του Γιώργου Τσάμπρα (*)
Μια συνολική αποτίμηση του έργου του Μάνου Ελευθερίου από ένα κείμενο του Επιλόγου (2015)
Τα τραγούδια 1964 – 2014
Όσο διαβάζεις συνεντεύξεις του, τόσο ανακαλύπτεις σκέψεις και εμπειρίες που θέλεις να συμπεριλάβεις σ’ αυτό το αφιέρωμα – έστω κι αν δεν θα πεις κάτι καινούργιο. Όσο διαβάζεις το έργο του, τόσο νοιώθεις ότι μέσα του κρύβονται πράγματα που ποτέ δεν φανερώθηκαν. Από την πρώτη του συλλογή, τον «Συνοικισμό», με ποιήματα γραμμένα ανάμεσα στα 1954 και τα 1962… Μυθιστορήματα, διηγήματα, ποιητικές συλλογές, θεατρικές προσπάθειες, καταγραφές με υλικό αρχείου για «Το θέατρο στην Ερμούπολη», για τη Σύρο γενικότερα, αλλά και για την Αθήνα ή το Χαλάνδρι όπου κυρίως έζησε… Κι ακόμα παιδικά βιβλία, φωτογραφικά λευκώματα, κείμενα για τα τραγούδια. Και, βέβαια, κάπου 500 στίχοι για τραγούδια. 417 από αυτά, αν μέτρησα σωστά, επέλεξε να καταγραφούν στην έκδοση «Τα λόγια και τα χρόνια», ενώ – όπως σημειώνει – απέρριψε ο ίδιος κάπου 30, γιατί «ήταν αδύνατον να σταθούν οπουδήποτε» και άλλα τόσα γιατί «ήταν αδύνατον να ανακαλύψει τον δίσκο στον οποίο κυκλοφόρησαν ή ακόμα και αντίγραφο των στίχων».
Παρότι η γλώσσα των αριθμών μάλλον δεν ενδείκνυται για τα τραγούδια, κάποτε και μόνον μέσα απ’ αυτήν βγαίνουν χρήσιμα στοιχεία και συμπεράσματα. Εντάξει… Το «ειδικό βάρος» ή η σημασία ενός «κύκλου τραγουδιών», ή ακόμα και ενός και μόνο τραγουδιού μπορεί να είναι πολλαπλάσιο σε σχέση με τραγούδια που γράφονται κάποια στιγμή για να συμπληρωθούν δίσκοι ή να διεκπεραιωθούν συνεργασίες. Η φυσιογνωμία όμως κι αυτών των δεύτερων τραγουδιών, κάτι λέει για την εποχή τους ή για τους συντελεστές τους. Είναι κάποιες φράσεις ή ακόμα και κάποιες λέξεις, που τοποθετούν αυτά τα τραγούδια σε άλλη βάση απ’ αυτήν για την οποία προορίζονταν. Ακούς από το στόμα της Πέγκυς Ζήνα ή της Καίτης Γαρμπή λέξεις ή και ολόκληρους στίχους, που νοιώθεις ότι ανήκουν σε άλλο κόσμο…
Εντάξει, οι ολοκληρωμένες δουλειές του στη δισκογραφία ανήκουν κυρίως στη δεκαετία του ‘70. Αυτή είναι και αριθμητικά η πιο δημιουργική δεκαετία του στο τραγούδι. Βέβαια, είναι πολλά και τα τραγούδια που έχουν γραφτεί σε άλλη εποχή απ’ αυτή που εκδόθηκαν τελικά. Με αφετηρία τη συνεργασία με τον Θεοδωράκη, η οποία ξεκίνησε πριν την δικτατορία, για να καρποφορήσει δισκογραφικά στην Ελλάδα μετά τη μεταπολίτευση. Αλλά και πέρα από αυτήν… Ο ίδιος αναφέρει ότι υπάρχουν στίχοι του που έδωσε σε συνθέτες και εκδόθηκαν μελοποιημένοι ακόμα και… 25 χρόνια μετά τη γραφή τους. Κάποιες φορές, δεν έμαθε και ο ίδιος, αν και πότε εκδόθηκαν… Κάπως έτσι, φαντάζομαι, κάποια από τα πρώτα του τραγούδια με τον Βασίλη Δημητρίου, που ηχογραφήθηκαν στα πρώτα χρόνια του ’70 και εκδόθηκαν στα χρόνια του… 2000, δεν περιλήφθηκαν στην έκδοση με τους στίχους του.
Προφανώς, δεν ήταν δύσκολος στο να δίνει στίχους του. Σε κάθε κατεύθυνση… Βέβαια, οι δίσκοι που έχουν ολόκληροι δικούς του στίχους είναι μόλις 12. Σε άλλους 7 υπογράφει τον μεγαλύτερο αριθμό τραγουδιών. Αλλά οι συνθέτες, οι οποίοι έχουν μελοποιήσει τα τραγούδια που διάλεξε να περιληφθούν στον τόμο «Τα λόγια και τα χρόνια», είναι συνολικά 62. Και οι τραγουδιστές που τον τραγούδησαν… 107.
Τα τελευταία χρόνια έγινε πιο φανερή από ποτέ η διάθεσή του να προσεγγίσει νέα πρόσωπα και να γράψει πιο απελευθερωμένα, ίσως και πιο σύγχρονα. Οι λέξεις, τα θέματα και ο τρόπος του εξακολουθούν να λειτουργούν σε μεγάλο βαθμό κάπως σαν νυστέρι, που αποκαλύπτει την πίκρα και την ειρωνεία καθημερινών ηττημένων ανθρώπων. Περισσότερο υποδόρια, και πιο σπάνια φανερά… Αυτό, παρ’ όλο το πέρασμα του χρόνου και την ευρύτερη δημοσιότητα, που ξεκίνησε από την ώρα που κέρδισε τη φήμη και κάποια βραβεία, με αφετηρία το μυθιστόρημα «Ο καιρός των χρυσανθέμων». Όμως, είναι έτσι κι αλλιώς δεδομένο, ότι η δισκογραφία δεν έχει πια την αίγλη που είχε άλλοτε. Δεν ξέρω αν είναι μόνο αυτός ο λόγος που η δυναμική που έχουν ο «Άγιος Φεβρουάριος», η «Θητεία», «Τα λαϊκά», τα «Τροπάρια για φονιάδες» ή κάποια σκόρπια τραγούδια που έγραψε με τον Θεοδωράκη, τον Μαρκόπουλο, τον Κουγιουμτζή, τον Σπανό και άλλους, λειτουργεί πάντα καταλυτικά. Στις μνήμες των παλιών αλλά και στο αίσθημα των νεότερων…
Τα χρόνια του ’60 και του ’70: οι βασικοί συνθέτες – συνεργάτες
Μπορεί το πρώτο τραγούδι με στίχους του Μάνου Ελευθερίου να εκδόθηκε το 1964 με μουσική του Χρήστου Λεοντή και ερμηνεύτρια την – άγνωστη, στη συνέχεια – Έφη Παναγιώτου, όμως τελικά το τραγούδι δεν ακούστηκε ιδιαίτερα τότε (και μάλιστα στην πρώτη του εκτέλεση). Η συνεργασία με τον Λεοντή δεν είχε ιδιαίτερη συνέχεια – 5 τραγούδια τους θα εκδοθούν όλα κι όλα στα χρόνια 1964 – 1981 και στα υπόλοιπα χρόνια της δεκαετίας του ’60 θα εκδοθεί μόλις… 1 ακόμα τραγούδι με στίχους του, που κι αυτό θα περάσει απαρατήρητο («Η νύχτα γέρνει στα μαλλιά σου» με μουσική Κώστα Μυλωνά και τραγουδιστή τον Τέρη Χρυσό). Στίχοι του, βέβαια, θα φτάσουν πριν τη δικτατορία στον Μίκη Θεοδωράκη – οι πρώτοι όμως απ’ αυτούς θα εκδοθούν για πρώτη φορά στο εξωτερικό (1971, «Τα λαϊκά»). Το πρώτο τραγούδι με στίχους του Μάνου Ελευθερίου που θα κάνει ιδιαίτερη αίσθηση στην Ελλάδα, θα είναι το «Μη χτυπάς ένα σπίτι κλειστό» με μουσική του Λουκιανού Κηλαηδόνη. Το τραγουδά ο – επίσης πρωτοεμφανιζόμενος – Μανώλης Μητσιάς, στον πρώτο δίσκο του Κηλαηδόνη, την «Πόλη μας», όπου μάλιστα… δεν αναφέρεται το όνομα του στιχουργού, καθώς η βασική στιχουργός Κωστούλα Μητροπούλου δεν δέχεται να υπάρχει άλλο όνομα πέρα από το δικό της και του συνθέτη. Ελευθερίου και Κηλαηδόνης θα κάνουν ιδιωτικό συμφωνητικό και το τραγούδι θα το υπογράψει ο στιχουργός του μόνο σε δισκάκι 45 στροφών – που ακόμα τότε, βέβαια, είναι ο βασικός φορέας έκδοσης των τραγουδιών. Κι ύστερα θα ‘ρθει ο «Άγιος Φεβρουάριος» με τον Δήμο Μούτση. Σύμφωνα με μαρτυρίες του