Της Έλενας Χουζούρη.
Ο Χρήστος Τσιάμης ζει από τα φοιτητικά του χρόνια έως σήμερα στη Νέα Υόρκη. Από το 1979 όμως επικοινωνεί με την χώρα-πατρίδα που άφησε πίσω του μέσω της ποιητικής γλώσσας –γράφει πάντα στην ελληνική- και των ποιητικών συλλογών του- τέσσερεις τον αριθμό- οι οποίες εκδίδονται από ελληνικούς εκδοτικούς οίκους. Πρόσφατα κυκλοφόρησε η πέμπτη ποιητική του συλλογή- στην οποία φιλοξενεί και πεζά του κείμενα- με τον τίτλο «Μαγικό Μανχάταν» (Εκδ Μελάνι). Ο Τσιάμης ηλικιακά ανήκει στην λεγόμενη «Γενιά του 70» χωρίς ωστόσο να έχει οργανική σχέση μ’ αυτήν, έχοντας αναπτύξει ένα δικό του ύφος και δημιουργήσει ένα εντελώς προσωπικό ποιητικό τοπίο το οποίο κυρίως επηρεάζεται από εικόνες και βιώματα της δεύτερης πατρίδας του. Εξαίρεση αποτελεί το βιβλίο του «Μακρινός περίπατος στην Πάτρα» [2007], μια ποιητική περιπλάνηση στην γενέτειρα Πάτρα της παιδικής και εφηβικής ηλικίας του ποιητή. Τόσο όμως ο «Μακρινός περίπατος στην Πάτρα» όσο και το «Μαγικό Μανχάταν» έχουν ως κοινό άξονα το βίωμα και την πόλη μέσα στην οποία αυτό αναδημιουργείται και χρόνια μετά αναδύεται, μέσω της μνήμης ως μια λογοτεχνική συνθήκη, ποιητική στην περίπτωση του Χρ. Τσιάμη. Άλλωστε, η πόλη είναι ο χώρος όπου συντελείται η λειτουργία της μνήμης, αφού, σύμφωνα με τον Gaston Bachelard, χωρίς τον συγκεκριμένο χώρο, ο χρόνος δεν έχει που να κατοικήσει, πού να βιωθεί. Με άλλα δηλαδή λόγια, η πόλη λειτουργεί ως μια δεξαμενή των αναμνήσεών μας. Ο «χαμένος χρόνος» μας ξανακερδίζεται μέσα στους χώρους της, αφού οι χώροι αυτοί είναι γεμάτοι από τις σκιές και τα φαντάσματα του παρελθόντος μας. Καθώς μάλιστα περνούν τα χρόνια μέσα από τα βιώματά μας, εγκαινιάζεται ένα είδος συνομιλία με την πόλη η οποία στην πιο έντονη μορφή της μπορεί να εγκαθιδρύσει μέσα μας μια εντελώς προσωπική μυθολογία για την πόλη, που δεν είναι παρά η μυθολογία για την ίδια μας τη ζωή. Το εξαιρετικά δημιουργικό αυτό μείγμα στην ευτυχέστερη μορφή του μπορεί να μεταμορφωθεί σε λογοτεχνία. Στην περίπτωση των δύο βιβλίων του Χρ. Τσιάμη έχουμε ακριβώς αυτό το φαινόμενο. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι το στίγμα της πόλης εμφανίζεται ήδη στους τίτλους των δύο βιβλίων προιδεάζοντας τον αναγνώστη για τον πρωταγωνιστικό της ρόλο. Ειδικότερα στην τελευταία ποιητική συλλογή του Τσιάμη, πρωταγωνιστεί όχι ολόκληρη η Νέα Υόρκη αλλά η κατ εξοχήν εμβληματική περιοχή της, το Μανχάταν. Του οποίου, επί πλέον, προσδίδεται, από τον ποιητή, η ιδιότητα του «μαγικού», δηλαδή ενός χώρου που συναρπάζει, που γοητεύει, που έχει όλες τις προυποθέσεις να λειτουργήσει μυθοποιητικά, και από τον Μύθο να μετουσιωθεί σε