Μάλαμουντ: “Ιουδαϊκό κοσμοείδωλο και πολιτική αλληγορία” (της Ειρήνης Σταματοπούλου)

0
878

 

της Ειρήνης Σταματοπούλου.

Γεννημένος το 1914 στη Νέα Υόρκη από μετανάστες γονείς που είχαν εγκαταλείψει τη Ρωσία, και μεγαλωμένος στο Μπρούκλιν, ο Μπέρναρντ Μάλαμουντ ανήκει σε μια γενιά Εβραίων συγγραφέων που, χωρίς σαφή ιδεολογικά ή αισθητικά κοινά γνωρίσματα, σφραγίζουν με το έργο και την παρουσία τους τη μεταπολεμική διανόηση και πολιτική σκηνή της Αμερικής. Ο κοσμοπολιτισμός, η ιστορική ετερότητα της κουλτούρας τους σε μια εποχή αυξανόμενου διεθνισμού, η συγγένειά τους με την Ανατολική Ευρώπη, η ενσυνείδηση της κατάσταση του παρία, ξεριζωμένου και χωρίς κοινωνικούς δεσμούς διανοούμενου, ο στοχασμός πάνω στην εβραϊκή θυματοποίηση και αλλοτρίωση είναι κάποια από τα στοιχεία που διαμορφώνουν έναν θεμελιώδη, αλλά και με αρκετές παραλλαγές, πυρήνα άρθρωσης της γλώσσας τους.

Στο κορυφαίο του μυθιστόρημα «Ο Μάστορας» (1966)[1], που κυκλοφορεί για πρώτη φορά στα ελληνικά σε μετάφραση της Κατερίνας Σχινά από τις εκδόσεις Καστανιώτη, ο συγγραφέας αποκαλύπτει ένα πρόσωπο με βαθιά γνώση της παράδοσης αλλά και του εβραϊκού θρησκευτικού τυπικού, μέσα από ένα κείμενο όπου η στέρεα επιφάνεια της πραγματικότητας διαποτίζεται από συμβολικά στοιχεία και ο νατουραλισμός συναντά τον μυστικισμό.

Στις αρχές του περασμένου αιώνα, ο Γιακόβ Μποκ, ένας Εβραίος τεχνίτης, μετά την προδοσία της γυναίκας του και με απώτερο στόχο τη διεύρυνση των πνευματικών του οριζόντων, εγκαταλείπει την επαρχία και, αποκρύπτοντας την εβραϊκή του ταυτότητα, φτάνει στο Κίεβο και ξεκινά μια νέα ζωή δουλεύοντας στο πλινθοποιείο ενός μέλους της αντισημιτικής οργάνωσης Μαύρες Εκατονταρχίες. Ώσπου μια μέρα συλλαμβάνεται τόσο για τον υποτιθέμενα τελετουργικό φόνο ενός παιδιού, όσο και για τη συμμετοχή του σε μια παγκόσμια σιωνιστική ανατρεπτική οργάνωση, φυλακίζεται, και παρά τις όσες προσπάθειες απειλών, εκφοβισμών, εκβιασμών και διαπραγματεύσεων, αρνείται να παραδεχθεί την ενοχή του, υπομένοντας μια ολοένα και πιο βάναυση κράτηση, εν αναμονή ενός κατηγορητηρίου που δεν έρχεται ποτέ.

Οι κεντρικοί άξονες προβληματισμού που διατρέχουν τη μυθοπλασία σχετίζονται τόσο με την εβραϊκή έννοια της δοκιμασίας όσο και με την πρόκληση της πίστης σε έναν κόσμο όπου ο Θεός μένει αφανέρωτος. «Τον κατηγορώ που δεν υπάρχει», φαίνεται να μαρτυρά κάποια στιγμή ο Γιακόβ. «Ή αν υπάρχει κατοικοεδρέυει στο φεγγάρι ή στ’ αστέρια, όχι όμως εδώ. Η ουσία είναι να μην πιστεύεις – αλλιώς η αναμονή γίνεται αβάσταχτη. Δεν μπορώ να ακούσω τη φωνή Του – ποτέ δεν μπόρεσα. Δεν Τον χρειάζομαι, εκτός κι αν εμφανιστεί». Φαίνεται έτσι πως μέσα από μια πνευματικότητα που παραπέμπει στη μυστική διδασκαλία (καμπαλιστική) και στον χασιδισμό, ο συγγραφέας χτίζει ένα καφκικό σύμπαν όπου ο αποκλεισμός του ανθρώπινου υποκειμένου από οποιοδήποτε σωτηριολογικό σχέδιο μετατρέπεται στην οδυνηρή κατάφαση ενός κόσμου παραδομένου στο παράλογο, στην αυταρχική αδικία και στο ψέμα ή στην τυφλή επιλογή μιας αδιέξοδης ή ηρωικής πίστης. «Ο ουρανός είναι βουβός, δεν αντηχεί παρά μονάχα μέσα στη βουβαμάρα», έγραφε ο Κάφκα,[2] ενώ ο ήρωας του Μάλαμουντ, βαθιά επηρεασμένος από τον Σπινόζα, τα βιβλία του οποίου αποτελούν και τα αγαπημένα του αναγνώσματα, εμφανίζεται να διαπιστώνει ότι ο Θεός υπάρχει μέσα στη φύση αλλά όχι στην Ιστορία, επωμιζόμενος, σαν άλλος μάρτυρας ή εν δυνάμει μεσσίας, το σκληρό πεπρωμένο ενός ολόκληρου λαού. «Από τη μέρα που γεννήθηκε τον ακολουθούσε ένα μαύρο άλογο, ένας εβραϊκός εφιάλτης», περιγράφει ο συγγραφέας, εμβαθύνοντας στην συναισθηματική προοπτική του ήρωά του. «Τι άλλο σήμαινε να είσαι Εβραίος πέρα από μια αιώνια κατάρα; Είχε σιχαθεί την ιστορία τους, το πεπρωμένο τους την ενοχή του αίματος».