Ελευθερίου τα τραγούδια γράφτηκαν στο διάστημα 1968-1970 «στα πλαίσια μιας γενικότερης ενασχόλησης–έρευνας για υλικό (καρτ ποστάλς, φωτογραφίες, κείμενα) που αφορά τη Σμύρνη, αλλά και διαβασμάτων γύρω από τη ζωή του Ελληνισμού στη Μικρά Ασία και τη Μικρασιατική καταστροφή». Ωστόσο – για να χρησιμοποιήσουμε μια ακόμα φράση του ποιητή από προσχέδιο σημειώματος, που τελικά δεν τυπώθηκε στην πρώτη έκδοση του δίσκου – «Αυτά τα τραγούδια δεν είναι η ιστορία της Σμύρνης. Αναφέρονται σε κάτι οριστικά χαμένο – σαν τη Σμύρνη». Η γνώριμη και στα κατοπινά χρόνια «μεταφορά» βιωμάτων και σκέψεων της καθημερινότητας, με το «άλλοθι» της ιστορίας. Έτσι κι αλλιώς, η λογοκρισία της δικτατορίας εξασκεί τους δημιουργούς σε «λεκτικούς γρίφους»… Από τους τριάντα περίπου στίχους που γράφτηκαν τότε, στον «Άγιο Φεβρουάριο» μελοποιήθηκαν από τον Δήμο Μούτση εννέα (κάποιοι ακόμα θα μελοποιηθούν αργότερα από τον Βασίλη Δημητρίου, στον δίσκο «Σεργιάνι στον παράδεισο», ενώ στίχοι από την εποχή εκείνη θα κυκλοφορήσουν μελοποιημένοι από τον Ηλία Ανδριόπουλο στους «Αργοναύτες» τού 1998). Και τελικά, μια αφορμή από την επικαιρότητα θα συμβάλει στην ευρύτερη αποδοχή του δίσκου… Ο στίχος που λέει «Ο χάρος βγήκε παγανιά» θα χρησιμοποιηθεί από τον τύπο, με αφορμή την υπόθεση Κοεμτζή… Τα περισσότερα τραγούδια θα γίνουν περισσότερο γνωστά μέσα απ’ τα χρόνια – με τις φωνές βέβαια του Δημήτρη Μητροπάνου και της Πετρής Σαλπέα. Η συνεργασία με τον Δήμο Μούτση θα ολοκληρωθεί τότε με λίγα ακόμα τραγούδια που θα πει η Βίκυ Μοσχολιού στα χρόνια 1972-73 και, αμέσως μετά τη μεταπολίτευση, η Βασιλική Λαβίνα. Ανάμεσα σ’ αυτά το πρώτο μάλλον τραγούδι που γράφεται «εις μνήμην» τού – Συριανού – Μάρκου Βαμβακάρη, όταν εκείνος φεύγει από τη ζωή (1972, «Στους μπαξέδες και στους ταρσανάδες / ήρθες να μου κόψεις μια ζωή / κι ο βοριάς που παγώνει στις Κυκλάδες / μ’ άλλα λόγια: φτώχεια και κρασί»), αλλά κι ένα τραγούδι, που, γραμμένο στα 1970, βρίσκει θέση στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης:
Δεν έχει πια ζωή εδώ στα περιβόλια
μοιάζουν με τ’ άδεια καφενεία που με χτίκιασαν.
Δεν έχει πια ζωή εδώ στα περιβόλια.
Τη νύχτα βρέχει σκοτωμούς.
Πώς να θερίσω μουσικές
βουνά και σπίτια με δικάζουν στα πραιτώρια,
βλέπω τα δέντρα μου κι αυτά μαστιγωμένα
και τα πηγάδια μου φαρμακωμένα
και τα πουλιά μου σαν καημός
δεκαπεντασύλλαβος.
Δεν έχουν πια ζωή αυτά τα ερημονήσια
μοιάζουν με τ’ άδεια τα ξωκλήσια που ερήμωσαν.
Δεν έχουν πια ζωή αυτά τα ερημονήσια.
Τη νύχτα βρέχει σκοτωμούς.
Γι’ αυτό θ’ αφήσω εγώ αυτά τα περιβόλια,
θα βγω να πάρω τα στενά της θάλασσας
μα δεν μπορώ.
Έχει προηγηθεί βέβαια η έκδοση της «Θητείας», με μουσική του Γιάννη Μαρκόπουλου. «Τα λόγια και τα χρόνια τα χαμένα», «Μαλαματένια λόγια» και εφτά ακόμα τραγούδια, αποσπάσματα από ένα έργο που ο Ελευθερίου παραδέχεται ότι τον βασάνισε αρκετά, από την εποχή ακόμα της δολοφονίας Λαμπράκη, έχοντας για αρχικό σχέδιο τη δημιουργία μιας «όπερας». «Την τέλειωσα, αλλά δε μ’ άρεσε. Και όταν την ξαναδιάβασα μετά από χρόνια, είδα ότι το μόνο ζωντανό στοιχείο εκεί μέσα είναι τα κείμενα που αποσπάστηκαν για τον ομώνυμο δίσκο. Φυσικά έγιναν πλήθος αλλαγές, με τις απαγορεύσεις της λογοκρισίας» θα πει, μετά από χρόνια. Μετά τη «Θητεία» ο Γιάννης Μαρκόπουλος θα μελοποιήσει αρκετούς ακόμα στίχους του Μάνου Ελευθερίου. Για τελευταία φορά στα 1996, στο έργο του «Ανα-γέννηση: Κρήτη ανάμεσα σε Βενετιά και Πόλη»: «Στον χορό των Αρχαγγέλων μιαν Αποκριά / σβήσαν τα πολύφωτα κι άναψε το τίποτα / κι έτσι μπήκαν δαίμονες από μια μεριά» (Τραγούδι: Γεράσιμος Ανδρεάτος). Κορυφαία στιγμή τα «Παραπονεμένα λόγια» και τα άλλα τέσσερα τραγούδια με τον Γιώργο Νταλάρα στο «Σεργιάνι στον κόσμο» του 1979.
Τη ζωή μου μη διαβάζεις μην κοιτάς τα γράμματα
τα ‘χουν κάψει τα ‘χουν λιώσει στεναγμοί και κλάματα.
Χίλιους τόπους και γεφύρια πέρασα για να σε βρω
σαν να γέμιζα ποτήρια και χανόταν το νερό.
Βγήκες για να σεργιανίσεις στη ζωή νωρίς νωρίς
μα ήταν τύχη να μ’ αφήσεις μεσονύχτι ώρα τρεις.
Την εποχή που κυκλοφορεί η «Θητεία» κυκλοφορούν και τα πρώτα τραγούδια του Σταύρου Κουγιουμτζή με στίχους του Μάνου Ελευθερίου. Πέντε τραγούδια στον δίσκο «Μικρές πολιτείες». Έτσι ξεκινάει και η συνεργασία του με τον Γιώργο Νταλάρα, που μέσα από τα χρόνια θα αναδειχτεί ο τραγουδιστής που έχει τραγουδήσει τους περισσότερους στίχους του μέχρι σήμερα. «Του κάτω κόσμου τα πουλιά», «Τώρα που θα φύγεις», «Τα πρώτα λόγια», «Τα χρέη της καρδιάς σου» και ακόμα το «Δίψασα στην πόρτα σου», που τραγουδά στον δίσκο η Άννα Βίσση. Η συνεργασία με τον Κουγιουμτζή θα ολοκληρωθεί στα 1986, στον δίσκο «Τρελοί και άγγελοι», με το «Οι ελεύθεροι και ωραίοι» και το «Όποιος τραγουδά τον πόνο», χωρίς ποτέ να αποδώσει έναν ολόκληρο δίσκο. Συνολικά θα ηχογραφήσουν μαζί 19 τραγούδια – αρκετά για να κάνουν τη συνεργασία τους από τις πλέον καθοριστικές στη διαδρομή και των δύο. Μιλώντας χρόνια μετά (1984) ο Ελευθερίου για τον βαθμό επέμβασης των άλλων συντελεστών στο έργο του, θα διαχωρίσει σαφώς τον Κουγιουμτζή από τις κακές εμπειρίες του: «Κάποτε είναι τόσο γελοίες οι επεμβάσεις, που ξεχνάς τη δυσφορία σου και αρχίζεις το νευρικό γέλιο. Συμβαίνει ιδίως με τις επεμβάσεις των ερμηνευτών. Και ΑΥΤΟΣ είναι ο λόγος που δεν κάνουν επιτυχίες και συντηρούνται και δέκα χρόνια με ΕΝΑ τραγούδι. Έχουν κυκλοφορήσει τραγούδια μου που… μόνο το όνομά μου αναγνώρισα. Το χάρισμα όμως να διορθώνει δημιουργικά στίχους, το έχει νομίζω μόνον ο Καλδάρας. Είναι τέτοια η εφευρετικότητά του και τόση η γνώση του και το ταλέντο του, που κυριολεκτικά έμεινα ενεός. Και ο Κουγιουμτζής, επίσης… Αλλά το νυστέρι του δεν πάει τόσο βαθιά. Ίσως λυπάται…». (Σ.Σ: Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι ποτέ δεν κυκλοφόρησαν τραγούδια με στίχους Ελευθερίου και μουσική Καλδάρα).
