Της Νίκης Τρουλλινού.
‘’Εκείνο που μπορεί ίσως να προσφέρω εγώ, είναι η συγκίνηση
που δοκίμασα σ’ αυτά τα μέρη. Κι αυτή, σα μια μποτίλια στη
θάλασσα… ‘’
Γεώργιος Σεφέρης, Ιούλιος 1950, Καππαδοκία.
Ο Αργαίος. Θυμωμένος, ξέρασε φωτιά και λάβα, μαλακό πουρί και βασάλτη κι όλα τα σκέπασε. Εκεί, στη γη που πολύ αργότερα πρώτοι οι Πέρσες θα ονομάσουν Katpatukya, ( γη των όμορφων αλόγων). Κατέβαινε ο άνεμος από τις στέπες της Ανατολίας, το χιόνι, το νερό. Η τύχη σμίλεψε την πέτρα . Κι ύστερα ήρθαν οι άνθρωποι. Η ανάγκη λάξευσε στον πωρόλιθο τις πολιτείες τους, τους τάφους, τις εκκλησιές τους. Ο Αργαίος, το σβησμένο ηφαίστειο, στέκει πάντα πάνω από την Καισάρεια με τις αλαφρές καμπύλες του και την ψιλή κορφή του. Και η Καππαδοκία ολάκερη, στις κοιλάδες και τα βαθιά της φαράγγια, τις πόλεις και τα χωριά της, σου χαρίζει εικόνες του παραμυθιού. ‘’Αλαφροΐσκιωτο τοπίο’’, σημειώνει ο Γ. Σεφέρης το 1950, μισός αιώνας και κάτι, είσαι εδώ, και η άνοιξη να φανερώνει το πρόσωπο της.
Πέτρα και ηφαιστειακή γη. Κι από τις δυο μεριές του Κιζίλ Ιρμάκ, το κόκκινο πλατύ ποτάμι, το αυτοκίνητο διασχίζει πάνω κάτω την Καππαδοκία, αλωνίζει τούτο το ιδιότυπο τρίγωνο στην καρδιά των υψιπέδων της Ανατολίας, περνά τον Άλυ από τα παλιά γεφύρια στο Άβανος και πάλι πίσω. Λες μέσα σου, δεν μπορεί, θα συνηθίσω, μα εδώ τίποτα δεν συνηθίζεται. Οι βράχοι, τα μονόλιθα: ‘’Κάθε είδος αιχμής, το δόντι, το καρφί, η σφήνα, η λίμα, το πριόνι, το μαχαίρι, σε υπερφυσικά μεγέθη, τσακισμένα, σπασμένα, ανάκατα, πετρωμένα, ένα ανεκδιήγητο εδαφικό κουρέλιασμα, φυτεμένο σε μονόπετρα κάθε μορφής …με χρώματα που άλλαζαν από ρεματιά σε ρεματιά, άλλοτε άσπρα, άλλοτε τριανταφυλλιά ή αλαφρά πράσινα.’’( Γ. Σεφέρης.)