Το όνομα τού κεντρικού χαρακτήρα ασφαλώς δεν είναι τυχαίο (Ιακώβ, ο γενάρχης του Ισραήλ), ενώ ο τίτλος («The fixer» στο πρωτότυπο) περισσότερο από το να χαρακτηρίσει τον κεντρικό ήρωα μέσω μιας επαγγελματικής ιδιότητας, έχει στόχο να διατυπώσει μια εύγλωττη ειρωνεία μέσω της αντίθεσης αυτής της όψης της προσωπικότητάς του με τις συνθήκες εγκλεισμού του. Πολύ περισσότερο από το καθεστώς ανελευθερίας, περιγράφεται σαν καταπιεστική συνθήκη η ακινησία του χρόνου σε μια απεριόριστη διάρκεια, η «βουβαμάρα» και η απραξία ενός ανθρώπου που έχει μάθει να μετράει τη ζωή με ώρες δουλειάς και δημιουργικότητας, και τώρα «νιώθει την πλήξη να κολλάει τα δάχτυλά της στο λαρύγγι του» – παραπέμποντας έτσι στο ιουδαϊκό αποκαλυπτικό όραμα που σχετίζεται με τη σιωπηλή προετοιμασία μιας ταπεινής εγκοσμιότητας για το τέλος του χρόνου.

Το ανατρεπτικό όραμα του τέλους του χρόνου (Tikkoun), του ουτοπικού χαρακτήρα των ανθρώπινων προσδοκιών ενάντια στην τυραννική ιστορική συνθήκη, τοποθετείται στο επίκεντρο της ιουδαϊκής κοσμοαντίληψης όσο και του εσχατολογικού φαντασιακού, και, αρθρώνοντας ουσιαστικά ένα ανιστορικό, άχρονο σχήμα για το ανθρώπινο πεπρωμένο, υπαινίσσεται μια πολιτική θεολογία που διατρέχει τον στοχασμό μιας ολόκληρης γενιάς Εβραίων διανοούμενων που γεννήθηκαν στα τέλη του 19ου αιώνα στην Κεντρική Ευρώπη.[3] Με αυτού του είδους τον θεοκρατικό αναρχισμό ή την ελευθεριακή ουτοπία φαίνεται να συγγενεύουν οι κεντρικοί συνδηλούμενοι άξονες της μυθοπλασίας του Μάλαμουντ, που ξεκινούν από την έννοια της συμφωνίας – διαθήκης με τον Θεό, για να καταλήξουν στην μεσσιανική προσδοκία.

«Ο Θεός μιλά», σκέφτεται ο Γιακόβ σε κάποιο σημείο της αφήγησης. «Συνάπτει διαθήκες, άρα υπάρχει. Ο Αβραάμ, ο Μωυσής, ο Νώε, ο Ιερεμίας, ο Ωσηέ, ο Έζρα, ακόμη και ο Ιώβ, συνάπτουν την προσωπική τους διαθήκη με τον ομιλούντα Θεό». «Όμως ο λαός του Ισραήλ αποδέχεται τη διαθήκη προκειμένου να τη σπάσει. Αυτός είναι ο μυστηριώδης σκοπός», συνεχίζει, για να καταλήξει στη διαπίστωση, «Έχουν ανάγκη την εμπειρία της απείθειας», που παραπέμπει στη θεμελιώδη ιουδαϊκή σύλληψη σχετικά με τη σχέση Θεού και ανθρώπου. Μια σύλληψη που ξεκινά από το γεγονός ότι ο Θεός, μολονότι είναι ο υπέρτατος εξουσιαστής, φτιάχνοντας τον άνθρωπο κατ’ εικόνα και ομοίωσή του, δημιούργησε στην πραγματικότητα μια ισότιμη ύπαρξη (εν δυνάμει θεό), έναν ενδεχόμενο ανταγωνιστή, ο οποίος, από την αρχή κιόλας της ύπαρξής του γίνεται αντάρτης (Αδάμ), ανάγοντας έτσι την πράξη της ανυπακοής στην απαρχή της ανθρώπινης ιστορίας.