Στα χρόνια του ’70 ξεκινούν οι πιο σταθερές συνεργασίες για τον Μάνο Ελευθερίου, με συνθέτες αλλά και τραγουδιστές με τους περισσότερους από τους οποίους θα συναντηθούν κι άλλες φορές στα κατοπινά χρόνια. Με τον Γιάννη Σπανό, τον Βασίλη Δημητρίου, τον Θάνο Μικρούτσικο και τον Ηλία Ανδριόπουλο. Η συνεργασία με τον Σπανό θα ξεκινήσει το 1968 με ένα μόνο τραγούδι («Η πληρωμή» στον δίσκο «Μια Κυριακή»), αλλά θα καρποφορήσει περισσότερο μετά τα μέσα του ’70, με αποκορύφωμα βέβαια την πασίγνωστη «Μαρκίζα» και άλλα τέσσερα τραγούδια που ηχογραφεί το 1977 η Βίκυ Μοσχολιού στον δίσκο «Η Μοσχολιού τραγουδά Σπανό». Τραγούδια τους θα τραγουδήσουν ακόμα ο Κώστας Καράλης, η Λιζέτα Νικολάου, ο Νταλάρας («Πρώτη του Δεκέμβρη»), η Τάνια Τσανακλίδου και στα νεότερα χρόνια η Ελένη Δήμου και ο Δημήτρης Μητροπάνος. Το πιο πρόσφατο τραγούδι της συνεργασίας ηχογραφήθηκε το 2001 και το τραγούδησε η Χάρις Αλεξίου. Η «Αυστραλία»:
Κι εγώ που νόμιζα πως ζεις στην Αυστραλία
και τόσα χρόνια πως γυρνούσες κάπου εκεί
από μια σύμπτωση τυχαία και γελοία
σε βρήκα δίπλα στη δική μου φυλακή.
Ποτέ δεν είχες ταξιδέψει Αυστραλία
ποτέ δεν ήθελες να φύγεις, τώρα λες.
Ήταν το πρόσχημα σε μιαν αντιζηλία
για να κρυφτείς μεσ’ τη σιωπή χωρίς να κλαις.
Κι εγώ που νόμιζα πως ήτανε δειλία
για να ξεχάσεις, ίσως και να εργαστείς,
στη μακρινή σε φανταζόμουν Αυστραλία
κι όχι δυο βήματα από μένα πως θα ζεις.
Στίχους του Μάνου Ελευθερίου έχουν κάποια από τα πρώτα τραγούδια που υπογράφει ο Βασίλης Δημητρίου στο ξεκίνημα της δεκαετίας του ’70. Μάλιστα, αρκετά από αυτά, που ηχογραφούν τότε ο Στράτος Διονυσίου και ο Μανώλης Μητσιάς, δεν θα κυκλοφορήσουν παρά στα χρόνια του… ’90 και του 2000.
Σεπτέμβρη του ’62
σε βρήκα στην Κομοτηνή,
εσύ απ’ την Αγιά Βαρβάρα
κι εγώ απ’ την Καισαριανή.
Μετά τα ούζα και τη μπύρα
το ρίξαμε στην τσικουδιά,
εσύ για τη δική σου μοίρα
κι εγώ γι’ αυτή την ξενιτειά.
Σεπτέμβρη του ’66
σε βρήκα στην οδό Αθηνάς,
δεν μου ’πες όμως ούτε λέξη,
μήτε κρυφά γιατί πονάς.
Μετά τα ούζα και τη μπύρα
το ρίξαμε στην τσικουδιά,
εσύ για τη δική σου μοίρα
κι εγώ γι’ αυτή την ξενιτειά.
Το συγκεκριμένο τραγούδι, ηχογραφημένο το 1971 με τον Στράτο Διονυσίου, δεν θα συμπεριληφθεί στον τόμο με τα τραγούδια του Ελευθερίου, ίσως και γιατί δεν ανακαλύφθηκε ότι τελικά κυκλοφόρησε ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ το… 2000. Σε κατοπινή ανατύπωση ο ίδιος το χρονολογεί ως «Τραγούδι από τη στρατιωτική μου θητεία» και το προσδιορίζει ως «Ανάμνηση από πόλη όπου ποτέ δεν πήγα, όπως δεν πήγα και ποτέ στην Κατερίνη». Ούτε λίγο ούτε πολύ, από την αφετηρία ως την τελική έκδοσή του μεσολάβησαν κάπου… 40 χρόνια (!!!). Είναι μια διαδικασία που ακολουθείται τελικά αρκετές φορές με τους στίχους του Ελευθερίου. Δεν ξέρω αν πρέπει να την αποδώσουμε στη φυσιογνωμία τους, που ξεπερνά μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή, στην «αταξία» των επιλογών του δημιουργού ή σε άλλες συγκυρίες. Ο κύριος κορμός της συνεργασίας του με τον Βασίλη Δημητρίου είναι τελικά ο δίσκος «Σεργιάνι στον παράδεισο», που κυκλοφορεί τον Οκτώβρη του 1976 με τραγουδιστές τη Σωτηρία Μπέλλου και τους νεότερους τότε Γιάννη Μπογδάνο και Έλενα Κωστή. Δίσκος με διάθεση θεματικής ενότητας, που ουσιαστικά κλείνει για τον Ελευθερίου την «περίοδο Σμύρνης», η οποία έχει ξεκινήσει σχεδόν μια δεκαετία νωρίτερα.
Ο δίσκος «Τροπάρια για φονιάδες» (1977) είναι η αφετηρία αλλά και η βασική συνεργασία του με τον Θάνο Μικρούτσικο. Ένας δίσκος με εξαιρετικά προωθημένη γραφή για την εποχή του, τόσο στον λόγο, όσο και στη μουσική και την ενορχήστρωση… Η «Ρόζα Λούξεμπουργκ», η «Δίκοπη ζωή», το «Είσαι η Πρέβεζα και το Κιλκίς», το τραγούδι για τον «Νίκο Πλουμπίδη» και τον «Κώστα Μίχο» είναι χαρακτηριστικές καταθέσεις του Μάνου Ελευθερίου απέναντι σε μια πολιτική – κοινωνική πραγματικότητα που έχει ζήσει ο ίδιος και μάλλον τραυματικά. Η φωνή της Μαρίας Δημητριάδη – είναι η γυναικεία φωνή που έχει τραγουδήσει τους περισσότερους στίχους του Μάνου Ελευθερίου – δίνει σαφώς έναν προσδιορισμό εποχής στα τραγούδια, ωστόσο κάποια από αυτά αντέχουν και λειτουργούν σε κάθε ανάλογη στιγμή. Είτε αφορούν ιστορικά «τροπάρια για φονιάδες», είτε καταγράφουν την καθημερινή μεσημεριανή αποχαύνωση μιας επαρχιακής πόλης. Η συνεργασία με τον Θάνο Μικρούτσικο, παρόλα αυτά, δεν θα έχει ιδιαίτερη συνέχεια. Ένα μόνο τραγούδι στα 1980 και άλλα τρία – τέσσερα στα νεότερα χρόνια (2002 – 2010). Ο αφιερωμένος στη μνήμη του Γιώργου Χειμωνά «Άμλετ της σελήνης», ο «Άμλετ της βροχής» και το «Δεν είμαι άλλος» με τον Χρήστο Θηβαίο, καθώς και ένα κομμάτι αφιερωμένο στους «Πρίγκιπες του τραγουδιού» που «στο πάλκο αυτό ξημέρωσαν του έρωτα τραυματίες» (τραγουδήθηκε πρώτα από τον ερμηνευτή της «δίκοπης ζωής» Γιώργο Μεράντζα, ενώ λίγο αργότερα, με διαφορετική μελοποίηση από τον Γιώργο Καζαντζή, το τραγούδησε και η Φωτεινή Βελεσιώτου).
Και ο κύκλος των συνθετών, με τους οποίους συνεργάστηκε περισσότερο ο Ελευθερίου με αφετηρία τη δεκαετία του ’70, κλείνει με τον Ηλία Ανδριόπουλο. Κάποια από τα «Γράμματα στον Μακρυγιάννη και άλλα λαϊκά» θα τους ενώσουν στα 1979, με πιο γνωστό κομμάτι το «Θα σε ξανά ‘βρω στους μπαξέδες» που τραγουδούν μαζί ο Αντώνης Καλογιάννης και η Άλκηστις Πρωτοψάλτη, θα ακολουθήσουν οι «Ξένες πόρτες» με τη Σωτηρία Μπέλλου στα 1985, αλλά και κάποια σκόρπια σε άλλους δίσκους του συνθέτη τραγούδια, μέχρι και τα 1998, αν και, όπως είπαμε ήδη, τότε κυκλοφορούν μελοποιημένοι από τον Ανδριόπουλο στίχοι γραμμένοι στο ξεκίνημα του ’70. Κατεξοχήν τραγούδια σε λαϊκές φόρμες, που σε μεγάλο βαθμό μιλάνε για «τσακισμένους», κυνηγημένους, πικραμένους ανθρώπους, που «στις ξένες πόρτες ήρθανε περαστικοί ζητιάνοι», καθώς «Τα τελευταία σήματα μιας νιότης που βιαζότανε / χαθήκανε στα βήματα ενός στρατού που ερχότανε» κι έχουν απόλυτη γνώση ότι «Την περηφάνια μας την παίζουν κάθε βράδυ και τη χορεύουν σε μεγάλα μαγαζιά / και όλοι βάζουν την καρδιά μας στο σημάδι και το μαράζι μας σε σκάρτη ζυγαριά».
