Της Έλενας Χουζούρη.
Δεν ανήκω ούτε στους «μακεδονιστές» [βλ. εθνικιστές] ούτε στους «αντιμακεδονιστές» [βλέπε αντιεθνικιστές» έχοντας την βάσιμη πλέον πεποίθηση ότι και οι δύο αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος και ότι οι μεν τρέφονται από τους δε και τούμπαλιν. Το σίγουρο επίσης είναι ότι αμφότεροι όχι μόνον δεν συνεισφέρουν στην ομαλή και δίκαιη επίλυση των ζητημάτων που προέκυψαν μετά την ανακήρυξη σε ανεξάρτητο κράτος της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας αλλά είτε τα συσκοτίζουν, είτε τα παραποιούν, είτε τα πολώνουν προς τη μια ή την άλλη πλευρά. Στην θέση μου να μην ανήκω ούτε στους μεν ούτε στους δε κατέληξα μετά από τα πολλά διαβάσματά μου μελετών, νεότερων κυρίως ιστορικών, οι οποίοι από τα τέλη του 1990 άρχισαν να ασχολούνται σοβαρά με το δύσκολο αυτό ζήτημα αλλά και δημοσιογράφων που ως πολιτικοί ρεπόρτερς και αναλυτές έχουν παρακολουθήσει την πορεία του «μακεδονικού». Προσπάθησα, επίσης, να αφήσω στο χρονοντούλαπο της προσωπικής μου ιστορίας, είτε οικογενειακές, ακλόνητες πεποιθήσεις, του τύπου «εμείς οι μακεδόνες είμαστε άλλοι άνθρωποι», είτε παλαιοαριστερές αγκυλώσεις και ερμηνευτικά, αδιέξοδα σχήματα, ή ακόμα και νεότερους ιδεολογισμούς, έτσι ώστε να προσεγγίσω το κάθε άλλο παρά απλό ή περιγραφικό αυτό ζήτημα, με όσον το δυνατόν, λιγότερες ιδεολογικές ή συναισθηματικές επιβαρύνσεις. Τουλάχιστον με μία διάθεση δικαιοσύνης, που ν’ αφορά και τις δύο πλευρές ένθεν και ένθεν των συνόρων. Κάτι που και οι «μακεδονιστές» και οι «αντιμακεδονιστές» ξεχνούν εντελώς, αφού δικαιοσύνη για τους μεν πρώτους είναι το δίκαιο της Ελλάδας, για τους δε δεύτερους το δίκαιο της άλλης πλευράς. Στην ιστορική έρευνα και μελέτη που έχει ξεκινήσει συντέλεσε τα μάλα και το ότι, με την πτώση των πρώην σοσιαλιστικών χωρών και την μετέπειτα διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, άνοιξαν τα αρχεία των κομμουνιστικών κομμάτων και διευκολύνθηκε η πρόσβαση των μελετητών σ αυτά. Έτσι σήμερα, αν πραγματικά επιθυμεί κάποιος/α να πληροφορηθεί, πολύπλευρα, τι τελικά είναι το περίφημο αυτό μακεδονικό ζήτημα, υπάρχει ήδη μια σειρά αξιόπιστων μελετών που βοηθούν προς αυτήν την κατεύθυνση και που συνεχώς αυξάνονται.
