηρή εμφανίζεται στις περφόρμανς, άλλο τόσο τολμηρή είναι και στην αφήγηση της ζωής και της τέχνης της. Συχνά σοκάρει με την ειλικρίνειά της, είτε όταν περιγράφει το πώς κατατροπώνει τον πόνο και τον φόβο στα πρότζεκτ που εκτελεί, είτε όταν μιλά ωμά για τους έρωτές της και τις ερωτικές προδοσίες, είτε όταν εξομολογείται το τρομερό συναίσθημα της μοναξιάς στα πενήντα της, στα εξήντα ή στα εβδομήντα της σήμερα, είτε ακόμη όταν μιλάει για τους γονείς της και την παντελή έλλειψη τρυφερότητας από την μάνα της, η οποία ποτέ δεν αποδέχτηκε την τέχνη που υπηρετούσε η κόρη της. Στα γράμματα που της απηύθυνε έγραφε: «στη «Μαρίνα Αμπράμοβιτς, Ακαδημαϊκή Ζωγράφο».

«Έρχομαι από τόπο σκοτεινό, τη μεταπολεμική Γιουγκοσλαβία… Στο Βελιγράδι των παιδικών μου χρόνων δεν υπήρχε ούτε καν ο μνημειώδης χαρακτήρας της Κόκκινης Πλατείας της Μόσχας». Έτσι ξεκινά την αυτοβιογραφία της η σημερινή σταρ της περφόρμανς, η οποία ζει πλέον στη Νέα Υόρκη. Οι γονείς της υπήρξαν σημαίνοντα μέλη του Κόμματος με σημαίνοντα πόστα. Ο πατέρας της στην ελίτ φρουρά του στρατάρχη Τίτο, η μητέρα της διηύθυνε ένα ινστιτούτο διαχείρισης ιστορικών μνημείων και αγόραζε έργα τέχνης για δημόσια κτίρια, και διευθύντρια του Μουσείου Τέχνης και Επανάστασης. Για όλους αυτούς του λόγους είχαν σημαντικά προνόμια. Όμως παρά την πολυτελή ζωή της οικογένειας, η Μαρίνα πέρασε τα παιδικά και εφηβικά της χρόνια τραυματικά. Ο γάμος των γονιών της ήταν σαν πόλεμος. Στα κομοδίνα τους είχαν από ένα γεμάτο πιστόλι. Στα δέκατα τέταρτα γενέθλιά της, ο πατέρας της της έκανε δώρο ένα όπλο, με φιλντισένια λαβή και ασημένια κάνη, λέγοντάς της «… να το κουβαλάς σε επίσημο τσαντάκι, σαν αυτά που κρατάνε οι γυναίκες στην όπερα». Η μάνα της υπήρξε πολύ σκληρή μαζί της και την τιμωρούσε για το παραμικρό. Η μόνη ελευθερία που της παρείχε ήταν αυτή της έκφρασης, καθώς από μικρή ζωγράφιζε.