«[Οι Εβραίοι] έχουν το δικαίωμα να είναι Εβραίοι και να ζήσουν στον κόσμο ως άνθρωποι», λέει σε κάποιο σημείο ο συγγραφέας μεταφέροντας τις σκέψεις του Γιακόβ για τον εαυτό του και τον ρόλο του. «Εναντιώνεται σ’ αυτούς που του εναντιώνονται. Θα τους προστατέψει ως εκεί που μπορεί να φτάσει. Είναι η διαθήκη που συνάπτει με τον εαυτό του. Ο Θεός δεν είναι άνθρωπος, ο Γιακόβ όμως είναι υποχρεωμένος να είναι. Γι’ αυτό και πρέπει να αντέξει ως τη δίκη του και να τους αφήσει να επιβεβαιώσουν την αθωότητά του με τα ψεύδη τους». «Υποφέρετε για όλους μας», του λέει ο δικηγόρος του προς το τέλος – «θα ήταν τιμή μου να βρισκόμουν στη θέση σας». Ενώ ο Γιακόβ αναλογίζεται, διαβάζοντας τις Γραφές και παραλληλίζοντας μυστικά τη μοίρα Του με τη δική του μοίρα «Ο Ιησούς ανέκραξε προς τον Θεό ζητώντας βοήθεια […]Υπήρχε ένας άνθρωπος που κραύγαζε εναγώνια μέσα στο σκοτάδι, όμως ο Θεός βρισκόταν στην άλλη πλευρά του βουνού του».

Αρθρώνοντας μια εύγλωττη, πολιτική κατ’ ουσίαν παραβολή διατυπωμένη με θεολογικούς όρους, ο Μάλαμουντ προσφέρει τελικά στον αναγνώστη μια ωμά και συγκινητικά ρεαλιστικά αφηγημένη μυθοπλασία, ένα κείμενο στέρεας, ακέραιης και αριστοτεχνικά δομημένης λογοτεχνικότητας που τελειώνει με την εξής συνειδητοποίηση του κεντρικού ήρωα: «Ένα πράγμα έμαθα. Δεν υπάρχει αυτό που λέμε απολιτικός άνθρωπος» – και με τις εξής φράσεις: «Ζήτω η επανάσταση! Ζήτω η ελευθερία!». Ένα κείμενο που διατρέχεται από την έννοια του παράλογου του ανθρώπινου πεπρωμένου, επενδυμένου σε έναν ήρωα που το επωμίζεται εκ μέρος ενός λαού με ιδιαίτερη θέση στην Ιστορία, εκ μέρους ολόκληρου του ανθρώπινου γένους εν τέλει, τροφοδοτώντας το με την αίσθηση της προαιώνιας ενοχής: «Η κατηγορία για το τερατώδες έγκλημα ήταν αληθινή και ταυτόχρονα παραλογισμός», διαβάζουμε στη σελίδα 137, «σαν να είχε συμβεί σε κάποιον που δεν γνώριζε πολύ καλά, για την ακρίβεια σε έναν ξένο, μολονότι θυμόταν καθαρά ότι φοβόταν πως κάτι σαν κι αυτό μπορεί να συνέβαινε σ’ εκείνον». Εκείνον, που εμφανίζεται να αναρωτιέται καθόλη τη διάρκεια του μαρτυρίου του, «Ποιος επινόησε τη ζωή μου;»

INFO: Μπέρναρντ Μάλαμουντ «Ο Μάστορας», μτφρ. Κατερίνα Σχινά, εκδ. Καστανιώτη   

[1] Εθνικό Βραβείο Βιβλίου, βραβείο Πούλιτζερ

[2] Από το: Michael Löwy, Λύτρωση και ουτοπία, μτφρ. Θανάσης Παπαδόπουλος, Αθήνα: Ψυχογιός, 2002, σελ. 122.

[3] Ενδεικτικά, μιλάμε για τους Gershom Scholem, Martin Buber, Franz Rosenzweig, Erich Fromm, Ernst Bloch, György Lukács, Gustav Landauer, Walter Benjamin.

Προηγούμενο άρθροΧριστουγεννιάτικο 3, “Η γραβάτα του Θεού” (της Πέλας Σουλτάτου)
Επόμενο άρθροΜικρά,γοητευτικά, παιδικά χριστουγεννιάτικα βιβλία(της Μαρίζας Ντεκάστρο)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