Η πιο πρόσφατη μελέτη που με βοήθησε να δώσω απαντήσεις σε κάποια ερωτήματα μου είναι ενός νεότατου μελετητή της σύγχρονης πολιτικής Ιστορίας, του Γιώργου Καλπαδάκη [γεν.1981] με τίτλο «Το μακεδονικό ζήτημα 1962-1995]-Από τη σιωπή στη λαική διπλωματία» [εκδ. Καστανιώτη]. Ένα βασικό μου ερώτημα ήταν γιατί οι Έλληνες – πρωτοστατούντων των Θεσσαλονικέων- αντέδρασαν τόσο έντονα, τόσο υπερβολικά και προπαντός τόσο μαζικά όταν πληροφορήθηκαν ότι δίπλα τους φιλοδοξούσε να αρχίσει την ανεξάρτητη ζωή του ένα νέο κράτος με το όνομα «Δημοκρατία της Μακεδονίας»; Γιατί δεν είχαν αντιδράσει-τουλάχιστον σε τέτοια μαζικότητα και ένταση- επί 47[!] ολόκληρα χρόνια που το ομόσπονδο, έως το 1991, κρατίδιο, στο πλαίσιο της γιουγκοσλαβικής ομοσπονδίας, ονομαζόταν τα πρώτα χρόνια, «Λαική Δημοκρατία της Μακεδονίας» και αργότερα «Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας» με τη λέξη «Μακεδονία» να λάμπει περίτρανα στους χάρτες, της μέχρι το 1991 εποχής, ακριβώς εκεί που τελείωναν τα ελληνικά σύνορα ; Δεν ήξεραν, δεν γνώριζαν; Όταν σε σχετική ερώτηση που μου έγινε από συγγενικό μου πρόσωπο που, εκ πατρός Έλληνα πολιτικού πρόσφυγα καταγόμενο, ζεί από τα εφηβικά του χρόνια στα Σκόπια, απάντησα πως όχι, δεν ξέραμε, δεν γνωρίζαμε. Τουλάχιστον όσοι κατοικούσαμε στην Αθήνα ή στις νοτιότερες περιοχές της χώρας. Και όταν η απάντησή μου ακούστηκε σχεδόν αφελής και καθόλου πειστική, η δεύτερη ερώτηση ήταν «καλά, όταν διασχίζατε τη Γιουγκοσλαβία, δεν βλέπατε τι έγραφαν οι ταμπέλες;» Όχι, δεν βλέπαμε! Διότι εμείς διασχίζαμε απλώς την ατέλειωτη χιλιομετρικά Γιουγκοσλαβία για να φτάσουμε στην Ευρώπη. Το μόνο που μας ενδιέφερε ήταν να τη διασχίσουμε όσο γίνεται πιο γρήγορα. Όλα τα άλλα ήταν απλώς λεπτομέρειες που δεν μας αφορούσαν. Αλλά αν η πλειοψηφία των εν Ελλάδι κατοίκων δεν γνώριζε ή δεν έδινε σημασία για το τι υπήρχε πάνω από το κεφάλι της , κάποιοι άλλοι σαφώς το γνώριζαν και μάλιστα προσπαθούσαν να το κρατήσουν κρυφό! Ο Γιώργος Καλπαδάκης με την εν λόγω έρευνα και μελέτη του έρχεται να μου λύσει αυτήν την απορία. Μας πληροφορεί λοιπόν ο μελετητής ότι στις αρχές Δεκεμβρίου 1962 κατέφθασε «αιφνιδιαστικά» στην Αθήνα, σε ανεπίσημη και σχεδόν εν κρυπτώ επίσκεψη, ο Υπουργός Εξωτερικών της Γιουγκοσλαβίας Popovic για συνομιλίες με τον Έλληνα ομόλογό του Ευ. Αβέρωφ. Περιεχόμενο των συνομιλιών: το μακεδονικό. Αποτέλεσμα των συνομιλιών: Η «συμφωνία κυριών» περί μη υπάρξεως μακεδονικού και από τις δύο πλευρές.! Με απλά λόγια δηλαδή η επίσημη ελληνική πλευρά υιοθέτησε από τούδε και στο εξής τη σιωπή για οτιδήποτε συσχετιζόταν με το ήδη ζόρικο αυτό ζήτημα το οποίο τις επόμενες δεκαετίες και με την, σε πλήρη εξέλιξη παρά τη συμφωνία, από πλευράς Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας [Σ.Δ.