λογοτεχνία, να γίνει πόλη της λογοτεχνίας. Αναμφισβήτητα η Νέα Υόρκη, και κυρίως η καρδιά της, δηλαδή το Μανχάταν, έχει περάσει στη δικαιοδοσία της λογοτεχνίας και της τέχνης γενικότερα [βλέπε κινηματογράφος, μουσική, εικαστικές τέχνες]. Είναι μια πόλη με πρωταγωνιστικό ρόλο σε λογοτεχνικά κείμενα [ποίηση, πεζογραφία], σε ταινίες, σε θεατρικά και μουσικά έργα. Στην περίπτωση της τελευταίας συλλογής του Τσιάμη, η Νέα Υόρκη, το Μανχάταν, εμφανίζεται ωσάν βιογράφος του ποιητή, με την έννοια ότι οι χώροι της λειτουργούν ως κάτοπτρα των χρόνων μέσα στους οποίους ακούμπησε τα βιώματά του από την στιγμή που νεαρός φοιτητής έφτασε σ αυτήν έως την κομβική, για την πόλη, ημέρα της 11ης Σεπτεμβρίου. Η πόλη μάλιστα του επιφυλάσσει μια θαυμαστή –μαγική σχεδόν- έκπληξη από την πρώτη στιγμή που θα πατήσει το πόδι του στο φοιτητικό του δωμάτιο του πανεπιστημίου Κολούμπια, «Τζων Τζέι», έχοντας ήδη μαζί του τα πρώτα ποιητικά του σχεδιάσματα. Στο ίδιο δωμάτιο είχε μείνει ο Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, φτασμένος πια ποιητής εκείνος, όταν είχε έρθει στη Νέα Υόρκη, δεκαετίες πριν τον νεαρό εκκολαπτόμενο Έλληνα ποιητή. Αλλά σε αντίθεση με τον δεύτερο «ο Λόρκα ήρθε στο Μανχάταν/ Πήρε κι έδωσε, αλλά δεν έμεινε». Σε αντίθεση με τον νεαρό ποιητή που θα αφήσει το βίωμά του να δεθεί αρμονικά με την ιστορία και την πορεία της πόλης, ο «Φεδερίκο ήρθε, είδε, μα δεν έμεινε/ κάποιο υπόγειο ρεύμα τον παράσερνε» «Ο Χάτσον κι ο Ανατολικός, τα δυο ποτάμια,/ του θύμιζαν ένα άλλο δίδυμο στη Γρανάδα», «Ήρθε, μα ήταν φευγάτος ο Λόρκα./Παρέμεινε ξένη ετούτη η γλώσσα».
Στη συνέχεια η πόλη ανοίγει γενναιόδωρα για να δεχθεί τα ποικίλα βιώματα του ποιητή, να πάρει διάφορες μορφές ανάλογα με αυτά τα βιώματα, να αποκτήσει πολλά πρόσωπα. Πότε ερωτική: «ένα ζευγάρι νύχτα Ιούλη του εξήντα οχτώ/ απλώνεται ερωτικά στο ίδιο μέρος ακριβώς». Πότε άγουρη και αθώα «Η πρώτη νύχτα: μόνος με τη βαλίτσα ακόμη κλειστή/ σ’ ένα γυμνό δωμάτιο στου Κολούμπια το Τζον Τζέι», πότε μητρική και ανοιχτή «Μας ενδιαφέρουν μόνο τα/ κορμιά της που τα στροβιλίζουν/ μυριάδες άνεμοι, προέλευσης/ του νου και της ψυχής τους», πότε σκληρή, απειλητική έτοιμη για τις όποιες συναλλαγές, σε χρήμα κυρίως «Η δύναμη χτυπάει με βρόντο τη γροθιά της/ στο μακρόστενο το νησί καταμεσής/ -όγκο από σίδερο και από γρανίτη βαρείς./ Ο κύβος ερρίφθη, με το χρώμα εκείνο το γκρι/ που αφομοιώνει απ’ τον δριμύ ουρανό της πόλης,/ και μας φοβερίζει, έτσι με ανέκφραστη την όψη». Μια πόλη του μόχθου αλλά και της έκπληξης, της δημιουργίας και της τόλμης, γεμάτη αντιθέσεις που οδηγούν στη γόνιμη σύνθεση : «Στην πόλη που το πρωί τρώει τα