Άνθρωποι με ελαττώματα οι γονείς της, αλλά θαρραλέοι και δυνατοί, της μετάγγισαν φαίνεται πολλή δύναμη και τεράστιο θάρρος. Περιγράφει αναλυτικά  όλη τη ριψοκίνδυνη αλλά μαγευτική καλλιτεχνική διαδρομή της, σε μια αλληλεξάρτηση πάντα με την προσωπική της ζωή. Αρχίζει από τους συγκλονιστικούς Ρυθμούς, μια σειρά ιστορικών περφόρμανς, που υπακούουν στο δόγμα της «Η τέχνη είναι ζωή και θάνατος», με πρώτη στο Εδιμβούργο, το 1972, όπου κάρφωνε επί μια ώρα ανάμεσα στα δάκτυλά της μαχαίρια, βογκώντας από τον πόνο κάθε φορά που κοβόταν. «Έζησα την απόλυτη ελευθερία, ένιωσα το κορμί μου απεριόριστο, χωρίς φραγμούς. Είχα μεθύσει από την τεράστια ποσότητα ενέργειας που δέχτηκα. Εκείνη τη στιγμή ήξερα πως βρήκα το δικό μου δρόμο. Συνειδητοποίησα πως αυτό το συναίσθημα έπρεπε να το αναζητώ ασταμάτητα, ξανά και ξανά». Όπως και έκανε, περιφρονώντας τη γελιοποίηση από τις εφημερίδες της πατρίδας της που την χαρακτήριζαν επιδειξιομανή και μαζοχίστρια. Σε έναν άλλο Ρυθμό, στη Νάπολη, το ΄75, λειτούργησε ως αντικείμενο, υποδοχέας, με τη δράση να εξαρτάται από το κοινό, το οποίο μπορούσε να χρησιμοποιήσει επάνω της ένα από τα 72 αντικείμενα που ήταν πάνω σ΄ ένα τραπέζι: σφυρί, πριόνι, άρωμα, τριαντάφυλλο, μαχαίρι, καρφίτσες, πιστόλι με μια σφαίρα δίπλα κ.ά. Κάποιος έμπηξε στο σώμα της καρφίτσες, άλλος έχυσε ένα ποτήρι νερό, άλλος χαράκωσε το λαιμό της με το μαχαίρι και ρούφηξε το αίμα  (ακόμη έχει την ουλή). Ένας άνδρας, βαριανασαίνοντας, έβαλε τη σφαίρα στο πιστόλι και άγγιξε το λαιμό της μέχρι που τον απομάκρυναν από την γκαλερί. «Νομίζω πως δεν με βίασαν επειδή ήταν μπροστά οι γυναίκες τους». Την επόμενη μέρα αρκετοί τηλεφώνησαν λέγοντας πως λυπόνταν, δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι συνέβη εκεί μέσα, τι τους έπιασε…

Η Αμπράμοβιτς δοκίμασε πολλές φορές ακόμη τα όρια της σωματικής και ψυχολογικής της αντοχής, και ταυτόχρονα επαναπροσδιόρισε τους κανόνες της τέχνης της περφόρμανς, δημιουργώντας σχολή. Στα 29 της, εκεί στα μέσα της δεκαετίας του ΄70, αρχίζει να κτίζει τη διεθνή καριέρα της. Τότε δραπετεύει από τον ασφυκτικό έλεγχο της μητέρας της, φτάνει στο Άμστερνταμ, προσκεκλημένη μιας γκαλερί. Ο πρώτος άνθρωπος που γνωρίζει στο αεροδρόμιο είναι ο Γερμανός ομότεχνός της Ουλάι και ο μεγάλος έρωτας της ζωής της επί δώδεκα χρόνια. Η χημεία ανάμεσά τους είναι απίστευτη. Τους παρακολουθούμε να ζουν δίπλα στους Αυστραλούς Αβορίγινες, να γυρίζουν τον κόσμο με ένα βαν citroen και να δίνουν κοινές περφόρμανς, με τελευταία εκείνη τη θρυλική του ερωτικού και επαγγελματικού χωρισμού τους πάνω στο Σινικό Τείχος, το 1988, βαδίζοντας ο ένας προς τον άλλον από αντίθετη κατεύθυνση.

Ξεχωριστό κεφάλαιο στη ζωή και την τέχνη της Βαλκάνιας περφόρμερ έχουν παίξει οι μεταφυσικές αναζητήσεις, οι τεχνικές άντλησης της εσωτερικής ενέργειας, ο διαλογισμός, ο σαμανισμός, ακόμα και οι προβλέψεις των μέντιουμ. Τα ταξίδια και οι εμπειρίες της στο Θιβέτ, στην Ινδία, στη Σρι Λάνκα κι αλλού, οι συναντήσεις της με τον Δαλαϊ Λάμα, μορφές αρχηγών των Σούφι κ.ά., που συχνά έδωσαν και την πρώτη ύλη στη δουλειά της, είναι παρόντα στην «αυτοπροσωπογραφία» της. Επίσης, τα τραύματα από το καταπιεστικό οικογενειακό περιβάλλον και πολιτικό καθεστώς της πατρίδας της, έρχονται και επανέρχονται στις 358 σελίδες του βιβλίου σαν να την έχουν στοιχειώσει για πάντα. Παρούσες είναι και η βαλκανική ψυχή, η σλάβικη μοίρα, όπως και η διαλυμένη πατρίδα. Γι΄ αυτήν την τελευταία και για όλους τους πολέμους θρήνησε καθισμένη πάνω σε ένα σωρό ματωμένων οστών με τη σάρκα, τρίβοντάς τα επί τέσσερις μέρες και για εφτά ώρες τη μέρα, συγκλονίζοντας τους πάντες με το μνημειώδες «Balkan Baroque» (Μπιενάλε Βενετίας, 1997). «Κάθε μέρα στο τέλος της περφόρμανς καθόμουν κάτω από το ντους, προσπαθώντας να ξεπλύνω από πάνω μου τη μυρωδιά της σαπισμένης σάρκας που με είχε διαποτίσει (…) Έδωσα όλη μου την ψυχή σ΄εκείνο το έργο». Ανταμείφθηκε με τον Χρυσό Λέοντα ως η καλύτερη καλλιτέχνης. «Με ενδιαφέρει μόνο η τέχνη που μπορεί να αλλάξει την ιδεολογία της κοινωνίας (…) Τέχνη αφιερωμένη αποκλειστικά σε αισθητικές αξίες είναι τέχνη ανολοκλήρωτη», είχε δηλώσει τότε.