Μ] , πολύπλευρη εθνογενετική διαδικασία, θα γινόταν ολοένα δυσκολότερο στην αντιμετώπισή του. Με απλούστερα λόγια, η εγχώρια κοινή γνώμη θα έπρεπε να μην γνωρίζει τι γινόταν στη διπλανή του χώρα, προκειμένου να μην διαταράσσονται οι καλές σχέσεις γειτονίας Ελλάδας-Γιουγκοσλαβίας οι οποίες άρχισαν να βελτιώνονται αφού ο Τίτο εγκατέλειψε το Σύμφωνο της Βαρσοβίας το 1948 και αργότερα τέθηκε επικεφαλής των «Αδεσμεύτων». Ιδού τι σημειώνει στην προκειμένη περίπτωση ο Γ. Καλπαδάκης. «Υπό το παρατεταμένο αυτό καθεστώς της «σιωπής» ακόμα και η αναφορά στο μακεδονικό από απροκατάληπτους παρατηρητές συχνά εκλαμβανόταν από την ελληνική πλευρά ως μία προμελετημένη ανθελληνική πράξη που είχε ως στόχο να πλήξει την εικόνα ή τα εθνικά συμφέροντα της χώρας. Αυτή η προσέγγιση δεν ευνόησε την δυνατότητα αποτελεσματικότερης προώθησης των ελληνικών θέσεων, συντείνοντας στην παρερμηνεία ανυστερόβουλων, ακόμα και καλοπροαίρετων προθέσεων ξένων διπλωματών που επεδείκνυαν γνήσιο ενδιαφέρον για το θέμα». Σ’αυτό το πλαίσιο της «σιωπής» ήταν υποχρεωμένοι να λειτουργούν και οι Έλληνες διπλωμάτες έτσι ώστε, όπως μας πληροφορεί ο Γ. Καλπαδάκης, « σε περιόδους όπου οι σλαβομακεδονικές ιστοριογραφικές εκδοχές παρουσίαζαν μια δυναμική ικανή να θέλξει τους απροκατάληπτους δυτικούς, πανεπιστημιακούς, δημοσιογράφους κ.λπ, το πολιτιστικό «οπλοστάσιο» της ελληνικής διπλωματίας στο μακεδονικό υπήρξε εμφανώς ανισοβαρές, αφού δεν περιελάμβανε μόνον άρτια τεκμηριωμένες μελέτες για την εξέλιξη του μακεδονικού αλλά και «στρατευμένες» πολεμικές με θυμικά φορτισμένους όρους- των οποίων η χρήση θα αποθαρρυνόταν συν τω χρόνων ως στρατηγικά ανώφελη». Στο τι εννοεί ο συγγραφέας στο σημείο αυτό αξίζει να ανατρέξουμε στην μετεμφυλιακή εικόνα που κυριάρχησε στις βόρειες παραμεθόριες περιοχές της χώρας όπου ήταν συγκεντρωμένη η πλειοψηφία του σλαβόφωνου πληθυσμού, και την οποία με εύγλωτο τρόπο μας παραδίδει: «Η εξωτερική πολιτική των πρώτων μετεμφυλιακών χρόνων υπήρξε αναμφίβολα επηρεασμένη από την περιρρέουσα αντίληψη ότι έπρεπε να δημιουργηθούν αναχώματα για την απόκρουση της «από Βορρά απειλής». Αξιοποιώντας την ελεύθερη μεθοριακή επικοινωνία στη λεγόμενη «επιτηρούμενη ζώνη», ένα μεταξικής καταγωγής πλέγμα μηχανισμών «εθνικής ασφαλείας» που λειτούργησε επί δεκαετίες μετά τον Εμφύλιο, οι αρχές κατέγραφαν κάθε ενέργεια που εκλάμβαναν ως απόπειρα προπαγάνδισης αλυτρωτικών ιδεών στους ακριτικούς αυτούς πληθυσμούς, κυρίως από ταξιδιώτες από τη Σ.Δ.Μ……Σύντομα δημιουργήθηκε ένα πλέγμα πληροφοριών «ανεξακρίβωτης αυθεντικότητας» για το φρόνημα πολιτών, των οικογενειών τους, και ενίοτε ολόκληρων κοινοτήτων, με βασικά κριτήρια τη γλώσσα και τις πολιτικές πεποιθήσεις. Ουσιαστικά οι «ανακλαστικές αντιδράσεις» μιας μερίδας της ελληνικής κοινωνίας θα κρατούνταν επί μακρόν σε εγρήγορση χάρη στο ιδεολογικό δίδυμο αντισλαβισμός-αντικομμουνισμός. Οι ιδέες αυτές λειτούργησαν συσπειρωτικά για τους πληθυσμούς του βορειοελλαδικού χώρου, ενώ έπαιξαν σημαντικό ρόλο και στη διαμόρφωση των πελατειακών σχέσεων στις περιοχές αυτές». Στη συνέχεια ο Γ. Καλπαδάκης δεν διστάζει να κατονομάσει αυτές τις ομάδες που πολύ αργότερα, την δεκαετία του 1990, θα αποτελέσουν τον βασικό κορμό της λεγόμενης από τον ίδιο συγγραφέα «λαικής διπλωματίας». «Κατά τη μετεμφυλιακή περίοδο» γράφει «οι ομάδες αυτές απαρτίζονταν μεταξύ άλλων, από