Ναι, χιλιάδες διαφορετικές μορφές και σχήματα, απόκοσμα μανιτάρια όρθια στον άνεμο, καμήλες καθιστές να ξεκουράζονται, ένα λιοντάρι, ένα πουλί, ένα παιδικό αλογάκι. Γυροφέρνεις την πέτρα, από την άλλη πλευρά την βλέπεις διαφορετική. Το λιοντάρι, πάει, έγινε πουλί και το μανιτάρι, σκυμμένο κεφάλι γυναίκας με καπέλο. Ένας πάπας που διαβάζει γονατιστός με τα χέρια σε στάση προσευχής. Γυναίκες ψηλόλιγνες σε περιμένουν στη στροφή του δρόμου για το Ουτσχισάρ. Η άλλη, κόρη του Μοντιλιάνι, μακριά μέλη απλωμένα στο βράχο, ξεχωρίζεις το στήθος, την κοιλιά, τους γλουτούς, το εφηβαίο – η καταγωγή του κόσμου. Λιάζεται, αιώνες τώρα, βρέχεται, κρυώνει, σε προκαλεί να την ερωτευτείς. Τσαλακωμένα μυτερά καλυμμαύκια μοναχών προχωρούν για τον όρθρο. Βράχοι νεραϊδοκαμινάδες, σε ποιο παραμύθι έχω χαθεί; Βράχοι ‘’σαν αδειανή μελισσοφωλιά’’ γέμισαν περιστέρια. Βράχοι χιλιοτρύπητοι, ξεκουφισμένοι που έγιναν σπίτια : η Οσιάνα, ή Προκόπι, ή Urgup. Σηκώνεις τα μάτια από τους βράχους, οι λόφοι σκεπασμένοι ηφαιστειακή γη. Κι ακόμα ένα θαύμα : φυτεμένοι αμπέλια χαμηλά, σέρνονται σχεδόν, σαν τα δικά μας τα σαντορινιά, κλαδεμένα, έτοιμα να δεχτούν τον καινούργιο καρπό, να δώσουν κρασί δυνατό, μπρούσκο. Δίπλα οι βερικοκιές, οι αμυγδαλιές, οι φιστικιές. Και η κορομηλιά πήρε να δένει τον καρπό της. Εκατοντάδες δένδρα παντού, ανθισμένα μέσα στο Μάρτη, ροδαλά και ήρεμα, κι ας έχει ακόμα χιόνι λίγα μέτρα πιο ψηλά ο Αργαίος και ο αδελφός του, ο Πασά-μπάγ. Κι αν οι πάγκοι στο υπαίθριο παζάρι με τις λογής πραμάτειες – φερμένες σίγουρα από την Κίνα και την Ταϊβάν – σε θυμώνουν, αρκεί να σηκώσεις τα μάτια στην ανθισμένη δαμασκηνιά πάνω από το κεφάλι του μικροπωλητή που σε παζαρεύει για μια πάνινη κούκλα, από τα δικά τους χέρια ετούτη, κι όλα τα ξεχνάς. Αγοράζεις χωρίς να παζαρέψεις, οι Καππαδόκισσες φτιάχνουν πολύχρωμες πάνινες κούκλες που μυρίζουν σπιτίσιο νυχτέρι, αγοράζεις αισθήσεις και χειρονομίες, χρώμα και μνήμη.
Τα χρώματα ασημένια, ρόδινα, χρυσαφιά, μαβιά. Ξημέρωμα Σαββάτου, καθώς το αερόστατο ανεβαίνει ψηλά, ( το διαβατήριο στην τσέπη, όνομα και γέννηση, μη τα ξεχάσετε στο μνήμα μου) πάνω από την κοιλάδα του Κόραμα βγάζει κεφάλι ο ήλιος, παίζει με τα λίγα σύννεφα και ο αϊτός πετά τρομαγμένος. Το βράδυ πάνω από το Urgup το νιο φεγγάρι σου μοιάζει φέτα πεπονιού, μα κάνεις λάθος. ‘’Σαν ένα θρύψαλο του βράχου που το τίναξε στον ουρανό το καλέμι’’ σου ψιθυρίζει ο Σεφέρης – εκείνος ξέρει.
Στο Περίστρεμμα, τριακόσια ογδόντα σκαλοπάτια σε φέρνουν στο ποτάμι. Γύρω του, φίδι υγρό που, λες, περιστρέφεται γύρω από τον άξονα του, τα βράχια λαξευμένα με εκκλησιές και κελιά μοναχών που κάποτε έζησαν και ζωγράφισαν και ιστόρησαν την Πίστη τους, Εδώ οι ζωγραφιές έχουν μια δροσιά, έναν αυθορμητισμό, μακριά από την αίσθηση του ακαδημαϊσμού που αποπνέουν τα βυζαντινά μοναστήρια. Εδώ ο μάστορας ζωγραφίζει λαϊκότροπα, ξεφεύγει από τους κανόνες, εδώ δεν τους χάλασε ο λογιοτατισμός, κατά πως λέει ο Σεφέρης. Και η γλώσσα που γράφουν πάνω στους τοίχους των μοναστηριών, έκπληξη ξανά. Αγνοούν την καλοσιδερωμένη γλώσσα των βυζαντινών. Η ορθογραφία των μοναχών αγιογράφων είναι φωνητική, πάει να πει, γεμάτη ορθογραφικά λάθη. ‘’ο πορφητης Σολομον’’ γράφει στην εκκλησιά του Υάκινθου ο μάστορας, ‘’κυριε βοιθι τον μαΪστορα’’ προσεύχεται άλλος στην εκκλησιά του Tokali. Σκέφτομαι τα λόγια του Σεφέρη : <<Το γλωσσικό τους αίσθημα φανερά δημοτικό. Απορεί κανείς που δεν βρέθηκαν λογιότατοι σ’ αυτά τα μέρη>>. Τσακώνεις τον εαυτό σου να χαμογελά : οι λογιότατοι δεν θα έσκαβαν τις εκκλησιές με τα χέρια τους στο χώμα και τη στάχτη του ηφαιστείου. Δύσκολα θα μοχθούσαν στο σκοτάδι των βράχων να ιστορίσουν με το χρώμα τα Άγια, δεν θα βολεύονταν στην κακοτράχαλη ζωή της πέτρας και τα στήθη τους μάλλον θα απέφευγαν να τα προτάξουν στις επιδρομές των αλλοφύλων. Οι λογιότατοι είχαν ήδη προτιμήσει τις τιμές και δόξες, τις διαμάχες και τις ίντριγκες, την καμαρίλα της Βασιλεύουσας Πόλης.
