Λύτρωση μέσω της τέχνης και το ξαναμάγεμα του κόσμου (του Μάνου Κουμή)

1
1241

 

του Μάνου Κουμή

 

Ο Γερμανός κοινωνιολόγος Καρλ Μανχάιμ, ήδη από το 1929 στο κλασικό του έργο «Ιδεολογία και Ουτοπία», είχε καίρια παρατηρήσει ότι όταν μια ουτοπία πλησιάζει το σημείο της πραγματοποίησής της, χάνει την ουτοπικότητά της. Η Ουτοπία μετατρέπεται σε Ιδεολογία τη στιγμή που η πρώτη χάνει τον εξεγερσιακό και ριζοσπαστικό της χαρακτήρα, αδυνατώντας να ξεπεράσει την υπάρχουσα κοινωνία και τις πολιτικές πραγματικότητες. Πέρα, λοιπόν, από μια εικονοποιία ολικής καταστροφής, το τέλος της Ιστορίας φαντάζει ως το σημείο όπου οι σύγχρονες βιομηχανικές κοινωνίες έχουν απεμπολήσει την ουτοπική σκέψη από τον αξιακό τους χάρτη, μη μπορώντας, κατά συνέπεια, να προσδώσουν ένα καθολικό όραμα και μια συνεκτική αφήγηση για την κατανόηση της ανθρώπινης ζωής.[i] Ακόμη, όμως, και αν ο 21ος αιώνας και η μετα-νεωτερική εποχή έχει ενταφιάσει τις ουτοπίες του παρελθόντος στο όνομα μιας ορθολογικής κανονικότητας, ακόμη και αν τα ουτοπικά οράματα μετατράπηκαν σε δυστοπικές πραγματικότητες, ο σύγχρονος άνθρωπος διεκδικεί το ξαναμάγεμα του κόσμου. Στο βαθμό, λοιπόν, που νοσταλγεί αδιάκοπα τον επίγειο παράδεισο, τα ρητορικά σχήματα, οι έννοιες και τα σύμβολα του αποκαλυπτικού λόγου, της Ουτοπίας και της Δυστοπίας, θα επανέρχονται και θα επανεμφανίζονται ως λαμπεροί σηματοδότες κοινωνικής κριτικής.[ii]

Η παραπάνω συλλογιστική φαίνεται να πριμοδοτείται από την ανάγνωση του μυθιστορήματος «Το τανγκό του Σατανά» του Λάσλο Κρασναχορκάι, αν και ο υψηλός βαθμός λογοτεχνικότητάς του ακυρώνει οποιαδήποτε μονοδιάστατη ερμηνεία. Το έργο εκδίδεται πρώτη φορά στην Ουγγαρία το 1985, κατακτώντας άμεσα μια περίοπτη θέση στη μεταπολεμική avant-garde λογοτεχνία, μαζί με ονόματα όπως των Ζοζέ Σαραμάγκου, Τόμας Μπέρνχαρντ, Ντεϊβιντ-Φόστερ Γουάλας και άλλων: μακροπερίοδος, καταληπτικός λόγος, περιπαικτικό ανά στιγμές ύφος, ήρωες σε οριακές και ακραίες καταστάσεις, γεγονότα μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας, διλήμματα που παρουσιάζονται μόνο και μόνο για να αναιρεθούν, εκλάμψεις αντίστασης μέσα σε έναν ζοφερό κόσμο, καθώς και η αριστοτεχνική δομή είναι μερικά από τα στοιχεία όπου ο Ούγγρος συγγραφέας περίτεχνα συνενώνει στο πρώτο του μυθιστόρημα.