το άτυπο λόμπυ των εποίκων που εγκαταστάθηκαν στα κτήματα που δημεύτηκαν από τους Σλαβομακεδόνες τη δεκαετία του ’50. Αρκετοί Βορειοελλαδίτες ιεράρχες επίσης εκτιμούσαν ότι απειλούνταν οι ελληνικές ρίζες της ορθόδοξης πίστης από τα απομεινάρια του σλαβικού ιδιώματος. Υπήρχαν και οι «εθνικώς ανησυχούντες» πολίτες, συνήθως δημόσιοι υπάλληλοι, απόστρατοι αξιωματικοί, καθηγητές μέσης εκπαίδευσης, αλλά ακόμα και πολιτευτές με δημόσια θέση και προνομιακή πρόσβαση στον κρατικό μηχανισμό οι οποίοι εμφανίζονταν ως θεματοφύλακες των εθνικών συμφερόντων. Τέλος μερίδα του βορειοελλαδικού τύπου- οι αντιδράσεις του οποίου αποτέλεσαν μια βασική πηγή ανησυχίας για τις ελληνικές πολιτικές ηγεσίες-αναμόχλευε σενάρια μιας μελλοντικής σλαβικής εισβολής, κάτι που θα πραγματοποιείτο με τη συνέργεια του «εσωτερικού εχθρού».». Αυτές οι ομάδες αποτέλεσαν και τη λεγόμενη «ευαίσθητη κοινή γνώμη» την οποία είχαν κατά νου οι τότε κυβερνώντες ώστε να φτάσουν στο σημείο να προχωρήσουν στην συμφωνία της σιωπής. Βέβαια ο Γ. Καλπαδάκης αναγνωρίζει κι άλλους λόγους –αυτή τη φορά πραγματικούς και όχι φαντασιωτικούς η συμφεροντολογικούς – αυτής της «ευαισθησίας». Το βάρος της νωπής μνήμης από τις περιόδους της βάναυσης βουλγαρικής κατοχής αυτών των περιοχών [1916-1917 και 1941-1944] καθώς και τα κατά καιρούς επεκτατικά σχέδια της Σόφιας και του Βελιγραδίου. Αποφασιστικό ρόλο έπαιξε ο εμφύλιος πόλεμος και η αντίληψη που κυριάρχησε αμέσως μετά το τέλος του περί των «επικίνδυνων σλαυοσυμμοριτών» [βλέπε σλαβομακεδόνων] και της εικόνας που διαμορφώθηκε συλλήβδην για τους Έλληνες σλαβόφωνους πολιτικούς πρόσφυγες που κατέφυγαν στη Σ.Δ.Μ. Τα υπηρεσιακά και διπλωματικά έγγραφα που παραθέτει ο συγγραφέας βρίθουν από εκφράσεις του τύπου «ο αρχισυμμορίτης» ή «οι συμμορίτες» και τα παρόμοια. Περιττό να πούμε πώς διαμορφώθηκε αυτή η αντίληψη στο δικτατορικό καθεστώς, το οποίο ουδόλως διέρρηξε τις σχέσεις του με την Γιουγκοσλαβία [ μπροστά στη διεθνή απομόνωσή του] διατηρώντας τη συμφωνία της σιωπής από τη μια και από την άλλη προωθώντας παρασκηνιακές απόπειρες υιοθέτησης μέτρων για την «ελληνοποίηση των Μακεδόνων μας». Ο Καλπαδάκης δεν αναφέρεται μεν συγκεκριμένα σ’ αυτά τα «μέτρα» αλλά το πλαίσιο μέσα στο οποίο τα τοποθετεί και το περιεχόμενο των απόρρητων εγγράφων που δημοσιοποιεί μας αφήνει το περιθώριο να τα φανταστούμε! Εν κατακλείδει, σύμφωνα πάντα με τον συγγραφέα, «Η φαινομενικά αντιφατική πρόσληψη του μακεδονικού ως ενός «παθητικά ενεργού» ζητήματος συνιστά προιόν της πολιτικής της «σιωπής», απότοκο της έλλειψης πολιτικού σθένους των ελληνικών ηγεσιών να αναμετρηθούν με τις «ανακλαστικές αντιδράσεις» της εγχώριας κοινής γνώμης σε μια περίοδο κατά την οποία ο συμμαχικός παράγοντας επέτασσε τη διατήρηση καλών διμερών σχέσεων με τη Γιουγκοσλαβία. Στις παρυφές του υπηρεσιακού ρεαλισμού η πολιτική αυτή αναπόφευκτα γέννησε σειρά ακραίων και εξόχως παραπλανητικών αντιλήψεων για το μακεδονικό, όπως η αντίληψη περί Σλαβομακεδόνων ως «επαγγελματιών Νοτιοσλάβων» και «εντεταλμένων οργάνων του Βελιγραδίου».