παιδιά της/ και τα ξερνάει αποβραδίς στα μπαρ της/ να πιούν το γάλα της σαν δυναμίτη/ κι ύστερα σον κόρφο της να τα κοιμίσει», σ αυτήν την πόλη «παραφυλάει στη γωνία/ η έκπληξη και παρακάτω η τόλμη γυμνή» διότι «η φαντασία εδώ δεν έχει μόνιμη διεύθυνση/ Είτε απ’ τις επάλξεις του πλούτου σκοπεύει/ είτε μες στις μεταβαλλόμενες γειτονιές χαζεύει,/ αέναα υπονομεύει τους κανόνες του παιχνιδιού./ Αυτό και μόνο μου είναι αρκετό/ για να τον θεωρώ δικό μου τον τόπο αυτό.» Μια πόλη πολύβουη, πολύχρωμη, με πολλαπλούς διαδρόμους απογειώσεων για τις «όμορφες πτήσεις των ανθρώπινων σχεδίων», μα πάνω απ’ όλα η Νέα Υόρκη μεταμορφώνεται, μέσα από την ποίηση του Χρ. Τσιάμη, σε μια μεγάλη αγκαλιά στην οποία βρίσκουν όλοι μια γωνιά για να συνυπάρξουν, ανεξαρτήτων χρώματος, εθνικότητας, φυλής, θρησκεύματος. «Η πόλη βρίσκει την εσωτερική της ισορροπία εκεί όπου δένει σ ένα συνεχές πλέγμα ο βίος του καθενός και η φαντασία/. Του καλλιτέχνη, του εργάτη, του εμπόρου, του εγκληματία, του αδίστακτου επιχειρηματία, του ντόπιου, του μετανάστη».
Η ματιά του Τσιάμη καθώς διαχέεται σ όλα τα πρόσωπα της πόλης στην οποία ζει από τα φοιτητικά του χρόνια έως σήμερα είναι αγαπητική, σχεδόν λατρευτική, κάποτε δοξαστική. Ελάχιστες φορές είναι νοσταλγική ως προς την πατρίδα που άφησε πίσω του. Σε ολόκληρο το βιβλίο μόνον σε δύο ποιήματα εμφανίζονται σταγόνες νόστου. Στο ποίημα «Δείπνος στο Μανχάταν με τυρί Τυρνάβου» και στο «Η Αστόρια της Ιστορίας» με υποσημείωση «Των Ελλήνων». Όμως και πάλι, παρά το ότι στο πρώτο ποίημα αναρωτιέται στο τέλος «Μήπως στρίψαμε λάθος;» στο δεύτερο βάζει μια τελεσίδικη τελεία στο όποιο νοσταλγικό συναίσθημα «Μας χωρίζει ένας ωκεανός/ από τη μια, κι από την άλλη επίσης,/ τη μεριά των πέντε γεφυρών/ που τις περνάμε κάθε πρωί για το ψωμί/. Όποιος τις διαβεί με το νου δε γυρίζει.».
Αν το πρώτο μέρος του βιβλίου –χωρίζεται σε τέσσερα μέρη- η πόλη μιλάει μέσα από τους δρόμους, τις πλατείες, τα σταυροδρόμια της, τα μπαρ, όπου έχει πραγματωθεί και το βίωμα του ποιητή, στο τέταρτο μέρος μιλάει μέσα από τους ανθρώπους της που την κατοικούν και που συναντούν τον ποιητή. Σ’ αυτά τα ποιήματα που φιλοξενούνται κάτω από τον υπότιτλο «Όταν φιλώ τον ουρανό» ο ποιητής αγγίζει το τραύμα της πόλης μετά τις 11 Σεπτεμβρίου 2001. Δεν μένει όμως σ αυτό, απαγκιστρώνεται και καταφέρνει να προσδώσει στην πόλη μια τελική δοξαστική, ερωτική χροιά , συνομιλώντας μάλιστα με τον Διονύσιο Σολωμό: «κόκαλο το κοκαλάκι , απ’ τα κόκαλα βγαλμένη, να μια νέα μορφή/ που κανένας θρησκόληπτος σατράπης δεν είναι ικανός να φανταστεί/ Η αγάπη μας για περιπέτεια έχει γεννηθεί σ’ αυτή τη πόλη τη μαγική».
