Μακρύ, βροχερό καλοκαίρι στο NorthWest

0
429

         

 Της Νίκης Τρουλλινού.

ΤΟ αεροδρόμιο το λένε Τακόμα και η πόλη των γεφυριών και των πλοίων, πάνω σε δώδεκα λόφους απλωμένη,  τριγυρισμένη από τον Ωκεανό και  τρεις λίμνες, με το νερό να σ’ αγκαλιάζει από παντού κρύο. Το φημισμένο λιμάνι του εμπορίου και των αλιευτικών, από την Αλάσκα ως το Μεξικό, τα ταξίδια των ναυτικών και του σολομού ορίζουν το παιχνίδι: Σιάτλ. Βρέχει. Αδιάβροχο έφερες μαζί σου;  Απόψε ο Λέοναρντ τραγουδά στο Παραμάουντ: famous blue raincoat.  

I’m writing you now just to see if you’re better

Βροχερό καλοκαίρι του ’93. Τα κύματα του Ειρηνικού υποκλίνονται στα πόδια του Ινδιάνου αρχηγού Σιάτλ, στην ίδια εκείνη πόλη που άφησε την τελευταία του ανάσα για τα χλοερά λιβάδια της φυλής του. Κυριακή πρωί με λιακάδα, επιτέλους, και βγαίνουμε στο δρόμο μαζί με τα σκιουράκια και τα ρακούν. Αφήνουμε πίσω μας τους μεγάλους δρόμους, στάση στην Δέκατη ένατη λεωφόρο γωνία με την East Madison street. Για την εκκλησία των Βαπτιστών. Οι πιστοί φτάνουν μαζί με μας, καθαροί και φροντισμένοι. Μαύροι κυρίως αλλά και λευκοί και κίτρινοι. Κάθονται στα στασίδια σιωπηλοί. Ο ιερέας αναγιγνώσκει την περικοπή του ευαγγελίου, «πριν αλέκτωρ λαλήσει τρις», όλα έχουν, λοιπόν, γραφτεί αιώνες πριν… Ο χορός των γυναικών παίρνει τη θέση του εκεί, μπροστά μας. Οι φωνές τους, ανυπέρβλητα ουράνιες, ξεπηδούν από τα χείλη τους, υψώνονται, αγκαλιάζουν τα σύννεφα σε μια απίστευτη εναλλαγή τοπίων, ποτάμια και θάλασσες, καταιγίδες και ροδοκόκκινα απόβραδα, υμνούν τον δικό τους θεό. Το πιάνο κελαρύζει στις ψηλές του νότες, η ηλεκτρική κιθάρα δονεί τις ψυχές, τα κρουστά βίαια ξεπερνούν τους παλμούς της καρδιάς. Τα σώματα των πιστών έχουν δραπετεύσει από τον άξονα τους  καθώς, μια δεξιά μια αριστερά, με τα χέρια ανοικτά και άλλοτε χτυπώντας τις παλάμες, ακολουθούν τη χορωδία στο δικό της ταξίδι πότε στα Σουαχίλι, πότε στα Ζουλού και πότε στα αγγλικά: Ω, Κύριε, ευλόγησε την γη μας, την Αφρική.  Κι όταν ο διονυσιασμός παίρνει τέλος, σκύβουν τα κεφάλια, δένουν τα χέρια απ’ άκρη σ’ άκρη του εκκλησιάσματος και ευχαριστούν το δικό τους θεό.