Στο μεταξύ, σύμφωνα και με τα έγγραφα που παραθέτει ο Καλπαδάκης τις δεκαετίες της «σιωπής» από ελληνικής πλευράς – και ιδιαίτερα το διάστημα 1967-1974- όταν η δικτατορία προσπαθούσε στα διεθνή φόρα να αποδείξει την «δημοκρατικότητά» της- η ΣΔΜ αντιθέτως προέβαινε σε μια συνεχή, επίμονη και πολύπλευρη πολιτιστική καμπάνια προκειμένου να επηρεάσει τη διεθνή κοινή γνώμη μέσα από τη διεθνή ακαδημαική κοινότητα, για τον ..αρχαιόθεν μακεδονισμό της. Με την μεταπολίτευση, την ομαλοποίηση των δημοκρατικών θεσμών, τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ και τη σταδιακή εγκατάλειψη από την επίσημη διπλωματική και ένδουπηρεσιακή γλώσσα μετεμφυλιακών όρων, θα περίμενε κανείς να διαφοροποιηθεί και η επίσημη αντιμετώπιση του μακεδονικού, να σπάσει δηλαδή η συμφωνία της σιωπής. Ωστόσο η εμφάνιση του φαντάσματος περί μειονοτικού αλυτρωτισμού, μετά τη Τελική Πράξη του Ελσίνσκι [1975] όπου, για πρώτη φορά, είχε τεθεί το ζήτημα των μειονοτήτων, φρέναρε την τότε Κυβέρνηση. Εξάλλου σύμφωνα με τον Κων. Καραμανλή οι προτεραιότητες της χώρας ήταν το Κυπριακό, η ένταξή μας στην Ευρωπαική Ένωση και οι σχέσεις καλής γειτονίας με την Γιουγκοσλαβία. Από τις πληροφορίες που παραθέτει ο Καλαπαδάκης φαίνεται ότι ο Σερραίος πολιτικός ενδιαφερόταν για το ζήτημα αλλά δευτερευόντως. Βέβαια με πρωτοβουλία του δόθηκε βάρος στην πολιτιστική ανάδειξη των ελληνικών καταβολών της αρχαίας Μακεδονίας [π.χ ανασκαφές Βεργίνας κλ.π], ωστόσο η ευρύτερη κοινή γνώμη εξακολουθούσε να αγνοεί όλες τις παραμέτρους και την εξέλιξη του μακεδονικού. Μάλιστα, το 1978, σε επίσημη επίσκεψη του Γιουγκοσλάβου Υπουργού Εξωτερικών από ελληνικής πλευράς είχε ειπωθεί ότι η Αθήνα δεν επιθυμούσε την ανακίνηση του μακεδονικού και ότι « αναγνώριζε την ύπαρξη του Κράτους της Δημοκρατίας της Μακεδονίας ως μια Ομόσπονδη Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας» και άρα ως εσωτερική υπόθεση της Γιουγκοσλαβίας και όχι της Ελλάδας. [!].
Εν μέσω αυτής της σκόπιμης ή και αναγκαστικής «θολούρας» εμφανίστηκε ένα νέο, καυτό ζήτημα, το οποίο δεν έγινε ευρέως γνωστό παρά μόνον στις ενδιαφερόμενες πλευρές και σε κάποιες περιοχές της ελληνικής Μακεδονίας, κυρίως της δυτικής. Εκείνο του επαναπατρισμού των σλαβόφωνων κατοίκων που είχαν καταφύγει ως πολιτικοί πρόσφυγες στη Σ.Δ.Μ. μετά το τέλος του Εμφυλίου. Η επίσημη Πολιτεία, [και της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ λίγο αργότερα] μπλεγμένη μέσα στα δίχτυα του στρουθοκαμηλισμού που, επί δεκαετίες, είχε επιδείξει στο μακεδονικό, αντέδρασε αμήχανα, φοβικά , και προπαντός αμυντικά, αποκλείοντας πολλές χιλιάδες γηραιών πλέον σλαβοφώνων από τον επαναπατρισμό τους στις γενέτειρές τους, χωρίς να εξετάσει τις πιεστικότατες εμφυλιοπολεμικές και μετεμφυλιοπολεμικές συνθήκες κάτω από τις οποίες αυτοί, εξαναγκαζόμενοι σε κάποιες περιπτώσεις, είχαν δηλώσει το γένος «Μακεδόνες». Ακόμα και η γιουγκοσλαβική πίεση περί «μακεδονικής μειονότητας»στην ελληνική Μακεδονία, δεν δικαιολογεί, κατά την ταπεινή μου άποψη, μια τέτοια κατάφωρη αδικία. Διότι το αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθεί έκτοτε , στη μερίδα αυτή των σλαβομακεδόνων και στους απογόνους τους, ένας υπέρμετρος εθνικιστικός μακεδονισμός, ένας βαθύς αλυτρωτισμός και μια έντονη εχθρότητα προς την Ελλάδα, που σήμερα εναρμονίζεται με τον εθνικιστικό παροξυσμό της Κυβέρνησης Γκρούεφσκι.