64 τραγούδια με τον Μίκη Θεοδωράκη
Αλλά, βέβαια, ο συνθέτης που έχει μελοποιήσει τους συντριπτικά περισσότερους στίχους του Μάνου Ελευθερίου μέσα από τα χρόνια είναι ο Μίκης Θεοδωράκης. Μετά τα «Λαϊκά», που βαφτίζονται μάλλον βιαστικά έτσι όταν κυκλοφορούν στο εξωτερικό στα 1971, ακολουθούν οι «Αρκαδίες 2 και 3 – για τη μάνα και τους φίλους», η «Νύχτα θανάτου», κάποια από «Τα τραγούδια του αγώνα» (ανάμεσά τους το πολυακουσμένο και στα νεότερα χρόνια «Ποιος τη ζωή μου / ποιος την κυνηγά» και βέβαια το «Μήπως ζούμε σ’ άλλη χώρα;» του 1986 που κυκλοφόρησε τελικά το 1991) και τα τραγούδια για τις «Πολιτείες Γ και Δ» (1994 και 1996). Ο Μίκης Θεοδωράκης θα ηχογραφήσει συνολικά 64 στίχους του Μάνου Ελευθερίου, 15 από τους οποίους θα τους τραγουδήσει πρώτος ο ίδιος. Ο Ελευθερίου καταθέτει συγκεκριμένες και ενδιαφέρουσες μαρτυρίες για τον τρόπο που γράφτηκαν και μελοποιήθηκαν τα πιο παλιά από αυτά.
[Τους πρώτους απ’ αυτούς τους στίχους πρέπει να τους έγραψα στρατιώτης στα Γιάννενα γύρω στα 1961-62… Είναι μια εποχή που εγώ νόμιζα ότι θ’ αλλάξω τον κόσμο γράφοντας τραγούδια. Από την αρχή είχα στο νου μου αυτό που τότε ονομάστηκε «κύκλος τραγουδιών». Κι αν δεις, υπάρχει ένα κύριο θέμα στα «Λαϊκά». Είναι η μοναξιά του ανθρώπου, δοσμένη μ’ ένα περισσότερο κοινωνικό στοιχείο. Οφείλω βέβαια να ξεκαθαρίσω, ότι τότε δεν παρακολουθούσα τα κοινωνικά τραγούδια του Καζαντζίδη που κάνανε θραύση. Τα πήρα είδηση πολύ καιρό μετά… Όπως δεν πήγα ποτέ να γνωρίσω και τον Βαμβακάρη, παρ’ ότι ήταν πατριώτης μου… Η διαίσθησή μου σα να μού ‘λεγε τότε να τ’ αποφεύγω όλα αυτά. Βέβαια, κάποια απ’ αυτά τα τραγούδια έχουν ως αφορμές παλιά λαϊκά. Ας πούμε, η «Νυχτερίδα» πρέπει να γράφτηκε από μνήμη της παιδικής μου ηλικίας, όταν πρωτάκουσα στη Σύρο το τραγούδι του Μπαγιαντέρα «Τριγυρνώ σα νυχτερίδα»… Τo «Εγώ είμαι ξένος που περνά» του «Δικαστή» ξεκινά από το «Ένας διαβάτης είμαι κι εγώ». Το πρωτοείδα γραμμένο το 1954 στο καρότσι ενός πλανόδιου μανάβη στην πλατεία Χαλανδρίου, μέσα σε ανθάκια φυτεμένα σ’ ένα πρασινωπό χρώμα, χωρίς ακόμα τότε να ξέρω ότι είναι τραγούδι του Τζουανάκου. Και βέβαια το «Σ’ αυτόν τον δύσκολο καιρό» πρέπει να ‘χει καταγωγή το «Στης ακρίβειας τον καιρό». Κάποια στιγμή έδωσα αυτά τα τραγούδια στον Φώντα Λάδη, με τον οποίον ήμασταν τότε μαζί στον «Σύλλογο Φίλων Ελληνικής Μουσικής» κι αυτός τα έδωσε στον Θεοδωράκη λέγοντάς του για μένα. Τότε ο Μίκης είχε αγαθές σχέσεις με τον ΣΦΕΜ, καθώς ο σύλλογος, προσπαθώντας να δώσει μια ώθηση στη μουσική του, διοργάνωνε συναυλίες σε υπαίθριους κινηματογράφους των συνοικιών. Σε κάποιες απ’ αυτές πήγαινα κι εγώ, απαγγέλλοντας ανάμεσα στα τραγούδια. Θα πρέπει να ‘ταν λίγο καιρό πριν τη χούντα, όταν με συνάντησε στον δρόμο ο σκηνοθέτης Μιχάλης Παπανικολάου και μου έδωσε συγχαρητήρια «για κάτι ωραιότατα τραγούδια του Θεοδωράκη με στίχους δικούς μου». Λίγο αργότερα με κάλεσε στο σπίτι του στη Νέα Σμύρνη ο Θεοδωράκης και μου έπαιξε στο πιάνο κάποια απ’ αυτά. Έγινε η δικτατορία και τελικά τα τραγούδια εκδόθηκαν για πρώτη φορά στο Παρίσι υπό τον τίτλο «Λαϊκά», έναν τίτλο μάλλον αμήχανο, μια λύση ανάγκης – προφανώς – που βρήκε ο Μίκης για να βγει ο δίσκος].
Ο Μίκης Θεοδωράκης επιβεβαιώνει «ημερολογιακά» την αφετηρία του υλικού και δίνει ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες για την πορεία του μέχρι να φτάσει στη δισκογραφία: «Παράλληλα με το “Ρομανσέρο”, λίγο πριν τη χούντα, γράφω κάποια από τα τραγούδια του Μάνου Ελευθερίου. Τα περισσότερα απ’ αυτά όμως τα μελοποιώ μέσα στη χούντα. “Το τρένο” γράφτηκε ένα απόγευμα που έκανε πολύ ζέστη, καθώς είχα έρθει από το Βραχάτι στη Νέα Σμύρνη… Τα υπόλοιπα γράφτηκαν στο διάστημα που είμαι υπό επιτήρησιν στο Βραχάτι κι είχαν για πρώτους ακροατές τον περιβολάρη μου και τα δυο μου σκυλιά, τον Λούπο και τη Μαντουβάλα. Υπάρχει μάλιστα μια αστεία ιστορία… Θυμάμαι, στα δυο σκυλιά άρεσε πολύ το πιάνο, και μάλιστα ορισμένα ακόρντα. Όταν έπαιζα μι ματζόρε, δεν ερχόταν κανένα μέσα. Όταν έπαιζα φα ματζόρε έρχονταν, ξαπλώνανε και παίρνανε ένα ύφος σαν να ακούγανε… Έτσι, τα πιο πολλά τραγούδια τα έγραψα σε φα ματζόρε, προκειμένου να έρχονται τα σκυλιά κοντά μου». Θα ακολουθήσει η εξορία του συνθέτη στη Ζάτουνα της Αρκαδίας. Ο ίδιος υπογραμμίζει ότι ο Μάνος Ελευθερίου ήταν από τους ελάχιστους συνεργάτες του που εκείνη την περίοδο διακινδύνευαν να του στέλνουν στίχους τους για μελοποίηση.
Ο Ελευθερίου καταθέτει και πάλι τις δικές του μνήμες: [Το πρώτο από τα τραγούδια που αποτέλεσαν την «Αρκαδία 2», το «Ο άνεμος γέννησε τη νύχτα», είχε μπει σαν «μότο» στη δεύτερη συλλογή διηγημάτων που εξέδωσα το 1964. Βλέποντάς το μάλιστα ο ποιητής Τάκης Σινόπουλος με προέτρεψε να ασχοληθώ αποκλειστικά με τα ποιήματα. Μέχρι τότε είχα βγάλει μόνο τα τραγούδια με τον Λεοντή και τον Μυλωνά. Αν δεις, τα περισσότερα από τα τραγούδια της «Αρκαδίας 2» είναι γραμμένα σ’ ένα στυλ μπαλάντας. Ήθελα πολύ τότε να ακολουθήσω τη γραφή της μπαλάντας του Φρανσουά Βιγιόν. Χωρίς να ακολουθώ δηλαδή ένα θέμα ιστορικά, να υπάρχει ωστόσο σ’ ολόκληρο το ποίημα μια ιστορία. Καθώς τα συγκεκριμένα τραγούδια γράφτηκαν κάτω από την πίεση της επιβολής της δικτατορίας, ήθελα να δώσω το στίγμα της εποχής εκείνης. Ο καλύτερος τρόπος να καταγγείλεις αυτά τα πράγματα είναι, βέβαια, να τα λες καθαρά. Τότε, όμως, δεν θα εκδίδονταν. Έπρεπε να βρω τρόπους να τα γράψω «ποιητικά». Τα ποιητικά ξεσπάσματα καλύπτουν εκείνα που κρύβουμε… Τα τραγούδια δεν προορίζονταν αρχικά για τον Μίκη Θεοδωράκη, ο οποίος τότε είχε χαθεί κυνηγημένος. Υπολόγιζα να βρω έναν νέο συνθέτη και να βρούμε τρόπο να τα βγάλουμε στις εταιρίες. Τότε, βλακωδώς, πίστευα ότι οι εταιρίες… θα κάνουν αντίσταση με τα τραγούδια τα δικά μας!!! Τα έγραφα για 3-4 μήνες και όταν τα τέλειωσα αισθάνθηκα ότι δεν θα γίνονταν από κανέναν άλλον. Τα έστειλα λοιπόν στον Θεοδωράκη, κάτω στη Ζάτουνα. Με τρόπο που μοιάζει λίγο με… «Το μυστικό της κοντέσας Βαλέραινας». Αλλά επειδή… δεν ξέρεις τι γίνεται, καλό είναι να μην το αποκαλύπτουμε… «Τα τραγούδια για τη μάνα και τους φίλους» όπως τα ονόμαζα εγώ, η «Αρκαδία 3», ξεκίνησαν από ένα αφιέρωμα του περιοδικού «Γυναίκα» στη Θεοτόκο, τη μάνα του Χριστού, τη μάνα του καθένα, που δημοσιεύτηκε με τον εορτασμό κάποιου Δεκαπενταύγουστου. Εκεί, ανάμεσα σε μητέρες της βυζαντινής ζωγραφικής, μιλούσαν διάφοροι λογοτέχνες· θυμάμαι τον Άγγελο Τερζάκη. Για τον ρόλο της μάνας στη λογοτεχνία αλλά και για τον ρόλο που έπαιξε στη δική τους ζωή… Ανάμεσα σ’ αυτές τις συνεντεύξεις, υπήρχε και η συνέντευξη μιας ανώνυμης κοπέλας στην Πανεπιστημίου… Αφού έλεγε τα δικά της καλά λόγια για τη μάνα, ξαφνικά, καταλήγει ότι «εμείς έτσι ζούσαμε στο χωριό, αλλά τώρα τα παιδιά ζούνε αλλού και οι γονείς αλλού κι αλλιώτικα. Ο κόσμος αγρίεψε…». Αυτή η φράση, ήταν η αφορμή για να γράψω αυτά τα τραγούδια. Ξεκίνησα ακριβώς έτσι… «Και η ζωή αγρίεψε, κι αγρίεψε και μένα…». Πάντα βέβαια έβαζα και το προσωπικό μου στοιχείο… Ας πούμε: «Σε λένε μάνα του Χριστού / σε λεν κι Άγια Βαρβάρα», σε ανάμνηση ενός μοναστηριού στη Σύρο. Έτσι άρχισαν όλα… 6-7 μήνες μετά, έστειλα κι αυτά τα κομμάτια στο Θεοδωράκη].