Η εβδομάδα που ακολούθησε πέρασε με την σκέψη στραμμένη σε χρόνο παρελθόντα – μέλλοντα. Γιατί την επόμενη Κυριακή,  πήρα τον δρόμο ξανά για την δέκατη ένατη λεωφόρο. Στάθηκα μόνη πια στο αριστερό κέρας του ‘’ναού’’, έμεινα ώρα να κοιτώ τα πρόσωπα των πιστών, έκανα σκέψεις που ποτέ πριν δεν είχε ψελλίσει το μυαλό μου, αφέθηκα να γίνω μια μικρή σταγόνα εκείνου του ρυθμικού κύματος που αποζητούσε δύναμη και ελπίδα. Την ώρα της δέησης πάλι μόνη ήμουν. Δεξιά και αριστερά το στασίδι άδειο. Τους είδα να δίνουν τα χέρια. Εγώ πού να τα δώσω τα δικά μου; Give me your hand, όχι, δεν ήταν το παλιό νέγρικο τραγούδι. Ένα απαλό σκούντημα στον ώμο ήταν, και μια παλάμη απλώθηκε κάτω από το βλέμμα μου. Με κράτησε το άγνωστο χέρι για δευτερόλεπτα, μπορεί λεπτά που έγιναν ώρες και χρόνια. Απρόσμενα και σιωπηλά ως ήρθε, χάθηκε. Μόνο μια γυναικεία φιγούρα πρόλαβα να δω να προχωρά και να χάνεται στην έξοδο.

Εκείνο το δόσιμο του χεριού, δίπλα στον Ειρηνικό ωκεανό,  με τον καιρό εγκαταστάθηκε στη μνήμη μου συνοδευόμενο όχι πια από τα θρησκευτικά τραγούδια των μαύρων Αφροαμερικανών, μα, μ’ εκείνο το πρώτο κομμάτι του Μάνου Χατζηδάκη από το χαμόγελο της Τζοκόντα. Και επανέρχεται κάθε φορά με το άκουσμα της μουσικής του. Προτιμώ να το ακούω από το παλιό βινύλιο της Columbia (μόνο τώρα προσέχω το συνταίριασμα των ονομάτων- εκεί ψηλά στον Κολούμπια ποταμό τριγυρνούσα). Τον κατεβάζω από το ράφι, ακουμπώ προσεκτικά την βελόνα στις στροφές του δίσκου και διαβάζω, παρέα με τα βιολιά και τα κρουστά,  για την γυναίκα που μονάχη περπατά μέσα στην κοσμοπλημύρα της Νέας Υόρκης, απελπισμένα αδιάφορη να χάνεται μέσα στο πλήθος. Νομίζω πως θα ανασηκωθώ στις μύτες των ποδιών μου να την ψάξω. Κι ύστερα έρχονται οι βροχερές μέρες  του καλοκαιριάτικου Σιάτλ, – μη μπερδεύουμε τους Ωκεανούς – κοιτώ το παράθυρο κι αναγνωρίζω την κυρία Εστερχάζυ, μόνο που στον δικό μου καθρέφτη της μνήμης έχει άλλο όνομα.

…………………………………………………………

 

