Ανόμιοι – μένουν άταφοι
κυκλώσαμε το γέρο άλλοι καθιστοί άλλοι ορθοί τα μικρά κρεμόντουσαν των δέντρων
ο Σενάν αδελφός – Ομόκαστος μ’ αρνήθηκε το Ράμα
εξιστορούσε ο γέρος πλήθαιναν οι πιστοί τον θάψαμε οι Όμοιοι ως τη μέση αρχίσαμε να ρίχνουμε τις πέτρες «έριξες κι εσύ γέρο;» σήκωσα μια «τιμή μεγάλη να γίνεσαι του Ράμα χέρι ν’ αποδίδεις δικαιοσύνη» έμεινα κρατώντας την πέτρα ως το τέλος δειλοί δειλοί γέροι δειλοί αν ήμουν εγώ τέλειωσαν τον ξέχωσα του ‘κλεισα τα μάτια τον έπλυνα έπλεξα τα δάχτυλα των χεριών το σώμα απίθωσα σε λάκκο ρηχό έριξα χώμα ωσότου καλυφθεί
………………………………………………………………………………………………………………………………………….
ευγενείς – Ίβαν – χαρισματόλυση
[η αποπλάνηση]
τυλιγμένο φουστανάκι μη και νοτίσει τραβηγμένα τα μανίκια στους αγκώνες όρθια βλέπεις γάμπες σκυφτή ως τη βαθουλωσιά των γονάτων
μαύρα μαλλιά της μαύρα ξέχνα το γάμπα της με ουλές γάμπα της
φύγε ψυχορραγούσε φύγε ήταν να πεθάνει φύγε τώρα ύπνος – φαί – γυναίκα θα γίνεις θνητός
σταγόνες ιδρώτα κατρακυλούν κροτάφους του σαγονιού σταλίζουν θα σε βρουν κανείς δε γλιτώνει πάντα τους βρίσκουν ποτέ και κανείς βρίσκουν βρίσκουν τα πάντα τα βρίσκουν
μοσχοβολιά
μουσκίδι νερού κι ιδρώτα
*
πλ׀ι׀τς
χρ׀ου׀π
γχιου
χούα
χούα
χούα
……………………………………………………………………………………………………………………………………………..