Δυο αγόρια μαυροτσούκαλα τρέχουν από ξένο σε ξένο και φωτογραφίζονται. ‘’Μελέκ’’ θα πει άγγελος, σου δείχνουν πάνω στους τοίχους, στην εκκλησιά του Σ( ζ )ουμπουλού. Λίγο το μπαξίσι, λίγο το γέλιο, παρέα, μελέκ από δω, μελέκ από κει, πώς να τους πεις, πως η εκκλησιά είναι η εκκλησιά του ζουμπουλιού, του υάκινθου, πώς να τους πεις για τις λέξεις που σας ενώνουν. Γράφουν πάνω στο βιβλίο την αντρέσσα τους, ξέρουν γράμματα, πήραν ποτέ το φάκελό με την φωτογραφία τους, άραγε;
Και στο Κόραμα, στην εκκλησιά του Φιδιού: τι να σκεφτείς για τον άγιο Ονούφριο; Γυμνός, μισός άνδρας με τα γένια αξύριστα, μισός γυναίκα με τα μαστάρια να κρέμονται, με το γεννητικό του μόριο σκεπασμένο από έναν μεγάλο, πριονωτό κάκτο. Ναι, κάκτο. Και πότε; Αρκετούς αιώνες πριν τον Φρόιντ. Σκύβεις το κεφάλι, αυτό μόνο.
Ήθελα τόσο πολύ να βρεθώ στη Σκοτεινή Εκκλησιά μόνη, ολομόναχη, χωρίς τη φλυαρία των τουριστών, χωρίς τα επιφωνήματα του θαυμασμού, ήθελα τη σιωπή στο ημίφως, πώς να τα καταφέρω; Παραμόνευα εδώ και ώρα. Ήξερα πως κάπου ανάμεσα στις έντεκα και δώδεκα οι φύλακες θα κάνουν κολατσιό και κρατούν άδεια τα μνημεία. Τους είδα, με την τελευταία έξοδο των ξένων, ν’ ανοίγουν το χαρτί, λαδόκολλα ή μπαγιάτικη εφημερίδα, ν’ απλώνουν το προσφάι τους και ξέγνοιαστοι να το ρίχνουνε στο μεζέ, παστουρμάς και πώς να μην τον αναγνωρίσεις; Κρατάω τον Σεφέρη ανά χείρας, ANADOLU, Gunluk 1948 – 1950, Kapadokya, Kaya Manastirlarinda uc gun, έκδοση του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου στην Ελλάδα, δίγλωσση, η μετάφραση στα τούρκικα, Γκιουλσούν Αξού Αϊβαλί. Στέκομαι με αφέλεια, τάχα μου, μπροστά στο αυτοσχέδιο κουβούκλιο που μαζεύουν τα εισιτήρια, κι επιστρατεύω την νοηματική γλώσσα και τα δάχτυλα πιάνουν δουλειά. Θέλετε γιατί βαρέθηκαν να πουν όχι, θέλετε γιατί λυπήθηκαν μια κωφάλαλη, θέλετε γιατί τους κολάκεψε η τούρκικη μετάφραση, το χέρι του όρθιου φύλακα έδειξε, ‘’πήγαινε’’. Και τρέχοντας, μη μετανιώσει, αρπάζομαι από την κουπαστή της σιδερένιας σκαλίτσας.
