του Σπύρου Κακουριώτη
«Να ξέρετε πως αν τρέξουμε να σώσουμε τη Μακεδονία, η Μακεδονία θα μας σώση. Θα μας σώση από τη βρώμα όπου κυλιούμαστε, […] θα μας ελευθερώση». Το κάλεσμα αυτό του Ίωνα Δραγούμη, κάλεσμα στα όπλα, να μην ξεχνιόμαστε, γραμμένο λίγα χρόνια μετά τον θάνατο του Παύλου Μελά (Μαρτύρων και ηρώων αίμα, 1907), χρησιμοποιήθηκε πολλάκις κατά την τελευταία τριακονταετία, κάθε φορά που το «νέο» Μακεδονικό ζήτημα γνώριζε εξάρσεις.
Χρησιμοποιήθηκε πάντα ως «εγερτήριο σάλπισμα» του ελληνικού εθνικισμού, με στοχεύσεις κυρίως εσωτερικές –όπως και στην εποχή του άλλωστε. Και χρησιμοποιήθηκε αποτελεσματικά: όχι για την επίλυση μιας διπλωματικής διαμάχης αλλά, αντιθέτως, για την διαιώνισή της, για να οικοδομηθούν ιδιαίτερα αποδοτικές πολιτικές, εκκλησιαστικές, δημοσιογραφικές και άλλες καριέρες, με αποτέλεσμα, εντέλει, την εγκατάσταση στην πολιτική ζωή της χώρας μιας πολύμορφης και ισχυρής ακροδεξιάς και τη μετατροπή μιας ναζιστικής συμμορίας σε ιδιωτικό στρατό με μορφή κόμματος.
Όπως όλα τα κείμενα, όμως, έτσι και αυτό του Ίωνα Δραγούμη υπόκειται σε πολλαπλές αναγνώσεις, ανάλογα με το ιστορικό πλαίσιο της κάθε εποχής. Κατά ειρωνική αντιστροφή, σήμερα η «Μακεδονία», η επίλυση, δηλαδή, της μακροχρόνιας διπλωματικής αντιπαράθεσης που υπονομεύει διαρκώς τις διεθνείς σχέσεις της χώρας, μπορεί και πάλι «να μας ελευθερώση»· αυτή τη φορά όμως από τις εξάρσεις του γκροτέσκου εθνικισμού που κατακλύζει τη δημόσια ζωή με σάρισες, βουκεφάλες, μεγαλέξαντρους, χλαμύδες, βγαλμένους, λες, από β’ διαλογής παραγωγή της Τσινετσιτά. Μπορεί να μας απαλλάξει «από τη βρώμα όπου κυλιούμαστε» χάρη στη διαβλεπόμενη υπερψήφιση της Συμφωνίας των Πρεσπών από το ελληνικό Κοινοβούλιο, κίνηση που θα διαρρήξει για πρώτη φορά το αδιέξοδο της αδράνειας και της απομόνωσης στο οποίο είχε βυθιστεί η ελληνική πλευρά, για τριάντα ολόκληρα χρόνια.
Μέσα στην τριακονταετία αυτή παρήχθη μια πλούσια βιβλιογραφία για το Μακεδονικό, που απηχούσε τις απόψεις τόσο της πλευράς που πυροδοτούσε την εθνικιστική αντίδραση απέναντι στην ύπαρξη ενός ανεξάρτητου κράτους με το όνομα «Μακεδονία» στα βόρεια σύνορα της Ελλάδας όσο και της πλευράς που με πολιτικούς αλλά και επιστημονικούς όρους προχωρούσε στην αποδόμηση του εθνικιστικού αφηγήματος και της αντιμακεδονικής υστερίας, προάγοντας, σε αυτήν την περίπτωση, γενικότερα τις σπουδές για τον εθνικισμό και εδραιώνοντας έννοιες και μεθοδολογικά εργαλεία για τη μελέτη του.
Στηριγμένος σε αυτήν την πλούσια βιβλιογραφική παραγωγή, αλλά και στην εμπειρία από την πρακτική της ελληνικής διπλωματίας, ο καθηγητής Διεθνών Σχέσεων Αλέξης Ηρακλείδης, στη μελέτη του για Το Μακεδονικό ζήτημα (1878-2018), αναλύει τις βασικές πτυχές μιας διαμάχης 140 χρόνων, παρουσιάζοντας τόσο την ιστορική πορεία της μακεδονικής εθνογένεσης όσο και την αντιμετώπισή της από τον ελληνικό, βουλγαρικό και σερβικό εθνικισμό, που διεκδικούσαν από την πλευρά τους τα εδάφη και τον πληθυσμό της οθωμανικής Μακεδονίας.
Ιδιαίτερο βάρος δίνει ο συγγραφέας στις βουλγαρο-μακεδονικές σχέσεις και τον ρόλο που διαδραμάτισε η Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση (την καταγωγή του από την οποία διεκδικεί το σημερινό VMRO-DPMNE), τις εντάσεις και τις αμφιταλαντεύσεις των ιδρυτών της, κατά τον 19ο αιώνα, ανάμεσα στη βουλγαρική εθνική συνείδηση και την πρόκριση της πολιτικής αυτονομίας της Μακεδονίας, που σταδιακά θα οδηγήσει στην εθνοτική διαφοροποίηση και την ανάδυση ενός γηγενούς εθνικισμού.