1992-1994: «ΛΑΙΚΗ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ» ΚΑΙ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΗΤΤΑ
Η μεταψυχροπολεμική εποχή με την ραγδαία κατάρρευση των σοσιαλιστικών καθεστώτων, και την σταδιακή ανεξαρτητοποίηση των ομόσπονδων κρατιδίων της Γιουγκοσλαβίας βρίσκει την ελληνική διπλωματία εν υπνώσει όσον αφορά το μακεδονικό. Με την ανακήρυξη όμως της ανεξαρτησίας της Σ.Δ.Μ ως νέας κρατικής οντότητας με την ονομασία «Δημοκρατία της Μακεδονίας», το 1991, το σκηνικό αλλάζει άρδην. Ο Γιάννης Καλπαδάκης δίνει ιδιαίτερο βάρος σ αυτό το σκηνικό το φωτιζει ποικιλοτρόπως βασιζόμενος σε επίσημα διπλωματικά έγγραφα, σε καταγεγραμμένες συνομιλίες μεταξύ των υποστηρικτών μιας ρεαλιστικής πολιτικά και άρα αποτελεσματικής αντιμετώπισης του θέματος [π.χ Μητσοτάκης, Παπακωνσταντίνου] και των υποστηρικτών μιας μαξιμαλιστικής [βλέπε κοντόφθαλμης εθνικιστικής] πολιτικής εδραζομένης όχι στα εθνικά συμφέροντα αλλά στα «εθνικά δίκαια» με κύριο φορέα τον τότε Υπουργό Εξωτερικών και νυν Πρωθυπουργό της χώρας, Α. Σαμαρά. Δίπλα σ αυτές τις διαφορετικές πολιτικές, ο Καλπαδάκης εντάσσει και την ονομαζόμενη από τον ίδιο «λαική διπλωματία» τουτέστιν όλες εκείνες τις μαζικές παράφορες διαδηλώσεις που έπαιξαν ρόλο κλειδί στις τελικές καταστρεπτικές αποφάσεις. Ο συγγραφέας μέσα από μια διεξοδικότατη έρευνα ξεδιπλώνει ολόκληρο το φάσμα των διοργανωτών και των συμμετεχόντων στα συλλαλητήρια καταρρίπτοντας και μια άλλη εδραιωμένη πεποίθηση ότι όλα τα νήματα κινούσαν αποκλειστικά οι Εκκλησιαστικές Αρχές της Θεσσαλονίκης. Ο Καλπαδάκης στέκεται ιδιαίτερα στις απόψεις και τον ρόλο που έπαιξε ο Α. Σαμαράς, στη θλιβερή τελικά διπλωματική ήττα που υπέστη η χώρα τόσο αρχικά όσο και τελικά με την μη αποδοχή του « πακέτου Πινέιρο». O ρόλος του Α. Σαμαρά, ως Υπουργού Εξωτερικών το 1991, ξεκινάει με τρόπο εντελώς αντίθετο με όσα θα διακηρύττει διακαώς λίγο αργότερα. Όπως αποκαλύπτει ο συγγραφέας, στο συμβούλιο Υπουργών Εξωτερικών στις Βρυξέλλες, στις 2 Δεκεμβρίου 1991 ο κ. Σαμαράς παρόλο που ήταν παρών στη σχετική συζήτηση δεν εμπόδισε τον υφιστάμενό του Υφυπουργό Εξωτερικών να υπογράψει ευρωπαικό κανονισμό που αναφερόταν στη «Δημοκρατία της Μακεδονίας». Ο Καλπαδάκης χαρακτηρίζει αδύναμη την κριτική που προέβαλλε ο Α. Σαμαράς, όταν ρωτήθηκε σχετικά, ότι δηλαδή έπραξε έτσι επειδή έως τότε το θέμα από ελληνικής πλευράς τελούσε εν υπνώσει…Κι όταν λίγες μέρες αργότερα η γειτονική χώρα θα ανεξαρτητοποιείτο και στις 16 Δεκεμβρίου 1991 η Ευρωπαική Ένωση, θα έθετε την αναγνώρισή της υπό διαπραγμάτευση και με όρους που ευνοούσαν την ελληνική πλευρά ακόμα και αναφορικά με την ονομασία της, ο τότε Υπουργός Εξωτερικών θα ενδυθεί την στολή του…μακεδονομάχου, την οποία, έχω την βάσιμη υποψία, ότι εξακολουθεί να κρύβει στη ντουλάπα του έως σήμερα. Αντίθετα, εξαιρετικά ρεαλιστική προσέγγιση του καυτού πλέον αυτού ζητήματος είχε ο τότε Πρωθυπουργός Κων. Μητσοτάκης. Όπως επισημαίνει ο Γ. Καλπαδάκης « …η διάσταση απόψεων μεταξύ του Μητσοτάκη και του Σαμαρά δεν μπορεί να αποδοθεί σε επιμέρους η συγκυριακές διαφοροποιήσεις στην πολιτική τους για το μακεδονικό. Θα πρέπει να ερμηνευθεί υπό το φως της διάστασης ανάμεσα στην κοσμοθεώρηση που εδράζεται στα «εθνικά συμφέροντα» και σ’ εκείνη που βασίζεται στην ιδέα της κεντρικότητας των «εθνικών δικαίων»….». Μάλιστα ο Σαμαράς ήταν πεπεισμένος ότι οι εταίροι μας θα επείθοντο με το επιχείρημα του ογκώδους συλλαλητήριου στη Θεσσαλονίκη κομίζοντας τους και σχετικές φωτογραφίες! Άλλωστε σε μια μεταγενέστερη συνάντησή του με τον Μητσοτάκη παραλλήλισε τον εαυτό του ως…Δον Κιχώτη.