Η σιωπή στους χώρους που ο άνθρωπος μεγαλούργησε με το χρωστήρα ή το καλέμι του, είναι πάνω σου το ίδιο το βλέμμα του μάστορα, των μαστόρων, να σε παρακολουθούν, να χαίρονται μαζί σου, ν’ αλαφροπερπατούν δίπλα σου, να περιμένουν τη λάμψη στη ματιά σου… Και τώρα εδώ, μ’ αγκάλιαζε η υγρασία, το ημίφως έφτιαχνε απαλές σκιές όλο και πιο απαλές καθώς προχωρούσα στο βάθος, θα μπορούσα ν’ ακούσω θεσπέσιες ψαλμωδίες, η άπιστη εγώ, ήμουνα ελεύθερη να τρομάξω από την δύναμη της πίστης. Αυτή, πίστη που σκοτώνει, ρημάζει, απογοητεύει, αυτή, που στο διάβα της δεν αφήνει τίποτα όρθιο, η βεβαιότητα, η αδυναμία να θέτουμε ερωτήματα, ο φόβος μπροστά στη μοναξιά της αμφισβήτησης, η απόρριψη του δεδομένου. Εδώ, η πίστη έγινε πείσμα, επιμονή και υπομονή, αγάπη για το χρώμα μέσα στο σκοτάδι, γιατί, πέστε μου, πως ζωγράφισε ο μάστορας; Ποιες ανεμόσκαλες τον κρατούσαν ψηλά; Πόσα κεριά και φανάρια αναμμένα τον φώτιζαν; Πόσες μέρες και νύχτες έμεινε μέσα στο σκοτάδι; Πως έφτιαχνε τα χρώματά του, χρώματα από ρίζες φυτών, φλούδια καρπών, φύλλα δέντρων, υλικά της γης. Ποια πνοή του έδινε κουράγιο να προχωρά; Και πως όλα ετούτα έγιναν Τέχνη; Πώς να σταθείς μπροστά στην Προδοσία, στην Σκοτεινή εκκλησιά; Τα μάτια του προδότη Ιούδα σε ακολουθούν όπου και να κοιτάξεις. Πώς να προχωρά, άραγε, ο Μύθος κι η Ιστορία χωρίς προδότες… Και κείνη η Γέννηση; Ο λαϊκός ζωγράφος έφτιαξε το κατσικάκι να χοροπηδά μπροστά στη φάτνη, και σαν είδε πως ο χώρος του πέφτει μικρός, αδιαφόρησε για τους κανόνες της αγιογραφίας, ξέφυγε από το πλαϊνό τόξο του ναού και σκαρφάλωσε στην καμάρα της οροφής από το πλάι• εκεί έβαλε τους μάγους και τ’ αστέρια του. Το μικρό κατσίκι, δικιά του συντροφιά, πολυτιμότερο γι’ αυτόν και τον χρωστήρα του από τους Μάγους και τα μαλάματα.
Τα ονόματα των εκκλησιών από μόνα τους φτιάχνουν Ποίηση : η Κρυμμένη εκκλησιά, η Σκοτεινή, η εκκλησιά της Μηλιάς και των Σανδαλιών, των Σπαθιών και των Στεφάνων, του Φιδιού και του Υάκινθου. Τόσο κοντά στη Φύση, πόσο κοντά στο δικό τους άναρχο, συνάναρχο Θεό.
Κι ύστερα, γκιούλ θα πει τριαντάφυλλο, και Μουράτ σημαίνει επιθυμία. Ένα ποτήρι δροσερό αϊράν, η γάτα γλείφεται μπροστά στο υπαίθριο καφενείο. Λιακάδα. Με παίζεις και με παίρνεις στο τάβλι, Μάρτης, να το θυμάσαι.
[…] Της Νίκης Τρουλλινού. ‘’Εκείνο που μπορεί ίσως να προσφέρω εγώ, είναι η συγκίνηση που δοκίμασα σ’ αυτά τα μέρη. Κι αυτή, σα μια […]