Σε αντιδιαστολή μιας περίτεχνης φόρμας, η υπόθεση παρουσιάζεται απλή: σε μια παρηκμασμένη κοινότητα επικρατεί πλήρης αποξένωση και αλλοτρίωση. Άνθρωποι διεφθαρμένοι, αλλά προπαντός ηττημένοι, περνούν την καθημερινότητά τους μέσα σε έναν ατέρμονο κύκλο μνησίκακου κουτσομπολιού, χαιρέκακης κουτοπονηριάς και κοντόφθαλμου οραματισμού. Η ξαφνική είδηση του ερχομού των Ιερεμία και Πέτρινα, ενός δαιμονιακού και σατανικού διδύμου – ίσως ενός αντεστραμμένου Δον Κιχώτη και ενός Σάντσο Πάντσα  – φαινομενικά μόνο ανατροφοδοτεί τις ελπίδες των κατοίκων για ένα καλύτερο μέλλον. Οι μεσσιανικές αυτές ελπίδες αποδεικνύονται φρούδες, στον βαθμό που οι Ιερεμίας και Πέτρινα, μυστικοί πράκτορες ενός πανοπτικού κρατικού  μηχανισμού, ξεγελούν την κοινότητα προς έναν κόσμο ακόμα πιο σκοτεινό, ακόμα πιο δύσκολο.

Το μυθιστόρημα του Κρασναχορκάι, αφενός, εκδίδεται λίγα χρόνια πριν από την επίσημη ληξιαρχική πράξη θανάτου του κομμουνισμού⸱ αφετέρου, ως χώρο όπου λαμβάνει χώρα η δράση επιλέγει μια εξαθλιωμένη κολεκτίβα, χαμένη μέσα στα βάθη της Ουγγαρίας. Ως εκ τούτου, δύσκολα ο αναγνώστης θα αρνηθεί μια επικαιρική κριτική για τις κακοδαιμονίες της αριστερής ουτοπίας. Παρ’ όλα αυτά, η προσεκτικότερη ανάγνωση αναδεικνύει το καθολικότερο όραμα του Ούγγρου συγγραφέα, ακόμη και χωρίς την συνεξέταση των μεταγενέστερων μυθιστορημάτων του. Το κείμενο βρίθει από ημι-αποκαλυπτικά σημεία, αντλημένα από την μακρά παράδοση του χιλιαστικού και μεσσιανικού λόγου: o πολυαναμενόμενος λυτρωτής  ονομάζεται Ιερεμίας, φέρνοντας κατά νου τον προφήτη της Παλαιάς Διαθήκης⸱ η προσμονή του «μεσσία» Ιερεμία εκφράζεται με όρους Αποκάλυψης, ριζικής ανανέωσης και λυτρωτικής κάθαρσης⸱ ο ίδιος Ιερεμίας, οικειοποιώντας δόλια τον ρόλο του «μεσσία» και για λογαριασμό μιας παντοδύναμης κρατικής μηχανής, εκφωνεί έναν λόγο για τους σκοπούς, τους στόχους, και εν τέλει, την βαθύτερη ανάγκη ύπαρξης της Ουτοπίας⸱ οι πολίτες βλέπουν οράματα, ακούν καμπάνες να χτυπούν, καταφεύγουν και φυλλομετρούν τη Βίβλο, επανερμηνεύοντας με τους «ευσεβείς» πόθους τους το μίζερο παρόν⸱ ακόμη και η ίδια η αφήγηση φαίνεται να ακολουθεί τους ρυθμούς μιας ριζικής μεταστροφής. Ο Κρασναχορκάι τέμνει και ανατέμνει τις λέξεις των ηρώων του, συνενώνει φράσεις σε ολόκληρες προτάσεις, εμμένει σε λεπτομερειακές περιγραφές, παίζει με το προτερόχρονο και το υστερόχρονο μιας στιγμής, συνταιριάζει την μακρο – ιστορία με την μικρο – ιστορία. Έτσι, όλα τα παραπάνω συνηγορούν σε αυτό που ο Βάλτερ Μπένγιαμιν τόνιζε ως το βαθύτερο χαρακτηριστικό της Ουτοπίας: μια τομή στον ευθύγραμμο, ιστορικό χρόνο.[iii]