Δεν είναι μόνο ο θεατής της δουλειάς της Αμπράμοβιτς ή ο αναγνώστης της αυτοβιογραφίας της που αναρωτείται «τί είναι τέχνη» τελικά. Και η ίδια θέτει το ερώτημα συχνά στο βιβλίο, θαρρείς και διαισθάνεται τις απορίες του αναγνώστη.  «Αισθάνομαι, γράφει κάπου, πως βλέπουμε την τέχνη σαν κάτι απομονωμένο, ιερό και αυθύπαρκτο, και άρα η τέχνη δεν είναι ζωή». Για να καταλήξει κατηγορηματικά ότι «η τέχνη πρέπει να είναι κομμάτι της ζωής και να ανήκει σε όλους». Όσες ενστάσεις μπορεί να έχει κανείς σε παρόμοιες απαντήσεις, δεν μπορεί να μην παραδεχτεί πως η Μαρίνα Αμπράμοβιτς είναι μια αυθεντική καλλιτέχνης, που δίνει και την τελευταία σταγόνα της ενέργειάς της. Την τελευταία σταγόνα της αλήθειας της δείχνει να καταθέτει, με σλάβικο χιούμορ, και στο βιβλίο της, ένα σύμπλεγμα από προσωπικά βιώματα και καλλιτεχνικούς θριάμβους, που διαβάζεται απνευστί. Και βέβαια κλείνει με την παρακαταθήκη της, το ΜΑΙ (Marina Abramovic Institute), όπου διδάσκεται η λεγόμενη Μέθοδος Αμπράμοβιτς, με πυρήνα την αντοχή, τη συγκέντρωση, την αντίληψη, τον αυτοέλεγχο, τη θέληση, την αυτοσυγκέντρωση, την αντιμετώπιση των νοητικών και σωματικών ορίων, που γευτήκαμε πέρυσι στο Μουσείο Μπενάκη.

 

 

info: «Περνώντας από τοίχους» Μαρίνα Αμπράμοβιτς, εκδόσεις Ροπή, μετάφραση Αφροδίτης Γεωργαλιού

 

 

Προηγούμενο άρθρο«Το Δέντρο» και ο επίμονος αναγνώστης (του). Του Σπύρου Κακουριώτη
Επόμενο άρθροΤο Αζερμπαϊτζάν ανάμεσα στις Μεγάλες Δυνάμεις, 1918-1920

1 ΣΧΟΛΙΟ

  1. Είναι αξιόλογη, αναμφισβήτητα. Αυτό που περιφρονούσαμε ή χλευάζαμε τόσα χρόνια σιγά σιγά αρχίσαμε να το καταλαβαίνουμε και να αναγνωρίζουμε την προσπάθεια του καλλιτέχνη. Ομως μήπως κατάντησε πια μανιέρα; Στην τελευταία δράση της στην Αθήνα, με έπιασε απλώς πονοκέφαλος κοιτάζοντας την κίτρινη κηλίδα της στον τοίχο. Πήρα το algon μου και ανέβηκα στον επάνω όροφο του Μπενάκη όπου είδα πολύ πιο ενδιαφέροντα δρώμενα

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