Της Αλεξάνδρας Σαμοθράκη.
Δεκαπέντε χρόνια μετά την τελευταία συλλογή διηγημάτων της ‘Πτηνά της Αμερικής’ (Birds of America) η Λόρι Μουρ ξαναχτυπά με το δυσκολομετάφραστο ‘Bark’ (Γάβγισμα, Κορμός, Φωνασκώ) που με την πνευματώδη άνεση της με τις λέξεις δεν παραλείπει να ενσωματώνει με διαφορετική κάθε φορά έννοια σε καθένα από τα 8 διηγήματα της νέας συλλογής.
Οι πρωταγωνιστές των διηγημάτων της διανύουν (απ)αισίως τη μέση ηλικία. Οι περισσότεροι είναι διαζευγμένοι (‘Αποβίβαση’, ‘Ευχαριστώ για την πρόσκληση’, ‘Χάρτινες Απώλειες’, ‘Αντικείμενο ελέγχου’)ή επαγγελματικά στάσιμοι ή απλά περιμένουν να τους συμβεί ‘κάτι φρικαλέο’ ( ‘Άρκευθος’). Γεύονται την πιο εκλεπτυσμένη πικρία της καθημερινότητας, απογοητεύονται όχι από τις ελπίδες αλλά από τις απογοητεύσεις τους, ερωτεύονται με κυνισμό, ονειρεύονται υπολογιστικά. Όπως αναφέρει και η KC, πρωταγωνίστρια στο διήγημα ‘Φτερά’ (Wings), κάποτε τους είχε δοθεί ‘κάτι τέλειο, η νιότη, και εκείνοι κατάφεραν μόνο ατελή πράγματα με αυτό’.
Αντίθετα με τους ήρωες της, η Μουρ παρέλαβε κάτι ατελές, τη σύγχρονη αγγλική γλώσσα, και παρήγαγε κάτι τέλειο, όχι υποτάσσοντας τις λέξεις αλλά απελευθερώνοντας τες σε απρόσμενα πρωτότυπες φράσεις και ιδέες-εφευρέσεις του προσωπικού της στυλ. Έξυπνα αλλά όχι εξυπνακίστικα λογοπαίγνια, σκέψεις που έχουν σίγουρα περάσει από το μυαλό του αναγνώστη ξώφαλτσα και μετά από μια στιγμή λαθραίας απόλαυσης έχουν απορριφθεί ως πολιτικά ανορθόδοξες ή παντελώς άκαιρες, φοβίες που ο σύγχρονος τρόπος ζωής γεννάει και καλλιεργεί όπως η αστοχία, ο αποκλεισμός, η μοναξιά ( ‘αν γεννιόμαστε κατάμονοι και πεθαίνουμε ολομόναχοι, γιατί πρέπει να μάθουμε πώς να είμαστε μόνοι στο ενδιάμεσο; Φτάνει μόνο να φρεσκάρουμε κάπως τη μνήμη μας’) χρησιμοποιούνται από τη Μουρ σαν πολύτιμες ψηφίδες σε ένα ψηφιδωτό που κατά κύριο λόγω αποτελείται από το ανθρώπινο, το ειλικρινές, το πεζό.
Τα διηγήματα είναι σπαρακτικά χωρίς να είναι σπαραξικάρδια, συχνά δε, κατά το προσφιλές συνήθειο της Μουρ, δεν ξέρεις αν θες να σπαράξεις από τα γέλια ή τα κλάματα. Σε κάθε καλό αστείο, η τελική ανατροπή έρχεται εκεί που δεν το περιμένεις και από εκεί όπου δεν το περίμενες (από την πραγματικότητα). Όπως η KC και πάλι στο διήγημα ‘Φτερά’ ‘…πίστευε πως αυτή ήταν μια μεγάλη πιθανότητα στην πραγματική ζωή, με αποτέλεσμα τα αστεία να φαίνονται αληθινά και να μη χρειάζεται να είναι αστεία και έτσι δε χρειαζόταν να γελάσει.’
Η Μουρ αντιμετωπίζει τους ‘τελειωμένους’ πρωταγωνιστές της με ένα λαπαροσκοπικό σαρκασμό- η ειρωνεία της είναι κοφτερή σα νυστέρι αλλά δεν αφήνει ίχνη ούτε προβλέπει χρόνο ανάρρωσης πριν την επόμενη επίθεση.
Με το διήγημα ΄Φτερά’ η Μουρ παίζει με τις ιδέες του Χένρυ Τζέημς (Τα Φτερά της Περιστέρας) και στο διήγημα ‘Παραπεμπτικόν’ με το διήγημα του Ναμπόκοφ ‘Σημάδια και Σύμβολα’ ξεκινώντας το μάλιστα με σχεδόν παρόμοιο τρόπο.
Πιο ώριμο από το μυθιστόρημα ‘Η Πόρτα στη Σκάλα’ που αν και στη χώρα μας κυκλοφόρησε μόλις πέρσι από τις Εκδόσεις Πόλις, στις αγγλόφωνες αγορές ήταν διαθέσιμο από το 2009, το Bark αποτελεί απολαυστικά επώδυνο ανάγνωσμα που με την οξεία παρατηρητικότητα της, το μπλαζέ φλερτ της με τα πιο βαθιά ερωτήματα της ανθρώπινης ύπαρξης και το αλατοπιπεράτο χιούμορ της θα ικανοποιήσει τους απανταχού μαζοχιστές φαν της Μούρ αφού ‘όσο μας πληγώνει, τόσο μας πορώνει.’