Ακόμη, όμως, και ο ίδιος ο τίτλος του μυθιστορήματος συνηγορεί για την ανάγνωσή του με όρους αποκαλυπτικούς. Οι ήρωες του έργου φαίνεται να χορεύουν μεθυσμένοι και αδαείς ένα τανγκό, που την μελωδία ορίζει ο σατανάς, η προσωποποίηση του απόλυτου κακού για το χριστιανικό φαντασιακό. Αυτός ο χορός – έξι βήματα μπρος και έξι βήματα πίσω, που είναι και τα κεφάλαια του έργου – αποδίδουν το σύνολο των διαψεύσεων των ηρώων του μυθιστορήματος, εν τέλει των ανθρώπινων σκοπών. Στο ιστορικό σχήμα που θέλει την ανθρώπινη δράση ανάμεσα σε δύο πόλους – της υπόσχεσης και της εκπλήρωσης – το παρόν επανερμηνεύεται αδιάκοπα, ανάλογα με τις ματαιώσεις που αυτό επιφέρει. Οι τελευταίες είναι αυτές που αναδεικνύουν έναν κόσμο μάταιο και αέναης προσμονής. Έτσι, οι ήρωες του Κρασναχορκάι φέρουν την σφραγίδα των αντίστοιχων του Μπέκετ, ή ακόμα του Κάφκα, όπως υποδεικνύει και το εισαγωγικό motto στο «Το τανγκό του Σατανά», αντλημένο από τον Πύργο του Τσέχου συγγραφέα: « Τότε, προτιμώ να μην τον συναντήσω περιμένοντας.»[iv]

Με το τελευταίο κεφάλαιο του μυθιστορήματος να τιτλοφορείται «Ο κύκλος κλείνει», οφείλουμε να αναρωτηθούμε αν ο Ούγγρος συγγραφέας προσκαλεί τον αναγνώστη να συμμεριστεί την διάχυτη απαισιοδοξία ενός άδικου ή ακόμα και παράλογου κόσμου, ή θεωρεί την μελαγχολία συνέπεια των μικρών εστιών αντίστασης που έχει ακόμα ο άνθρωπος. Βάζοντας κάτω από το μικροσκόπιο την αριστοτεχνική δομή του μυθιστορήματος, γίνεται άμεσα αντιληπτό ότι οι καταληκτικές του φράσεις είναι ταυτόσημες με τις εισαγωγικές. Η ιστορία που διαβάζουμε είναι οι προσωπικές σημειώσεις ενός εκ των ηρώων του μυθιστορήματος. Ενός γιατρού, που αν και μέθυσος, παραιτημένος και νωχελικός, έχει βαλθεί σε μια στιγμή ύστατης έκλαμψης, να καταγράψει τα πάντα από αυτόν τον παρηκμασμένο κόσμο, ώστε να μη χαθεί τίποτα από την μνήμη. Ο Χάνς –Γκέοργκ Γκάνταμερ ήθελε την συνειδητοποίηση της ιστορίας να είναι η σημαντικότερη επανάσταση των νεώτερων χρόνων. Αυτή η συναίσθηση της ιστορικότητας κάθε παρόντος χρόνου, βέβαια, είναι βαρύ φορτίο.[v] Έτσι, και ο Κρασναχορκάι μέσα σε έναν κόσμο διάχυτης μελαγχολίας παρουσιάζει ήρωες που δημιουργούν ιστορία, ως ύστατη δράση αντίστασης.

Η ταύτιση, όμως, του υποκειμένου της ιστορίας ως μυθιστορίας με το υποκείμενο της Ιστορίας είναι κάτι παραπάνω από μια περίτεχνη ρητορική άσκηση. Ο προνομιακός ρόλος που επιφυλάσσει ο Κρασναχορκάι για την λογοτεχνία, είναι το στοιχείο που τον φέρνει πλησιέστερα σε αυτό που οι Michael Lowy και Robert Sayre ονόμασαν Ρομαντικό αντικαπιταλισμό[vi] την ίδια περίοδο, το 1984, φέρνοντας κατά νου τον εισηγητή της έννοιας ήδη από το 1931, τον Γκέοργκ Λούκατς. Όπως και για τον Ούγγρο κριτικό, έτσι και ο Κρασναχορκάι θεωρεί ότι η λύτρωση  μπορεί να έλθει μέσα από την τέχνη, μέσα από την γραφή, στο βαθμό που η τελευταία είναι η δράση που συνενώνει εμπρόθετους σκοπούς: «είχε αποκτήσει τη μοναδική ικανότητα ν’ αντιστέκεται δια της γραφής, όχι μόνο στην αδιάλειπτη πορεία του κόσμου προς μια κατεύθυνση, αλλά και ως έναν βαθμό, να είναι σε θέση να παρεμβαίνει στον μηχανισμό που είναι πίσω από τον φαινομενικά χαοτικό στροβιλισμό των συμβάντων».[vii]  Η ριζοσπαστική αυτή συνειδητοποίηση του ήρωα του Κρασναχορκάι αντανακλά τα νεανικά πορίσματα του Γκέοργκ Λούκατς: « Η ζωή δεν είναι τίποτε, το έργο είναι το παν⸱ η ζωή δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά τύχη, ενώ το έργο αντιπροσωπεύει την ίδια την αναγκαιότητα».[viii]