Οι «Αρκαδίες 2 και 3» θα κυκλοφορήσουν για πρώτη φορά το 1976 σε μια πρόχειρη ηχογράφηση, με τον ίδιο τον Θεοδωράκη να παίζει πιάνο και να τραγουδά. Αργότερα, βέβαια, κάποια από τα τραγούδια αυτά θα ηχογραφηθούν σκόρπια με άλλες φωνές (Μπιθικώτσης, Μητσιάς και πιο πρόσφατα Γλυκερία και Μπάσης) και κάποια θα γίνουν πιο γνωστά («Μέσα σε κήπο», «Σε λένε μάνα», «Ήσουν μπαξές»). Έχει προηγηθεί χρονικά η έκδοση του κύκλου «Νύχτα θανάτου», αμέσως μετά τη μεταπολίτευση, με τραγουδιστή τον Αντώνη Καλογιάννη (η αντρική φωνή που έχει τραγουδήσει περισσότερο τον Μάνο Ελευθερίου, μετά τον Γιώργο Νταλάρα). Είναι κάποια από τα πιο σκοτεινά αλλά και τα πιο ποιητικά τραγούδια του Θεοδωράκη με στίχους του Μάνου Ελευθερίου, που μέσα στο εορταστικό κλίμα της μεταπολίτευσης, σχεδόν «χάθηκαν». Βέβαια ο λόγος και η ατμόσφαιρά τους καθρεφτίζουν ξεκάθαρα κάθε ανάλογη στιγμή – εφόσον βέβαια βρουν ξανά τον δρόμο για ένα καινούργιο άκουσμα. Κάτι που πέτυχε πολύ χαρακτηριστικά το τραγούδι «Ποιος τη ζωή μου», όταν το 2000 το ξανατραγούδησαν στον τελευταίο καινούργιο δίσκο τους, τις «Τρύπιες σημαίες», ο Χάρης και ο Πάνος Κατσιμίχας. Ένα από τα τέσσερα τραγούδια του Μάνου Ελευθερίου που ταξίδεψαν στις αποσκευές της Μαρίας Δημητριάδη, βρήκαν τον Θεοδωράκη στο Λονδίνο, στα 1971, και εκεί ηχογραφήθηκαν με τη Μαρία Φαραντούρη και τον ίδιο (τα άλλα τρία είναι εξίσου φορτισμένα: «Η αυλή – Σφυρίζει στην ταράτσα η ζωστήρα», «Κλείσ’ το παράθυρο και μπαίνουν τα νερά» και «Η επιστολή») γνώρισε μια καινούργια πορεία στα ακούσματα των νεότερων ανθρώπων αυτά τα πρώτα χρόνια της νέας χιλιετίας. Στα νεότερα χρόνια ο Μίκης Θεοδωράκης θα μελοποιήσει στίχους του Μάνου Ελευθερίου σε τρεις ακόμα δίσκους. Είναι όλα τα τραγούδια του δίσκου «Μήπως ζούμε σ’ άλλη χώρα;» του 1986 με ερμηνεύτρια για μια ακόμη φορά τη Μαρία Δημητριάδη (το «κύκνειο άσμα» της συνεργασίας τους), καθώς και κάποια τραγούδια από την «Πολιτεία Γ» με τον Μανώλη Μητσιά και την «Πολιτεία Δ» με τον Πέτρο Γαϊτάνο.
Εκείνα που είχα να σου πω
ήταν μαχαίρια να κοπώ
και να χαθώ.
Από δειλία και ντροπές
δε σού ‘πα τίποτα ποτές
να λυτρωθώ.
Ακολουθούσες την αρχή
πως έτσι θέλει η εποχή
το ποσοστό.
Και μ’ ασημόχαρτα φτηνά
έντυνες τα μηδαμινά
και το σωστό.
Εγώ ‘χα μόνο ένα κορμί
να σου χαρίσω μια στιγμή
για να γελάς.
Μα τις ανθρώπινες ψυχές
τις έβλεπες σαν μετοχές
που τις πουλάς.
Τα χρόνια του ‘80 και του ‘90: Σκόρπια τραγούδια και συνεργασίες
Τον Σεπτέμβριο του 1984, στο περιοδικό «Μουσική» γίνεται μια παρουσίαση της μέχρι τότε δουλειάς του Μάνου Ελευθερίου. Με αφορμή αυτήν – 20 χρονών, τότε – κάνω και την πρώτη μου συνομιλία μαζί του για τα τραγούδια του. Δεν ήταν εύκολη η συμμετοχή του… Κι αξίζει να σημειώσω βέβαια ότι εκείνο για το οποίο δεν πείστηκε τότε, ήταν να… δημοσιευτούν φωτογραφίες του. Η εικονογράφηση του αφιερώματος ήταν κάποια χαρακτικά που μας παραχώρησε ο ίδιος. Ξαναδιαβάζοντας εκείνη τη συνομιλία 31 χρόνια μετά – κάποια αποσπάσματά της έχουν χρησιμοποιηθεί και παραπάνω – επιβεβαιώνει κανείς εύκολα τη γνώριμη βαθιά, πυκνή και ταυτόχρονα ειρωνική, περιπαιχτική σκέψη του. Σε κάποια από τις απαντήσεις του όμως, ίσως υπάρχει και η εξήγηση για μια κεντρική δική του επιλογή, τα κατοπινά χρόνια. Κάποια στιγμή γίνονται ταυτόχρονα δύο ερωτήσεις: «Πόσο οι δοσμένες φόρμες επηρεάζουν τη δημιουργία του στίχου; Και, τελικά, μπορεί να υπάρξει απόλυτη ταύτιση λόγου και μουσικής, όταν εκπροσωπούνται από δυο διαφορετικά άτομα;». Η απάντηση του Μάνου Ελευθερίου στα 1984: «Οι δοσμένες μουσικές φόρμες, μάλλον δεσμεύουν τον στίχο και τον φιμώνουν. Η ταύτιση όμως, είναι κάποτε και θέμα σύμπτωσης. Ίσως θα ‘πρεπε οι «λαϊκοί» να στραφούν στην ποίηση. Νομίζω ότι αυτό το πείραμα θα σημάνει και την αρχή μιας νέας πορείας, ίσως μεγαλύτερης από εκείνη του ‘60».