Και στο σημείο αυτό αρχίζει να εμφανίζεται και μάλιστα στον πιο ακραίο βαθμό ό,τι ο Γ.Κ ονομάζει «λαική διπλωματία»- δηλαδή τα πολυπληθή συλλαλλητήρια και οι πάσης φύσεως παρόμοιες πιέσεις-, η οποία συναντάει και διαπλέκεται με τις μαξιμαλιστικές ιδέες του Σαμαρά και των περί αυτού, και τελικά φρενάρει ακόμα και τις ψυχραιμότερες και ρεαλιστικότερες πολιτικές αντιμετώπισης του μακεδονικού στη νέα του εκδοχή.
Οι πληροφορίες που φέρνει στο φως η ευρύτατη έρευνα του Καλπαδάκη είναι αποκαλυπτικές του πώς ξεκίνησαν , πώς οργανώθηκαν και πώς έφτασαν σ’ ένα απύθμενο ξέσπασμα πανεθνικής μαζικής παραφοράς αυτά τα συλλαλητήρια και προπαντός εκείνο της Θεσσαλονίκης. Ωστόσο, θα πρέπει να παρατηρήσω ότι αν όλες τις προηγούμενες δεκαετίες δεν υπήρχε αυτό το εσκεμμένο πέπλο σιωπής, αν αντίθετα υπήρχε μια σχετική έστω ενημέρωση σχετικά με την ύπαρξη του ομόσπονδου γιουγκοσλαβικού μεν κρατιδίου, το οποίο όμως επί 47 συναπτά έτη έφερε το γνωστό και …επάρατο όνομα, χωρίς ελληνικές αντιδράσεις, αν η ελληνική κοινή γνώμη γνώριζε τις πολλαπλές διπλωματικές, πολιτικές, πολιτιστικές και ιστορικές δυσκολίες που προκαλούσε αυτό το ζήτημα και πόσο λεπτούς χειρισμούς απαιτούσε , έχω την εντύπωση ότι δεν θα αιφνιδιαζόταν τόσο πολύ με την ξαφνική συνειδητοποίηση της ανεξάρτητης κρατικής πλέον οντότητας της πρώην γιουγκοσλαβικής δημοκρατίας της Μακεδονίας» και δεν θα αντιδρούσε με όρους εθνικιστικής υστερίας. Διότι η «ξαφνική» ανακήρυξη της γειτονικής χώρας ξεκάθαρα πλέον ως «Δημοκρατία της Μακεδονίας», πυροδότησε στο συλλογικό μας υποσυνείδητο και έφερε στην επιφάνεια όλα τα εμφυλιακά και μετεμφυλιακά στερεότυπα, όλες τις καλλιεργημένες φοβίες για τους επίφοβους βόρειους γείτονές μας που θα απειλήσουν την εθνική μας οντότητα και κυριαρχία και όλα τα αμυντικά ανακλαστικά μας. Δεν είναι τυχαίο ότι το κυρίαρχο σύνθημα στο μαζικότατο συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης «Η Μακεδονία είναι ελληνική» εκλαμβανόταν από τους ξένους παρατηρητές με την εντελώς αντίθετη σημασία την οποία οι διαδηλωτές του έδιναν. Ό,τι δηλαδή η Ελλάδα απειλούσε να… προσαρτήσει την γειτονική χώρα! Μ’ άλλα λόγια, ο πλήρης παραλογισμός. Το ποιος κέρδιζε με όλα αυτά και με πολλές άλλες παρόμοιες ελληνικές αντιδράσεις στο εξωτερικό, είναι περιττό να ειπωθεί. Πάντως όχι η Ελλάδα. Στο χορό σύντομα μπήκαν και οι Έλληνες της ομογένειας δυσκολεύοντας ακόμη περισσότερο την επίσημη ελληνική διπλωματία.