«Το τανγκό του Σατανά» είναι ένα έργο πολυδαίδαλο και πολυσήμαντο. Ο πλούτος, όμως, των νοημάτων του μοιράζεται απλόχερα χάρη στην άρτια μεταφραστική εργασία της Ιωάννας Αβραμίδου, για λογαριασμό των εκδόσεων Πόλις. Ξεπερνώντας τα εμπόδια μιας απαιτητικής γραφής, η Ιωάννα Αβραμίδου καταφέρνει να μας εισαγάγει σε έναν κόσμο παράξενα γοητευτικό και όμορφο.

[i] Αντώνης Λιάκος, Αποκάλυψη, Ουτοπία και Ιστορία. Οι μεταμορφώσεις της ιστορικής συνείδησης. Δεύτερη Έκδοση, Πόλις, 2012, σ. 388.

[ii] George Steiner, Νοσταλγία του Απόλυτου, μτφρ: Παλμύρα Ισμυρίδου, Άγρα, 2007.

[iii] Michael Lowy – Robert Sayre, Η Ρομαντική Ουτοπία του Βάλτερ Μπένγιαμιν, μτφρ: Ρεββέκα Πεσσάχ, Έρασμος, 2018.

[iv] Λάσλο Κρασναχορκάι, Το τανγκό του Σατανά, μτφρ: Ιωάννα Αβραμίδου, Πόλις, 2018.

[v] Χάνς – Γκέοργκ Γκάνταμερ, Το πρόβλημα της ιστορικής συνείδησης, Πρόλογος και Μετάφραση: Αντώνης Ζέρβας, Ίνδικτος, 1998, σ. 35.

[vi] Robert Sayre – Michael Lowy, Μορφές Ρομαντικού Αντικαπιταλισμού, Εισαγωγή-Μετάφραση: Στέφανος Ροζάνης, Έρασμος, 1991. και Michael Lowy και Robert Sayre, Εξέγερση και Μελαγχολία. Ο Ρομαντισμός στους Αντίποδες της Νεωτερικότητας, μτφρ: Δέσποινα Καββαδία, εισαγωγή: Γιώργος Καραμπελιάς, Εναλλακτικές Εκδόσεις, 1999.

[vii] Λάσλο Κρασναχορκάι, Το τανγκό του Σατανά, μτφρ: Ιωάννα Αβραμίδου, Πόλις, 2018, σ. 407.

[viii] Γκέοργκ Λούκατς, Η ψυχή και οι Μορφές, μτφρ: Αντώνης Οικονόμου, πρόλογος: Αντώνης Οικονόμου, επιμέλεια: Ντίντα Ζάχου, Θεμέλιο, 1986.

 

 

INFO: Λάσλο Κρασναχορκάι, Το τανγκό του Σατανά, Μτφρ: Ιωάννα Αβραμίδου, Πόλις, 2018.

 

Προηγούμενο άρθροΜετά τον πρώτο θάνατο  (της Μαρίζας Ντεκάστρο)
Επόμενο άρθροΑντρί Σνερ Μάγκνασον:«Ζούμε μυθολογικούς καιρούς…» (συνέντευξη στην Άννα Κουππάνου)

1 ΣΧΟΛΙΟ

  1. Καλησπέρα σας,
    δέχομαι σαν ευλογία την προσπάθειά σας.
    Εξαιρετικές όλες οι αναφορές σας αλλά για την ερωτική ανθολογία δεν μπορώ παρά να σας πω πόσο εκπληκτική δουλειά έχει γίνει.
    Συγχαρητήρια.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