Μπορεί ακόμα τότε να μην ήθελε να έχει σχέση με τη δημιουργία μιας δημόσιας εικόνας, ωστόσο – όπως ήδη είπαμε – από την αρχή της πορείας του φαίνεται ότι πάντα ήταν εξαιρετικά ανοιχτός σε συνεργασίες. Μπορεί να σταθήκαμε μέχρι τώρα στους δημιουργούς και τραγουδιστές που συνεργάστηκε περισσότερο μαζί τους, όμως και στα ίδια χρόνια υπάρχουν πολλές μικρές ή ελάχιστες συνεργασίες. Με ανθρώπους του τραγουδιού που δεν είχαν συνέχεια, με τραγούδια που ο χρόνος τα άφησε πίσω… Κάποτε όμως είναι ελάχιστη η συνεργασία του και με θεμελιακά πρόσωπα του τραγουδιού, και το αποτύπωμα που άφησε πίσω της αυτή εξαιρετικά ισχυρό. Ίσως το πιο χαρακτηριστικό ανάλογο παράδειγμα είναι το μοναδικό τραγούδι που γράφει πάνω σε μια μελωδία του Σταύρου Ξαρχάκου, αρχικά για να το τραγουδήσει σ’ έναν προσωπικό της δίσκο (1980, «Δελτίο καιρού») η βασική του γυναικεία φωνή, η Μαρία Δημητριάδη. Το τραγούδι είναι βέβαια το «Είν’ αρρώστια τα τραγούδια»… Θα μπορούσαμε να εντάξουμε εδώ και τη μικρή του συνεργασία στα 1973 με τον Μάνο Χατζιδάκι. Τέσσερα τραγούδια, στον κύκλο «Ο Οδοιπόρος, το μεθυσμένο κορίτσι και ο Αλκιβιάδης». Από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 μέχρι τα μέσα του ’80 θα γράψει κάποια χαρακτηριστικά (για την εποχή ή και για όλη την πορεία του) τραγούδια με τον Θανάση Γκαϊφύλλια («Ατέλειωτη εκδρομή»), με τον Γιώργο Χατζηνάσιο («Στην Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου», «Ο τόπος ο δικός μας»), με τον Θέμη Ανδρεάδη (πέντε ξεχωριστά και «χαμένα» τραγούδια στον δίσκο «Σαν ξαφνικό ταξίδι») , με τον Βασίλη Κουμπή και με τον Αντώνη Βαρδή (τρία τραγούδια με την Χ. Αλεξίου στον δίσκο «Ξημερώνει», 1980). Όμως οι επόμενες πιο εκτεταμένες συνεργασίες του από τα χρόνια του ’80 και μετά, (ίσως και ως επακόλουθο της προοπτικής που βάζει ο ίδιος τότε στην ενασχόληση των «λαϊκών» με την ποίηση), θα είναι με δυο συνθέτες – μπουζουξήδες, προερχόμενους από τον χώρο του λαϊκού πάλκου. Τον Χρήστο Νικολόπουλο και τον Θανάση Πολυκανδριώτη, που είναι γενικότερα οι δυο συνθέτες που έχουν μελοποιήσει περισσότερους στίχους του, αμέσως μετά τον Μίκη Θεοδωράκη. Είναι χαρακτηριστική σχετικά η αφήγηση του Χρήστου Νικολόπουλου, ότι με πρωτοβουλία του Μάνου Ελευθερίου, μελοποίησε τα «Γκρίζα» του Καβάφη… Αλλά και μαζί έχουν ηχογραφήσει μέχρι σήμερα 31 τραγούδια, χωρίς ποτέ να κάνουν μια ολοκληρωμένη δουλειά. Τα πιο γνωστά απ’ αυτά τα τραγούδια είναι «Η διαθήκη» (Χ. Αλεξίου, 1984 – είναι και το πρώτο τους) και «Των αγγέλων τα μπουζούκια» (Μ. Δημητριάδης – Ελ. Τσαλιγοπούλου, 1993). Μέσα σε πολλά ακόμα – και όχι ιδιαίτερα γνωστά – μπορεί κανείς να βρει μιαν «άλλη» γραφή απ’ αυτήν που έχουμε συνδέσει με το «λαϊκό» τραγούδι αυτών των χρόνων:
Ένας διαβάζει περσινές εφημερίδες
κι άλλος ακούει σ’ ένα μέντιουμ το μέλλον του
άλλος πουλάει μισοτιμής παλιές ελπίδες
κι άλλος τον ρόλο του ετοιμάζει στον Οθέλο του.
Στην άγια μέθη μου τα μάτια σας τρομάζουν
που μόνο εγώ το παρελθόν οραματίζομαι
τρεις ασκητές στους αθανάτους μ’ ανεβάζουν
μα στα σκαλιά των ουρανών γκρεμοτσακίζομαι.
Όλα συμβαίνουν στο μυαλό μας
γι’ αυτό και τ’ αδιέξοδό μας
είν’ η ανίατη αρρώστια ν’ αγαπάς.
Που δίνεις δίχως να χορταίνεις
και ούτε ευχαριστώ να παίρνεις
και που ερείπιο στο τέλος καταντάς.
Σε θέλω μ’ όλο μου το αίμα,
που ζουν τα πάθη τα κρυμμένα
και δεν τα λες γιατί κι η γλώσσα θα καεί.
Κι όσα ντρεπόμαστε να πούμε
μεσ’ στη σιωπή θα νοσταλγούμε
και λες πως ζούμε μια κρυφή διπλή ζωή.
Όλα μιλούν στο πρόσωπό μας
γι’ αυτό φοβάται ο εαυτός μας
να ομολογήσει την αγάπη φανερά.
Γι’ αυτό κι η αγάπη αρρωσταίνει
κι είν’ η καρδιά μας διψασμένη
που δε μοιράζεται με κάποιον τη χαρά.
Θέλω να φύγω σ’ επαρχία
να ξεχαστώ μες τη σιωπή
να βρω δυο φίλους μες τους ξένους
τους πιο μονάχους και πιο ξένους
που έχουν για πατρίδα τη σιωπή.
Τα ρούχα μου θα μοιραστούνε
το μέλλον θα μ’ εκδικηθεί
και όλα ενάντια θα ‘ρθουνε
μαζί μου για να συγκρουστούνε
σε μια επικίνδυνη στροφή.
Ο Θανάσης Πολυκανδριώτης έχει ηχογραφήσει μέχρι σήμερα 24 τραγούδια με στίχους του Μάνου Ελευθερίου. 12 από αυτά αποτελούν τον δίσκο «Τα ανεκτίμητα» (1995), με έναν νεαρό τραγουδιστή χωρίς συνέχεια, ονόματι Ντίνο Βρεττό. Και σ’ αυτή τη συνεργασία τα πιο γνωστά τραγούδια είναι κάποια από τα πρώτα: «Τα κουρέλια» (Γλυκερία, 1986) και «Αν ρωτάς να σου πω» (1988, το μοναδικό τραγούδι με στίχους Ελευθερίου που έχει τραγουδήσει ο Στέλιος Καζαντζίδης). Ίσως λόγω της ιδιομορφίας του λόγου, ίσως λόγω της σχεδόν διεκπεραιωτικής διαδικασίας που χαρακτηρίζει τη λαϊκή δισκογραφία σ’ αυτά τα χρόνια, τόσο στην παραγωγή όσο και στην αποδοχή της, δεν υπήρξαν τελικά εκτεταμένα αποδεκτά αποτελέσματα σ’ αυτή την κατεύθυνση. Στα νεότερα χρόνια ο Μάνος Ελευθερίου θα δώσει κάποιους λίγους στίχους του σε νεότερους δημιουργούς και τραγουδιστές του λαϊκού χώρου, χωρίς μέσα απ’ αυτές τις συνεργασίες να υπάρξει ένα ευρύτερα γνωστό και αποδεκτό υλικό.
Μετά το 2000: «Αναφορά» στους νεότερους
Ίσως ο χρονικός διαχωρισμός ανάμεσα στις δεκαετίες να είναι τελικά σχηματικός, αν αναλογιστεί κανείς ότι υπάρχουν θέματα και συνεργασίες που ανοίγονται σε ευρύτερα χρονικά πλαίσια. Κάτι που χαρακτηρίζει τη δημόσια παρουσία του Μάνου Ελευθερίου τα τελευταία χρόνια είναι η ευρύτερη αποδοχή του ή και ο συγχρωτισμός με πρόσωπα και συνθήκες που είτε δεν υπήρχαν, είτε δεν βρίσκονταν μέσα στις επιλογές του κάποιες προηγούμενες δεκαετίες. Υπάρχει μια πιο εκτεταμένη διάθεση προσέγγισης στον ίδιο αλλά και στο στιχουργικό του έργο… Ίσως με αφετηρία την πιο έντονη λογοτεχνική του δραστηριότητα, ίσως όμως και με αφετηρία τη σαφή προτίμηση που δείχνουν οι νεότερες γενιές στον τρόπο γραφής, ίσως και τη γενικότερη «πολιτεία» του. Μπορεί να μην έχουμε όσες μελέτες θα μπορούσαν να γίνουν, ωστόσο φαίνεται ότι το κλασικό του υλικό αντιμετωπίζεται πια μέσα από ένα τέτοιο πρίσμα. Επειδή μια τέτοια προσέγγιση θα επέκτεινε ίσως αυτή την αναφορά σε απαγορευτικά πλαίσια, θα ήθελα να παραπέμψω στη μελέτη του Σπύρου Αραβανή «Τα λόγια και τα χρόνια – Η στιχουργική του Μάνου Ελευθερίου» (Music Paper, 14 Ιανουαρίου 2014), όπου υπάρχει μια ενδιαφέρουσα πρώτη αποτίμηση «θεμάτων και λέξεων» που επιμένουν στο έργο του.
Σε ότι αφορά τώρα στη στιχουργική παρουσία του Μάνου Ελευθερίου σ’ αυτά τα χρόνια… Ύστερα από έναν σκεπτικισμό και μια πρόσκαιρη – όπως αποδείχτηκε – «απόσταση» από το τραγούδι που συντελέστηκε στα χρόνια του ’80, από τα χρόνια του ’90 και μετά ενεργοποιείται όλο και πιο έντονα. Για να φτάσουμε στα χρόνια του 2000, που μπορούμε να πούμε ότι αυτό που τη χαρακτηρίζει περισσότερο είναι η διάθεση προσέγγισης και αναφοράς σε νεότερα – έως και… νεότατα – πρόσωπα. Βέβαια, σ’ αυτά τα χρόνια η εκδοτική, κυρίως, παρακμή της δισκογραφίας εμποδίζει τη δημιουργία και την έκδοση κάποιων πιο ολοκληρωμένων μουσικών εργασιών. Ουσιαστικά μέσα στην τελευταία 20ετία υπάρχει μόνο ένας δίσκος που στηρίζεται αποκλειστικά σε στίχους του Μάνου Ελευθερίου. Στα πλαίσια μιας ευρύτερης επιλογής εκδόσεων με αφετηρία τη γραφή συγκεκριμένων στιχουργών, που έγινε με πρωτοβουλία του Γιώργου Νταλάρα και με τη συνεργασία του Μιχάλη Κουμπιού, το 2008 κυκλοφόρησε ο δίσκος «Πάντα κάτι μένει». Σ’ αυτόν υπάρχουν 13 στίχοι του Ελευθερίου, μελοποιημένοι από 13 διαφορετικούς συνθέτες και τραγουδισμένοι από 11 διαφορετικές φωνές.