Ο βασικός διοργανωτής του συλλαλητηρίου της Θεσσαλονίκης, στις 14 Φεβρουαρίου 1992, υπήρξε η ονομαζόμενη Μακεδονική Επιτροπή, η οποία κατόρθωσε να συσπειρώσει ένα ευρύ φάσμα Θεσσαλονικέων, από επιχειρηματίες, δημοσιογράφους, μέλη της αυτοδιοίκησης και άλλα σημαίνοντα πρόσωπα της βόρειας Ελλάδας. Γύρω από αυτήν συμπτύχθηκαν οργανώσεις και φορείς της πόλης αλλά και άλλων βορειοελλαδικών πόλεων . Στο Δήμο Θεσσαλονίκης μάλιστα συγκροτήθηκε «Επιτροπή Εθνικών Θεμάτων» με διακομματική συμμετοχή. Σταδιακά μπήκε στο χορό και η Εκκλησία οργανώνοντας κινητοποιήσεις σε διάφορες βορειοελλαδικές πόλεις. Την ημέρα του συλλαλητηρίου στη Θεσσαλονίκη δεκάδες σχολεία της Αττικής πραγματοποίησαν εκδηλώσεις συμπαράστασης για την «ελληνικότητα της Μακεδονίας», δημοτικές μπάντες …παιάνιζαν στους δρόμους των 13 πρωτευουσών των μακεδονικών νομών ενώ, για πρώτη φορά συμμετείχε σε τέτοιου είδους εκδηλώσεις και η Ιερή Επιστασία του Αγίου Όρους!
Οι αναλυτικότατες πληροφορίες που μας δίνει ο Γ. Καλπαδάκης καταλαμβάνουν αρκετές σελίδες του βιβλίου του και εικονογραφούν το κλίμα και την εκτός ελέγχου ατμόσφαιρα. Τι γινόταν εκείνες τις ημέρες στην Κυβέρνηση, την ίδια ώρα που η μία μετά την άλλη χώρες αναγνώριζαν το νέο κράτος ως «Δημοκρατία της Μακεδονίας»; Αποκαλυπτικός και πάλι ο συγγραφέας εμμέσως πλην σαφώς επιρρίπτει τις ευθύνες της τελικής διπλωματικής μας πανωλεθρίας στις μαξιμαλιστικές εθνικιστικές απόψεις που επικράτησαν, στην υποχώρηση των ψυχραιμότερων φωνών εξαιτίας των ασφυκτικών πιέσεων των λαικών κινητοποιήσεων και στη συνθηκολόγηση τους μπροστά στο φόβο μιας κυβερνητικής ανατροπής. Καταλυτικό ρόλο έπαιξε ο Α. Σαμαράς. Ο Μιλτιάδης Έβερτ μάλιστα αν και ανήκε στην μαξιμαλιστική πτέρυγα, τον Μάρτιο του 1992 εκτιμούσε ότι «το δημόσιο αίσθημα που εκμεταλλεύτηκε ο Σαμαράς ήταν το προιόν ενός φαύλου κύκλου: οι πολιτικοί βοήθησαν να δημιουργηθεί ένα κλίμα ακραίου εθνικισμού και τώρα το κοινό ωθεί τους πολιτικούς να πάνε ακόμη παραπέρα απ’ ό,τι οι ίδιοι θα ήθελαν για τη Μακεδονία».
Το βιβλίο του Γ. Καλπαδάκη κλείνει με ένα Παράρτημα όπου παρατίθεται, από τα ελληνικά πρακτικά, ολόκληρη η συνομιλία Αβέρωφ-Πόποβιτς που κατέληξε στην περίφημη «Συμφωνία κυριών» το 1962 περί μη υπάρξεως μακεδονικου ζητήματος. Γενικότερα όμως το βιβλίο του νεαρού πολιτικού επιστήμονα είναι από κάθε άποψη εξαιρετικό και κυρίως απολύτως διαφωτιστικό. Βασίζεται σε αρχειακό υλικό, σε διπλωματικά έγγραφα, στον Τύπο της εποχής και σε μια πλειάδα πηγών. Ο πρόλογος είναι του Θάνου Βερέμη.