Με τρόπο συνεκτικό και περιεκτικό, ο Ηρακλείδης παρουσιάζει την οπτική και τα επιχειρήματα της κάθε πλευράς, τόσο κατά την ιστορική διαδρομή του Μακεδονικού ζητήματος μέσα στον 20ό αιώνα όσο και κατά την πρόσφατη ελληνο-μακεδονική διαμάχη. Έτσι, στις σελίδες της μελέτης του, αφιερώνει κεφάλαια στη σλαβομακεδονική γλώσσα και την εθνική ιστορική αφήγηση μετά το 1949, αλλά και τη «διαμάχη» για την κληρονομιά της αρχαίας Μακεδονίας, όπως αναπτύχθηκε μέσα στον χρόνο –για να παροξυνθεί κατά τα έτη της διακυβέρνησης Γκρούεφσκι, με την πολιτική του «εξαρχαϊσμού», που μετέτρεψε την πόλη των Σκοπίων σε μια νεοκλασικιστική Ντίσνεϋλαντ.
Τέλος, εξετάζει κριτικά τις εκάστοτε ελληνικές θέσεις στην τριαντάχρονη διένεξη, φτάνοντας μέχρι τη σημερινή συμφωνία των Πρεσπών, την οποία θεωρεί όχι απλώς μια ανέλπιστη επιτυχία της ελληνικής διπλωματίας αλλά, στην πραγματικότητα, μια συμφωνία όπου «η ελληνική πλευρά ευνοήθηκε πολύ περισσότερο, λαμβάνοντας σχεδόν τη μερίδα του λέοντος», κάτι που για τον συγγραφέα αποτελεί και την αχίλλειο πτέρνα της.
Πράγματι, όπως επισημαίνει ο Ηρακλείδης, μερικά από τα εδάφιά της «θυμίζουν τις εξόχως ετεροβαρείς συμφωνίες του 19ου αιώνα, μεταξύ των γνωστών εκείνη την εποχή ως “πολιτισμένων κρατών” και των “απολίτιστων κρατών”», κάτι που γίνεται αντιληπτό ως τέτοιο και από μεγάλη μερίδα των πολιτών της γειτονικής χώρας, όπως δείχνει και το (συμβουλευτικό πάντως) δημοψήφισμα της 30ής Σεπτεμβρίου, η αποχή από το οποίο, σύμφωνα με τον συγγραφέα, υπήρξε κυρίως έκφραση δυσφορίας για τους ετεροβαρείς όρους της συμφωνίας.
Η διαχείριση της εκατέρωθεν δυσαρέσκειας αποτελεί το κλειδί για την εμπέδωση της συμφωνίας που, όπως όλα δείχνουν, θα κυρωθεί τελικά από τα κοινοβούλια και των δύο κρατών. Εδώ, ο ισχυρός πόλος, δηλαδή η Ελλάδα, οφείλει να ακολουθήσει μια «επιθετική» πολιτική φιλίας και συνεργασίας απέναντι στην (οσονούπω) Βόρεια Μακεδονία και τους πολίτες της και να αποφύγει το ιστορικά εγγενές «σφάλμα» του κάθε εθνικισμού, δηλαδή την υποτίμηση και την παραγνώριση του εθνικισμού του άλλου. «Σφάλμα» που η Ελλάδα πλήρωσε με τραγικό τρόπο, τόσο στη Μικρά Ασία όσο και στην Κύπρο.
Από την άλλη, οι πολιτικές δυνάμεις του συνταγματικού τόξου –που ουσιαστικά όλες συμφωνούν με τις προβλέψεις της συμφωνίας, αλλά διαμορφώνουν τη στάση τους στη Βουλή με γνώμονα τις εσωτερικές πολιτικές ισορροπίες– οφείλουν να διαχειριστούν τις ανησυχίες και τη δυσαρέσκεια ενός μεγάλου μέρους της ελληνικής κοινής γνώμης όχι αναζωπυρώνοντας ανορθολογικούς φόβους και «φλερτάροντας» με έναν σολιψιστικό εθνικιστικό λόγο αλλά οικοδομώντας τη διαβαλκανική συνεργασία και την προοπτική της εμβάθυνσης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, ακολουθώντας τις καλύτερες παραδόσεις των μεταπολιτευτικών κυβερνήσεων.
Η υπερψήφιση της συμφωνίας μπορεί να αποτελέσει ένα αποφασιστικό βήμα, ιστορικής σημασίας. Για την άρση όμως της εκατέρωθεν πικρίας, ο δρόμος προς τις Πρέσπες θα αποδειχθεί μακρύς· στο χέρι των εκατέρωθεν πολιτικών δυνάμεων είναι να μην αποδειχθεί και δύσβατος…
info: Αλέξης Ηρακλείδης, Το Μακεδονικό ζήτημα, 1878-2018.Από τις εθνικές διεκδικήσεις στις συγκρουσιακές εθνικές ταυτότητες, Θεμέλιο, 2018,σελ. 368