Στόλιζες τούλια την οθόνη
κι η τηλεόραση σαν νύφη
Πώς να διαβάσω αν έχω τύχη,
που η αγάπη πάντα με σταυρώνει.
Γραμμές δεν βρίσκω στην παλάμη
για να μου πεις κι εσύ τη μοίρα,
θυμίζω κάποιον χρυσοθήρα
μπροστά σ’ ένα στεγνό ποτάμι.
Στα σύνορα φυλούν σταθμάρχες
σαν κάποιους μετρ ξενοδοχείων,
μοιάζουν με λήγοντες λαχείων
και με παλιές χαμένες μάχες.
Σκυμμένος πάνω στο μπουκάλι
τους ρόλους σου μονολογούσα,
σιωπές μονάχα αφαιρούσα
κι όλα τα κλικ απ’ τη σκανδάλη.
Σε σκέφτηκα μετά από χρόνια
τα ίχνη σου πια τα ’χω χάσει
και τ’ όνομά σου έχω ξεχάσει
σε μια γωνιά στη Βαβυλώνα.
Με τρένο ερχόμαστε απ’ την Πάτρα
και στις στροφές γι’ άλλα μιλούσες.
Το ’ξερα πως δε μ’ αγαπούσες
μα εγώ ανέβαινα προς τ’ άστρα.
(Μουσική: Δημήτρης Παπαδημητρίου. Τραγούδι: Γιώργος Νταλάρας)
Αυτά τα ίδια χρόνια, όμως, ο Ελευθερίου έχει συνεργαστεί – περισσότερο ή λιγότερο – με μια μεγάλη σειρά συνθετών και τραγουδιστών. Οι ευρύτερες συνεργασίες του είναι αυτές με τον Παντελή Θαλασσινό, τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα και τον Διονύση Τσακνή. Είναι όμως μακρύς και ευρύτατης γκάμας ο κατάλογος των νεότερων δημιουργών και τραγουδιστών που έχουν εκδώσει τραγούδια με στίχους του: Σταμάτης Κραουνάκης, Γιώργος Ανδρέου, Σωκράτης Μάλαμας, Μίλτος Πασχαλίδης, Κώστας Λειβαδάς, Μπάμπης Στόκας, Γιώργος Καζαντζής, Λάκης Παπαδόπουλος, Βασίλης Τερλέγκας, Γιώργος Θεοφάνους, Ηρακλής Νεοφυτίδης, Άρης Βλάχος, Δημήτρης Μαραμής, Ζαχαρίας Καρούνης, Νίκος Ζουρνής, Γιώργος Παπαχριστούδης, Στέφανος Κόκκαλης… Ένα υλικό που ακόμα λειτουργεί μέσα από τον φακό της επικαιρότητας, που κάποτε μεγεθύνει, αλλά και κάποτε λειτουργεί συγκρατημένα απέναντι στα πεπραγμένα του…
Όσο ο κόσμος στα σκοτάδια προχωρεί
και οι ξύλινοι πληθαίνουνε σταυροί
και ο άνθρωπος δεν έχει πια ελπίδες
στα τραγούδια βρίσκει μόνο συντροφιά
που τα κάνει από χιόνι τα καρφιά
όσο οι έρωτες θα φέρνουν καταιγίδες.
Μην πετάτε την ψυχή σας στα σκυλιά
γιατί τότε θ’ ακουστεί κι η πιστολιά
και το τέλος μιας αγάπης θα σημαίνει.
Μη χαρίσετε σε κάποιον μια θηλιά
γιατί βρήκε φως σε ξένη αγκαλιά
κάτι που ίσως και για σας θα περιμένει.
Κι αν γυρίσει πάλι ανάποδα ο τροχός
για να γίνει αλλιώς κι ο πλούσιος κι ο φτωχός
τα θηρία θα ‘ναι πάντοτε θηρία.
Πάντα η στάχτη θα υπάρχει κι η φωτιά
και το σώμα θα πονάει στη νοτιά
και το αίμα θα κυλάει στην αρτηρία.
(Μουσική: Νεοκλής Νεοφυτίδης. Τραγούδι: Ζαχαρίας Καρούνης)
ΣΗΜ.: Η επιλογή των στίχων που παρατίθενται στο κείμενο, σαφώς και δεν είναι αξιολογική… Είναι δειγματοληπτική για πρόσωπα και εποχές και – με ευθύνη του γράφοντα – αφορά κυρίως όχι ιδιαίτερα γνωστούς στίχους…
Μάνος Ελευθερίου:
Ένα καινούργιο τραγούδι για «δέκα γραμμάρια χασίς»,
αντί επιλόγου σε μια σημερινή αποτίμηση…
Το βιβλίο όπου καταγράφονται οι στίχοι των τραγουδιών που έχει γράψει εδώ και 50 χρόνια («Τα λόγια και τα χρόνια» 2013, Εκδ. «Μεταίχμιο») κλείνει μ ένα τραγούδι που λέγεται «Δέκα γραμμάρια». Είναι ένα τραγούδι που κυκλοφόρησε πρόσφατα, με μουσική και ερμηνεία του Λαυρέντη Μαχαιρίτσα, και στηρίζεται σε μια προ δεκαετίας είδηση του αστυνομικού και δικαστικού δελτίου. Τον Ιούνιο του 2005, στην Πτολεμαΐδα, συνελήφθη από αστυνομικούς ο 36χρονος Βασίλης Καραλευθέρης. Ήταν συνοδηγός σ’ ένα αυτοκίνητο, όπου μετά από έρευνα βρέθηκαν «δέκα γραμμάρια χασίς». Ο οδηγός του αυτοκινήτου, που είχε συλληφθεί ξανά στο παρελθόν για αντίστοιχο λόγο, ακολουθεί αδιαμαρτύρητα τους αστυνομικούς στο τμήμα, καταθέτει και μετά από λίγο αφήνεται ελεύθερος. Ο Καραλευθέρης αντιστέκεται στη σύλληψη, με αποτέλεσμα να του περάσουν χειροπέδες και να τον κλείσουν σε κελί, μετά από βιαστική, ως… απεδείχθη, σωματική έρευνα. Ο κρατούμενος θα βάλει φωτιά στα στρώματα του κελιού και θα καεί μέσα σ’ αυτό, καθώς, σύμφωνα με τις καταθέσεις των αστυνομικών, η κλειδαριά «διεστάλη» και δεν άνοιγε, ενώ η Πυροσβεστική, που εκλήθη στη συνέχεια, καθυστέρησε. Πέντε μήνες αργότερα ο εισαγγελέας αποφάσισε ότι την ευθύνη για τον θάνατό του φέρει ο ίδιος ο 36χρονος κρατούμενος – που στη νεκροψία του δεν βρέθηκαν ίχνη για χρήση ουσιών – και απάλλαξε από κάθε ευθύνη τους αστυνομικούς του τμήματος Πτολεμαΐδας. Τι λένε οι στίχοι που έγραψε ο Μάνος Ελευθερίου, με αφετηρία το συγκεκριμένο γεγονός;
Δέκα γραμμάρια χασίς
και πέντε μιας αναπνοής
αρκούν για πάντα να κλειστείς
στο κρατητήριο.
Σκέψου την Κάλλας σε μιαν άρια
φτάνει τα τέσσερα γραμμάρια
γιατί αυτά μοιάζουν τροπάρια
σε κομμωτήριο.
Δέκα γραμμάρια χαράς
είναι τα ρούχα που φοράς
κι είσαι στο τέλος της σειράς
φτωχός κι ασήμαντος.
Να με ακούς όταν χτυπώ
σε διάλεξα να σε αγαπώ
μοιραίος να ισορροπώ
ενός προβλήματος.
Δέκα γραμμάρια ζωής
σου ‘διναν τράτο για να ζεις
κι ύστερα για να ψευτοζείς
τρώγοντας χρώματα.
Δεν είχες τρόπους να κρυφτείς
ν’ ανοίξεις τρύπες μεσ’ στη γης
στο τέλος να εξαφανιστείς
με δέκα ονόματα.
Δεν ήσουν έμπορος ματσό
για να γλιτώσεις στο λεπτό
μήτε τεκνό λίγο λατσό
με βεβαιότητα.
Σπίτι δουλειά και χαβαλές
και συντροφιά μ’ άλλες φυλές
μ’ αυτές που διάλεξες να κλαις
την ανθρωπότητα
Δέκα γραμμάρια χασίς
– σχέση δεν είχατε εσείς –
με χειροπέδες στη στενή
άναψες θαύματα.
Φωτιά να κάψεις μια ζωή
ήρθε κι η Πυροσβεστική,
πολύ αργά και βιαστική
για τέτοια πλάσματα.
Πτολεμαΐδα μακρινή
μόνο στον χάρτη σ’ έχω δει
κάτσαμε όλοι στο σκαμνί
και γνωριστήκαμε.
Φωτιές ανάβουν στα κελιά
για κάποια κακοκεφαλιά
κι έγινε ο κόσμος μια θηλιά
και συστηθήκαμε.
Εγκαύματα καθολικά
σαν τατουάζ φανταστικά
ήτανε δώρα μαγικά
απ’ τους αγγέλους σου.