Στα δύο ενδιάμεσα μέρη του βιβλίου του, κυρίως στο δεύτερο με τον υπότιτλο «Εκδρομή δωματίου», ο ποιητής επιχειρεί να ανοίξει την ποιητική φόρμα και να αναμετρηθεί με μεγαλύτερες αφηγηματικές επιφάνειες με έντονο πάντα το ποιητικό άρωμα και την υποδόρια ποιητική ατμόσφαιρα. Να σημειωθεί εδώ ότι και τα ποιήματα του Τσιάμη έχουν αφηγηματική δομή, με κυρίαρχο στοιχείο τους την καλά διαρθρωμένη εικονοποιία. Στα μικρής έκτασης πεζά του η πόλη δίνει και πάλι το παρόν αλλά μέσα από τις συνήθειες των ανθρώπων της και κυρίως των κύκλων των διανοουμένων της. Το απέριττο και απογυμνωμένο από καλολογικά στοιχεία ύφος αυτών των πεζών, η αποσπασματικότητά τους, η ευθυβολία τους αλλά και η έκπληξη που κρύβουν, παραπέμπουν σε κινηματογραφικά στιγμιότυπα της κοσμικής ζωής της νεουρκέζικης διανόησης, τύπου Ώλτμαν και Γούντυ Άλεν. Εξάλλου ο τίτλος είναι σαφής. Ο αφηγητής-ποιητής επιχειρεί μια «εκδρομή δωματίου», όπου παρακολουθεί πληκτικές και δήθεν συγκεντρώσεις, συναντά τον Νόρμαν Μέιλερ, τον Ρόμπερτ Ώλτμαν, αλλά και τους «αταίριαστους του Μανχάταν», τον Νίκο Σπάνια και τον Νικόλα Κάλας. Ξεχωρίζει σ αυτήν την ενότητα, η «συνομιλία» ενός νεαρού ποιητή[προσωπείο του Τσιάμη σε νεαρή ηλικία] με τον σπουδαίο Χιλιανό ομότεχνό του Νικάνορ Πάρα στη Νέα Υόρκη βέβαια. Μια συνομιλία που κατατίθεται σε τρείς διαφορετικές φόρμες. Μικρό πεζό, μια μορφή διαλόγου, ποίημα με έντονη αφηγηματική δομή. Εκτός από την ποίηση, κοινό στοιχείο μεταξύ των δύο ποιητών, η ξενότητα αλλά και οι εκπλήξεις που τους περιμένουν στη πόλη της Νέας Υόρκης.
Στο τρίτο μέρος του βιβλίου του Τσιάμη με υπότιτλο «Στο νησί πεζή», με τη μορφή μικρών πεζών επίσης που όμως φλερτάρουν εντονότερα με την ποίηση από όσο εκείνα του δεύτερου μέρους, η ματιά του ποιητή αναδεικνύει τύπους του Μανχάταν, τους οποίους συναντά καθώς περπατά και προφανώς τον εντυπωσιάζουν. Ο «φθίνων καουμπόης», ψηλός, λεπτός, με μαύρο κολλητό μπλουτζίν, μπότες με τακούνι και κιθάρα κρεμασμένη χιαστί, ο κύριος με το μαύρο παλτό και το λευκό κολάρο, κι ο άλλος με τα σαντάλια, ο «προπομπός» με το τηλέφωνο στο αυτί, η φιγούρα του υπερορθόδοξου και άτεγκτου Εβραίου, ο καθένας δεν αντιπροσωπεύει παρά τα πολλά πρόσωπα και προσωπεία του «μαγικού Μανχάταν» έτσι όπως τα βίωσε και τα βιώνει ένας Έλληνας ποιητής , για να δημιουργήσει την προσωπική του ποιητική της πόλης και της ζωής του μέσα σ’ αυτήν.