Του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου
Δεν έχουμε συχνά την ευκαιρία να ανιχνεύσουμε λυρικούς τόνους στην ελληνοκυπριακή ποίηση μετά το 1974. Μολονότι δεν παρακολουθώ καλά τις ποιητικές εξελίξεις στη μεγαλόνησο τα τελευταία χρόνια, ξέρω πως ο εξωτερικός προσανατολισμός των ποιητών της διεκδικεί ένα κάθε άλλο παρά αξιοκαταφρόνητο θεματικό μερίδιο αφού το τραύμα της εισβολής έχει σημαδέψει όχι μόνο τους μάρτυρες της εποχής, αλλά και όλες τις νεότερες γενιές, που δεν έχουν πάψει να βάζουν σε πρώτη προτεραιότητα τις εθνοκεντρικές (πολιτικές και ιστορικές) αγωνίες και έγνοιες τους. Κι αν κάνω αυτή τη συζήτηση, είναι γιατί κρατώ στα χέρια μου μια ποιητική συλλογή που δραπετεύει από την πρώτη στιγμή από τη γενική ατμόσφαιρα, ακολουθώντας μιαν ελεύθερη, ανεξάρτητη πορεία. Ο λόγος είναι για το βιβλίο της Νάντιας Στυλιανού Το σκοτεινό γοβάκι, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Το Ροδακιό και μας απευθύνει ένα μήνυμα το οποίο δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητο.
Η ποιήτρια είναι γεννημένη στην Αθήνα, αλλά μεγάλωσε στη Λευκωσία, όπου και δημοσίευσε, το 1979, την πρώτη συλλογή της, υπό τον τίτλο Γαλαξίες. Σπούδασε γαλλική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης και στο Πανεπιστήμιο Jean Moulin ενώ έκανε τη διατριβή της στο Πανεπιστήμιο Paul Valery του Μονπελιέ με θέμα τον ερώτα στην ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη. Δεν είναι, επομένως, διόλου τυχαίο το γεγονός ότι γράφοντας η ίδια ποιήματα, πριν αλλά και μετά το διδακτορικό της, σπεύδει να ξεχωρίσει με τη λυρική της φλέβα.
Ο λυρισμός της Στυλιανού δεν είναι παλαϊκός: ούτε διάχυτη και ασυγκράτητη αισιοδοξία ούτε θρήνοι και ελεγεία. Η κάμψη και το λύγισμα της ατομικής ύπαρξης, η φθορά και η διάβρωση των πραγμάτων, όπως και η αδιάκοπη ρυτίδωση της καθημερινής επιφάνειας της ζωής δίνουν το παρών σε όλες τις σελίδες του βιβλίου: μικρές, αθόρυβες ήττες, ένα ισχυρό αίσθημα ματαίωσης, πολλαπλές αδιόρατες ρωγμές, Από την άλλη, όμως, μεριά ανεβαίνουν πάραυτα στη ζυγαριά τα αντίβαρα: ο αδιάπτωτος χορός των χρωμάτων και των αισθήσεων, οι σκιές των μυθολογικών προσώπων και των μυθικών παραπομπών, που ζωντανεύουν σε ένα πολύ σύγχρονο περιβάλλον, καθώς και μια διάπλατη, επίμονη σκοτεινιά από τα βάθη της οποίας όμως μπορεί να γεννηθούν αίφνης η ακτινοβολία και το θαύμα του βίου.
Η Στυλιανού συγκεντρώνει το βλέμμα της στους εσωτερικούς χώρους δίχως να αγνοεί την περιπλάνηση στο ανοιχτό τοπίο. Οι εικόνες της, αντλημένες από τον φυσικό περίγυρο, από τη μυστική λάμψη των αντικειμένων και από τις ανάσες που ανταλλάσσουν οι άνθρωποι κατά τη διάρκεια του έρωτα και των συναναστροφών τους, σχηματίζουν ένα ποιητικό σώμα με συνοχή και σφρίγος. Δεν θα βρούμε εδώ κάθετες τομές, απότομες καμπές και απρόσμενες κορυφώσεις επειδή στοιχεία σαν κι αυτά μοιάζουν ευθύς εξαρχής εξοβελιστέα από το κλίμα και την αγωγή της Στυλιανού. Εκείνο που μετράει πρωτίστως στον στίχο της είναι όχι οι μετωπικές αντιθέσεις και οι ξεκάθαροι διαχωρισμοί, αλλά η υπόγεια ένταση: ο ισολογισμός αρνητικής φόρτισης και θετικής ενέργειας, η ισορροπία ανάμεσα στο θετικό και το αρνητικό πρόσημο του ζωικού κυκλώματος, που παραμένει εσαεί εν δράσει Και στο σημείο αυτό θα χρειαστεί να προσθέσω το βάρος του ερωτικού λόγου της ποιήτριας και την ίδια τη λατρεία της γλώσσας, που παραμένει αναντικατάστατος αρωγός της ποίησης.
.