Ας μη σε γνώρισα λοιπόν
κρατάω από σένα το παρόν
σαν ευλογία των θεών
κι ίσως του γέλιου σου.
Κάπως έτσι κοιτάει στις μέρες μας, ύστερα από περισσότερα από 50 χρόνια δημιουργίας, ο 77χρονος Μάνος Ελευθερίου. Εξαιρετικά ενεργός και στο τραγούδι, όπως και στις παράλληλες εκδόσεις του σε βιβλία, βέβαια… Έχει ξεκινήσει το 1964 με τον Χρήστο Λεοντή. Ο Μίκης Θεοδωράκης είναι ο συνθέτης που τον έχει μελοποιήσει περισσότερο. Ο Μαρκόπουλος, ο Κουγιουμτζής, ο Σπανός, ο Μούτσης, ο Βασίλης Δημητρίου και ο Θάνος Μικρούτσικος να είναι οι βασικοί συνεργάτες του και μάλιστα στα χρόνια του ’70… Τα τελευταία χρόνια, λοιπόν, τον βλέπουμε χωρίς καμιά επιφύλαξη απέναντι στην ιστορία του, να δίνει στίχους του με απόλυτα σύγχρονη ματιά σε συνθέτες που θα μπορούσαν να είναι παιδιά ή και εγγόνια του. Στις σύγχρονες συνεργασίες του μπορεί να βρει κανείς πολλούς από τους εκπροσώπους της νέας γενιάς του τραγουδιού. Μαχαιρίτσας, Παντελής Θαλασσινός, Κώστας Λειβαδάς, αλλά και Νεοκλής Νεοφυτίδης, Άρης Βλάχος, Δημήτρης Μαραμής… Αλλά και μια ασυνήθιστη διάθεση κριτικής και τελικής αποτίμησης απέναντι σε χρόνια του τραγουδιού, που και άλλοι δημιουργοί τους αλλά και νεότεροι αποδέκτες θέλουν να τα βλέπουν σε μια μυθική διάσταση. Αν διαβάσει κανείς τον πρόλογο της έκδοση των τραγουδιών του, θα πιστοποιήσει απόλυτα κάτι τέτοιο. Φτάνει να σκεφτεί ακόμα και τη «διόρθωση»…
Γράφει σχετικά: «Όσο ετοίμαζα προς έκδοση αυτούς τους στίχους, χωρίς να το θέλω άρχισα να διορθώνω μερικά πράγματα που μου ξέφυγαν στην πρώτη τους μορφή, η οποία ήδη κυκλοφορεί. Μάταιος κόπος. Τα τραγούδια έχουν πάρει τον δρόμο τους. Τ’ άφησα όπως ήταν. Μερικά τετράστιχα μπορεί να φανούν αφασικά· δυστυχώς έτσι κυκλοφόρησαν». Και όσο σκέφτεται αυτή την εκδοχή, φτάνει έως και να δώσει… λύσεις, αλλά και να δικαιολογήσει τους αποδέκτες που θα σταθούν κριτικά απέναντι σ’ αυτό το υλικό, ή και να δικαιολογηθεί απέναντι σ’ αυτούς: «Ας τα διορθώσει όποιος θέλει, κι αν τα τραγουδήσει, ας τα λέει με τις δικές του αλλαγές. Υπάρχουν βέβαια και σφήνες ηθελημένα «αφασικές». Εκεί έχω κρύψει, φαίνεται, ορισμένα μυστικά, που όμως τώρα ούτε ‘μένα μου λένε τίποτα. Πρέπει όμως να παραδεχτώ κι ότι δεν μπορείς να τα λες και να τα γράφεις όλα με λεπτομέρειες. Πρέπει να αφήνεις κι ένα παράθυρο για να συμπληρώσει ο ακροατής όσα θέλει, εφόσον έχει κι αυτός κάποιο ταλέντο. Γιατί αυτό ακριβώς χρειαζόμαστε, ειδικά σ’ αυτούς τους άγριους καιρούς: ακροατές με ταλέντο. Και στο θέατρο, θεατές με ταλέντο. Και στη λογοτεχνία, αναγνώστες με ταλέντο. Ανθρώπους που μπορούν να σε βοηθήσουν με μια χρήσιμη παρατήρηση. Θα μπορούσα να παραπέμψω σε πολλές εικόνες και περιστατικά που με κατοίκησαν, που ζω μαζί τους επί χρόνια και τα πέρασα στα τραγούδια μου. Αν τα εξηγούσα, θα βάραινε το πράγμα με εσώψυχα, με κρυμμένα πράγματα, δήθεν μυστικά και ακατανόητα. Όσο κι αν ορισμένα τραγούδια είναι πράγματι σουρεαλιστικά, δεν είναι παρά πιστή αντιγραφή της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας, και ειδικά της δικής μου περιπέτειας σ’ αυτόν τον χώρο και σ’ αυτόν τον τόπο».
Η αλήθεια βέβαια είναι ότι ο στίχος για τραγούδι είναι – η μάλλον αντιμετωπίζεται σαν – κάτι φευγαλέο. Μαζί με τη μουσική «τρέχει» συνήθως σε 3 λεπτά και κάτι… Στο χαρτί, όμως, οι στίχοι απαλλαγμένοι από τη μελωδία, αλλά κι από την διάρκειά της, αποκτούν μιαν άλλη διάσταση. Διαβάζοντας τον κάθε στίχο, μπορείς να δώσεις μιαν άλλη εκδοχή στην κάθε φράση του, στην κάθε ατμόσφαιρα που μεταφέρει, στην αισθητική την οποία αποπνέει. Ιδιαίτερα όταν πρόκειται για στίχους με φανερά τα σημάδια της προσωπικής γραφής, της προσωπικής επίδοσης, της προσωπικής αισθητικής… Θυμάμαι τον Μάνο Ελευθερίου στην πρώτη – πρώτη συνομιλία που κάναμε για τα τραγούδια του στα 1984, να μου λέει ότι «Οι λέξεις είναι σαν ορισμένους ανθρώπους. Άλλες υπάρχουν και άλλες χάνονται… Και κάποιες μας ακολουθούν μέρα νύχτα και για όλη μας τη ζωή». Και να επιμένει ότι «η περιλάλητη φράση τού Μπωντλαίρ ότι πρέπει να εντοπίσουμε τη μοιραία λέξη που έρχεται συχνότερα σ’ έναν ποιητή για να ανακαλύψουμε τον ψυχισμό του, θαρρώ πως θα ισχύει για πάντα». Διαβάζοντας πλέον τους στίχους των τραγουδιών που έγραψε εδώ και 50 χρόνια, μπορεί κανείς να επιδοθεί σε μια μαγική διαδικασία. Κι όχι μόνο τους στίχους των τραγουδιών που αποτελούν τους ακρογωνιαίους λίθους της δημιουργίας του, τους ολόκληρους «κύκλους τραγουδιών»: Τη «Θητεία», τον «Άγιο Φεβρουάριο», τα «Λαϊκά», τα «Τροπάρια για φονιάδες», τα «Παραπονεμένα λόγια»… Ακόμα και διαβάζοντας τα σκόρπια από τα τραγούδια που έγραψε όλα αυτά τα χρόνια… Ακόμα και κάποια τραγούδια που προέκυψαν από συνεργασίες για τις οποίες έχει έως και κατηγορηθεί… Ο ίδιος, βέβαια, είχε ξεκαθαρίσει εξ αρχής ότι «δεν σας κρύβω ότι με άλλη χαρά έγραψα τη «Θητεία» και με άλλη παρόρμηση το τραγουδάκι που θα μου επέτρεπε να αγοράσω, για παράδειγμα, ένα χειρόγραφο του Καραϊσκάκη». Τελικά όμως… Κι εκείνο το «τραγουδάκι» τις περισσότερες φορές δεν «ξεφεύγει» από το λεξιλόγιο ή και τον ψυχισμό του δημιουργού του. Και συνήθως – με τον τρόπο που ο ίδιος προτείνει στον πρόλογο του βιβλίου με τη συγκέντρωσή τους – μπορεί ο καθένας να ακουμπήσει πάνω του τον δικό του ψυχισμό, τη δική του έκφραση, τη δική του σκέψη. Όχι με την ευκολία ή και την ευτέλεια που το κάνει σ’ ένα εξόφθαλμο «λαϊκό σουξέ»… Τις περισσότερες φορές με την εσωτερικότητα που απαιτεί η γραφή ενός δημιουργού που κουβαλάει παντού τη δική του γλώσσα, τη δική του σκέψη, τη δική του αισθητική. Κι ας επιμένει συνήθως ο ίδιος ότι «δεν είναι τίποτα όλα αυτά»… Κι ας επέμενε για πολλά – πολλά χρόνια, ότι «οι στίχοι για τραγούδια δεν είναι ανάγκη να αποτελούν το υλικό μιας ξεχωριστής έκδοσης σε βιβλίο». Ιδιαίτερα αυτήν την εποχή, στις συνθήκες που καταγράφει και ο ίδιος στον πρόλογο του βιβλίου, μια τέτοια έκδοση τοποθετεί τον λόγο του τραγουδιού στη βάση που θα έπρεπε να είναι πάντα. Σε όλες τις εποχές, σε όλες τις συνθήκες και σε όλες τις γενιές…
(*) Κείμενο που γράφτηκε το 2015 για τον ετήσιο ΕΠΙΛΟΓΟ, όπου ο Μάνος Ελευθερίου ήταν τιμώμενο πρόσωπο