Τα κορίτσια μουτρωμένα ψιθύριζαν:  πάλι φεύγουν. Οι σκίουροι χάνονταν χορτάτοι κάτω από την μηλιά, η βροχή είχε κόψει. Έγραφαν οι εφημερίδες καθημερινά πως τέτοιο νερό είχε χρόνια να το ρίξει στο Δυτικό Βορρά, από τα χρόνια του Μεγάλου Πολέμου. Ο Di.  κανάκευε τις ντοματιές του, ένα κομμάτι Ελλάδα φύτευε κάθε καλοκαίρι, και μεις γραμμή για το αυτοκίνητο:  η J. γυρνούσε το κλειδί στην μηχανή και πατούσε γκάζι. Τα κορίτσια πίσω από το τζάμι επαναλάμβαναν για μια ακόμη φορά: η Θέλμα και η Λουΐζ φεύγουν πάλι, η σχετική ταινία έκανε θραύση. Με το δείκτη του δεξιού χεριού πατούσε το κουμπί του μαγνητοφώνου, ο Aaron Nevil σάρωνε με την φωνή του κάθε αντίσταση στην ψυχραιμία, stand by me, θα σταθείς δίπλα μου, άραγε; Άλλοτε παίρναμε το δρόμο βόρεια προς την Anacortes, αφήναμε τους μεγάλους δρόμους με τα φορτηγά και τις νταλίκες και χανόμασταν στους παλιούς, παράλληλα με την ακτή του Puget Sound. Χαμένη εγώ ανάμεσα σε κόλπους, κολπίσκους και φιόρδ, σε νησιά και βραχονησίδες καταπράσινες, σε ποτάμια και γέφυρες κρυφές, σ’ απότομες ακτές και άλλες γαλήνιες, ψηλά δέντρα σεγκόβιες και θαλερά έλατα – τα δάση της βροχής –  αφρισμένα κύματα και γλάροι, ονόματα Ινδιάνων και Ευρωπαίων θαλασσοπόρων, τυχοδιώκτες εξερευνητές και  κατακτητές κονκισταδόρες , ποιο το νέο ποιο το παλιό του Νέου Κόσμου. Nowhere Bay   και Useless Bay, τυλιγμένα λιμανάκια στην αχλή, σπίτια ξύλινα μισοκρυμμένα στα δάση, νοτισμένα τζάμια, υγρές ζωές αλιέων. Πότε ένα καράβι με σμάρια τους γλάρους πίσω του ξεναγούσε τους επισκέπτες στο θαύμα της Φύσης, πότε κατάλευκα ιστιοφόρα να σχίζουν τον άνεμο, πότε ξύλινα παλιά σκαριά που έμοιαζαν λατίνια,  και  σειρά μικρά αλιευτικά επέστρεφαν από τα στενά του σολομού, ψηλά   στα μέρη που το ιερό ψάρι των γηγενών  επιστρέφει για να πεθάνει. Ανάδρομα ψάρια, ανάδρομοι πλανήτες σημαδεύουν τη ζωή και οι αντανακλάσεις του νερού ζωγραφίζουν σε επίφοβους καθρέφτες συναισθήματα και ανησυχίες, λογαριασμούς που παλεύουν να πουν το λόγο τους: είναι η αφαίρεση που δίνει αξία στην πρόσθεση;  Κι ύστερα εκεί αριστερά, όχι μακριά από τον Ειρηνικό Ωκεανό, το Puget Sound  συναντά το πέρασμα του Juan de Fuca. Ιωάννης Φωκάς ο θαλασσοπόρος που ανακάλυψε το πέρασμα από τον Ωκεανό προς τα ενδότερα και βόρεια για την νήσο Βανκούβερ: Κεφαλλονίτης ναυτικός, κάπου στα χίλια πεντακόσια ενενήντα. Το λένε οι Έλληνες της περιοχής και γυαλίζει στο μάτι τους η τσαχπινιά του τυχοδιώκτη,  όσο για τον εκλατινισμένο όνομα, να, με τους Ισπανούς θαλασσοπόρους έφτασε ως εδώ ο καημένος.

Άλλοτε πάλι νότια, στο δρόμο για την Ολυμπία ως το Aberdeen, αφήναμε την εκατόν ένα εθνική οδό και στρίβαμε  αριστερά αγναντεύοντας από μακριά το ηφαίστειο της Αγίας Ελένης και το Mount Rainier, η ανορθογραφία μου το ήθελε ‘’ αυτί της βροχής’’, μου ταίριαζε με τόσες βροχές κάθε πρωί, και χαμένο κάθε μέρα στα σύννεφα, έλεγαν παλιά οι Ινδιάνοι πως ήταν το  Tahoma ,  ‘’ το βουνό που είναι θεός‘’.  Αφήναμε πίσω μας τα Ολυμπιακά Βουνά,( παντού η Ελλάδα θα μας κυνηγάει;) περνούσαμε την μακριά πανέμορφη γέφυρα του Κολούμπια ποταμού  και παίρναμε κάτι παλιούς ξεχασμένους δρόμους προς τα χωριά των υλοτόμων μπαίνοντας στην Πολιτεία του Όρεγκον. Άνδρες στιβαροί, κάπως θλιμμένοι, καθισμένοι μπροστά σε σπίτια καμωμένα από ακατέργαστους κορμούς δένδρων, ένα  μπουκάλι ουίσκι, άδεια κουτιά κόκα κόλα στον κάδο, ένας σταθμός βενζίνης χωρίς πελάτες, ξέρω: σκηνές από road movie ανεξάρτητου αμερικάνικου στούντιο. Δεν ξέρω, αλλά εδώ στην ενδοχώρα του Όρεγκον μου έμεινε στο στόμα μια γεύση απώλειας – δικό μου ίσως το συναίσθημα;

