Μία διαφορετική ιστορία; (της Χρυσούλας Γούναρη)

0
620

 

της Χρυσούλας Γούναρη.

Η σημερινή ανάρτηση  προέκυψε όταν, πριν λίγες ημέρες, βγήκα στη λαϊκή και παραλίγο να σκοντάψω – μία νεαρή τσιγγάνα είχε “παρκάρει” τον μικρό της πάγκο με τα σκόρδα κάθετα στον δρόμο, και μπροστά από έναν άλλο κανονικό πάγκο, αφήνοντας έτσι ελάχιστο χώρο για να περάσουν οι πεζοί. Ήμουν έτοιμη να πω κάτι ανάλογο της περίστασης αλλά το πρόσωπό της με σταμάτησε. Θα το έλεγα ανέκφραστο εάν δεν έβλεπα στα μάτια της το συναίσθημα εκείνο που σε κάνει να μαζεύεις τους ώμους φοβισμένα και να μην ξέρεις που να σταθείς. Η κοπέλα, που πρέπει να ήταν γύρω στα 15, προσπάθησε με φανερή αμηχανία, έως συστολή, να μετακινήσει τον τροχήλατο πάγκο της για να μη με εμποδίζει, αλλά την πρόλαβα: προσποιήθηκα ότι με δυσκόλευαν οι σακούλες που κρατούσα και της έδειξα με τρόπο πως μπορούσε να βάλει τον πάγκο της ώστε να μην εμποδίζει κανέναν. Μετά απομακρύνθηκα σκεπτόμενη την Ελπίδα.

Η μικρή πρωταγωνίστρια του “Ο κόσμος βαριέται να διαβάζει θλιβερές ιστορίες” (Κέδρος, 2014) είναι ένα πιτσιρίκι που ζει σε έναν καταυλισμό των Ρομά στα Τρίκαλα –για την ακρίβεια, στα περίχωρα της πόλης-κάπου στην δεκαετία του ’80 και με όλη την αφέλεια και την φούρια των παιδικών της χρόνων εξιστορεί την ζωή εκεί -τους γάμους, τα πανηγύρια, την  καθημερινή γύρα για λεφτά και ψωμί, την επικοινωνία και την συμβίωση με τους μπαλαμό –όπως λέγονται στην γλώσσα των Ρομά οι λευκοί καθώς και την ένθερμη προσπάθεια των τσιγγάνων να μορφωθούν όταν το κράτος  ιδρύει στον καταυλισμό  ένα σχολείο για τα μικρά παιδιά.  Παρ’ όλη την αισιοδοξία, τίποτα  δεν είναι τόσο εύκολο για την Ελπίδα όσο το παρουσιάζει γιατί, όπως όλα τα παιδιά, έχει την ενστικτώδη οξύνοια να αντιλαμβάνεται την διαφορετικότητα της φυλής της και όσα αυτό επιφέρει, δηλαδή ρατσισμό και περιθωριοποίηση. Δεν μπορεί όμως να το εξηγήσει με την λογική της ηλικίας της, ούτε και να το δεχτεί. Γι’ αυτό βρίσκει καταφύγιο στις διάφορες ιστορίες που σκαρφίζεται για να ανατρέψει τις δυσάρεστες καταστάσεις που βιώνει – η δύναμη της παιδικής φαντασίας είναι αρκετά ικανή σ’ αυτό.

Το μυθιστόρημα ετούτο πρωτοεκδόθηκε το 1986 και, όπως και τότε, αποτελείται από δύο μέρη. Το πρώτο είναι οι ιστορίες της Ελπίδας – ένας μονόλογος  που ζωντανεύει τις σκέψεις, τις συμπεριφορές και τα όνειρα  της μικρής και της οικογένειάς της. Το δεύτερο, ένα χρονικό της συγγραφής του βιβλίου – η Μαρούλα Κλιάφα καταθέτει ένα δημοσιογραφικό ρεπορτάζ με φωτογραφίες και σχόλια για την αφορμή  να ασχοληθεί με τους Ρομά,  την διαδικασία συλλογής του υλικού της καθώς επίσης και τα διάφορα κείμενα και άρθρα στα οποία βασίστηκε για να γράψει το συγκεκριμένο βιβλίο, το οποίο σημειωτέον απευθύνεται τόσο σε αναγνώστες νεαρής ηλικίας όσο και σε ενήλικες.  Η συγγραφέας χρησιμοποιεί ιδιωματική γλώσσα χωρίς αυτό να  αλλοιώνει τον απλό αφηγηματικό ιστό του μυθιστορήματος και αναπαριστά με ρεαλιστική πιστότητα το κλειστό περιβάλλον του καταυλισμού καθώς και την αφοπλιστική αφέλεια και τις προσδοκίες του μικρού κοριτσιού.

Καταφέρνει, επίσης, δύο ακόμη πολύ σημαντικά πράγματα- να υπερασπιστεί, δίχως συναισθηματισμούς κι εξιδανικεύσεις, το δικαίωμα των Ρομά στην μόρφωση και την εργασία.  Και να καταστήσει προφανείς τις δυσκολίες ένταξης των τσιγγάνων και τους αναποτελεσματικούς χειρισμούς με τους οποίους αντιμετωπίζουμε το ζήτημά τους. Ενδεικτικές είναι οι επίσημες πληροφορίες για τους καταυλισμούς των Ρομά στην Ελλάδα που δίνονται στο δισέλιδο παράρτημα που έχει προστεθεί στην τωρινή επανέκδοση του βιβλίου, και οι οποίες βασίζονται σε στοιχεία μελετών κι ερευνών που δημοσιεύτηκαν στο ημερήσιο Τύπο (Καθημερινή, 23.10.2013).

Με τις γενικές συνθήκες διαβίωσης να φθίνουν και τις διάφορες μειονότητες (με ή χωρίς εισαγωγικά) να υφίστανται επανειλημμένα προκατειλημμένες έως βίαιες συμπεριφορές, η θλιβερή ιστορία της Ελπίδας και της Μαρούλας Κλιάφα  εγείρει εύλογα ερωτήματα για τα ανθρώπινα δικαιώματα και την επιβίωση σήμερα.  Μια λογοτεχνία που αφυπνίζει.

 

Μικρή βιβλιογραφία

Ελένη Κατσαμά, Σαν τα χελιδόνια, εκδ. Πατάκη

Φίλιππος Μανδηλαράς, Ο μεγάλος ίσκιος και οι Τσιγγάνοι, εκδ. Πατάκη (εξαντλ.)

Μπερτράν Σολέ, Η τσιγγάνικη φλογέρα, εκδ. Καστανιώτη

Πίτσα Σωτήρακου, Το φουστάνι της Κλεοπάτρας, εκδ. Πατάκη (εξαντλ.)

(συλλογικό) Παραμύθια των τσιγγάνων, εκδ. Γαβριηλίδης

(συλλογικό) Από το στόμα στο χαρτί, εκδ. Βουλή των Ελλήνων

 

Προηγούμενο άρθροΥπήρξε κάποτε μια άλλη Γαλλία (του Γιάννη Ν.Μπασκόζου)
Επόμενο άρθροΠοιος γράφει (την) ιστορία; (του Σπύρου Κακουριώτη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