……………………………………..

 

Ο J. Sh. Ρωσοεβραίος πολύγλωσσος,   πέρασε στην Αμερική την εποχή των εκκαθαρίσεων του Στάλιν περπατώντας από τον Βερίγγειο Πορθμό.  Είχε έτσι ακολουθήσει ηθελημένα ή όχι, γνωρίζοντας ή αγνοώντας, το δρόμο του περάσματος των Ινδιάνων κάπου δέκα πέντε χιλιάδες χρόνια πριν προς τον Νέο Κόσμο. Κι έριξε ρίζες στο Νορθ Γουέστ. Τώρα ο γιος του, φημισμένος γλωσσολόγος δίδασκε τους φοιτητές του την καταγωγή των γλωσσών στο παρακείμενο Πανεπιστήμιο.

Ο Δ.Σ. άφησε πίσω του την Ελλάδα στ’ αμπάρια ενός παλιού υπερωκεάνιου, ο απόηχος του εμφυλίου τρόμαζε ακόμη μάνα κι αδερφές, ‘’φύγε εσύ’’ του είπαν. Στον αμερικάνικο βορρά πρόκοψε ως δάσκαλος και ερευνητής του νερού, λάτρεψε τις λίμνες και τα καθάρια τους νερά, παντρεύτηκε την πιο όμορφη φοιτήτριά του, με την ιρλανδέζικη ρίζα, – μαζί έτρεχαν στις συγκεντρώσεις ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ και για την επιστροφή της δημοκρατίας στην Ελλάδα. Τ’ απογεύματα φύτευε ζίνιες και ντάλιες και άσπρες μαργαρίτες και κοιτούσε νότια.

Ο G.L. πάλι, ήρθε με πλοίο  από την γηραιά Σκανδιναβία και με φορτηγό από την Καλιφόρνια ως εδώ, δούλεψε ως την σύνταξη υλοτόμος στα βουνά της Πολιτείας Ουάσινγκτον και του Όρεγκον και πέθανε ήσυχα ένα απόγευμα στο τροχόσπιτό του. Στο χέρι του βρήκαν τα εγγόνια το τελευταίο του βιβλίο, την βιογραφία του Νέλσον Μαντέλα. Τον οδηγήσαμε στην καύση του κουρασμένου σαρκίου του μ’ ένα παλιό παραμύθι του Σκανδιναβικού βορά κι ένα κομμάτι  του Σιμπέλιους στο πιάνο. Το βράδυ, πολίτες του κόσμου από κάθε γωνιά της γης, ήπιαμε στο ταξίδι του. Και τη νύχτα για ώρες ο ύπνος μου αρνιόταν τη χάρη. Έχει, βλέπεις, μπει στη ζωή η έννοια: melting pot.

Τώρα έμενε να γνωρίσω και τα reservation camps των ρημαγμένων Ινδιάνων. Γιατί τίποτε δεν έχει μόνο μία ανάγνωση: αυτό είναι το αμερικάνικο μάθημά μου.

 

 

 

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΗ δόξα των σιδηροδρόμων
Επόμενο άρθροΤο κορίτσι που είχε έναν άσο

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